ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ. Μια χώρα εξαρτημένων επιχειρηματιών και κοστουμαρισμένων στελεχών, μια χώρα εργατών με στολές, με κράνη, με γιλέκα, μια χώρα που ξεπουλά τη γη και τους φυσικούς πόρους της ώστε να μη σηκώσουμε κεφάλι ποτέ. Αυτή ήταν η εικόνα της Ελλάδας στις αρχές της περασμένης δεκαετίας για τον Γιάννη Μακριδάκη, και μέσα απ’ αυτή την Ελλάδα ξεχώρισε ο ίδιος με όλες του τις ιδιότητες: ως ζωντανή μνήμη του νησιού του, της Χίου, ως οικολόγος-ακτιβιστής και, πάνω απ’ όλα, ως συγγραφέας που προτείνει ένα εναλλακτικό μοντέλο ζωής, μέσα στη φύση, ριζωμένο στην ελληνική παράδοση.
Ένα σχόλιο για την Ελλάδα τα πρώτα χρόνια της κρίσης αποτελεί και η νουβέλα του «Του Θεού το μάτι» (Εστία, 2013), στην οποία πρωταγωνιστεί ένας γέροντας Χιώτης ονόματι Θόδωρος Πεπόνας, ενώ κουβεντιάζει με το σκιάχτρο που φτιάχνει για το χωράφι του. Παραδοσιακός σε όλα του, φυτεύει σπόρους από καλή γενιά που δεν θέλει να χαθεί, απεχθάνεται τα μεταλλαγμένα όπως ο διάολος το λιβάνι και η παραγωγή του είναι ελάχιστη – ούτε εμπόριο κάνει ούτε φιλοδοξεί να ταΐσει τον κόσμο ολόκληρο.
Σαν να μας λέει ο Μακριδάκης ότι οι προσωπικές υπερβάσεις, τα ατομικά επαναστατικά άλματα, δεν γίνονται εύκολα από μόνα τους. Στο φόντο χρειάζεται κι ένα συλλογικό κίνημα ανατροπής.
Ο ήρωας του Μακριδάκη δεν ήταν ανέκαθεν αφοσιωμένος στη γη. Για ένα φεγγάρι υπήρξε ναυτικός και επί δεκαετίες ήταν βολεμένος, όσο και ολιγαρκής, δημόσιος υπάλληλος. Τώρα όμως είναι συνταξιούχος και απολαμβάνει ψυχή τε και σώματι την καθημερινότητά του, συντροφιά με τον Διομήδη, όπως έχει βαφτίσει το σκιάχτρο του, με τον μπαξέ, τα φιντάνια και τα πουλιά τριγύρω, που όλα τα ξέρουν και όλα τα ακούνε. «Τα πουλιά είναι του Θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά…».
Όσα διαβάζουμε στη νουβέλα δεν είναι παρά ένας χειμαρρώδης εσωτερικός μονόλογος του γέροντα αγρότη, πυροδοτημένος από τις «πιο κρίσιμες» εκλογικές αναμετρήσεις από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Γι’ άλλη μια φορά ο Μακριδάκης επιστρατεύει ένα γεγονός του δημόσιου βίου για να το παντρέψει με μυθοπλαστικά στοιχεία, χωρίς ο ίδιος ν’ απομακρύνεται από τον μικρόκοσμο του γενέθλιου τόπου του. Στο πιο επιτυχημένο ίσως πεζό του, τη «Δεξιά τσέπη του ράσου», η ιστορία του μοναχού ήρωά του διαδραματίζεται παράλληλα με την κηδεία του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ενώ στο «Λαγού μαλλί» που ακολούθησε όλα συμβαίνουν καθώς ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοινώνει την ένταξή μας στο ΔΝΤ από το Καστελόριζο. Εδώ παίρνουν σειρά οι διπλές εκλογές του 2012.
Το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας κρέμεται από μια κλωστή – ο Πεπόνας έχει βαρεθεί να το ακούει από τα κανάλια νυχθημερόν. Κι ενώ ο ίδιος δεν θέλει να προδώσει την παράταξη που τον τάιζε τόσα χρόνια, φίλοι και συγγενείς τον πιέζουν να σηκώσει ανάστημα. Επειδή μάλιστα δεν είναι σίγουροι για το τι θα ψηφίσει, απειλούν ότι θα τον κλειδώσουν σπίτι την ημέρα των εκλογών!
Να τος, λοιπόν, απαυδισμένος, να μουρμουράει: «Ακυβέρνητη πολιτεία έχουμε καταντήσει, Διομήδη. Για βάλε με τον νου σου να μείνει ακυβέρνητος ο μπαξές. Σε μια βδομάδα θα 'χει γίνει να σιχαίνεσαι να τον βλέπεις… Έτσι θα την καταντήσουν την καψερή την Ελλάδα μας… Κι ας αγωνίζεται ο πρόεδρός μας να τους συμμορφώσει, διότι αλλιώς θα μας πετάξουν οι εταίροι απ’ όξω κι όλες μας οι θυσίες θα πάνε χαμένες. Τίποτε αυτοί. Μόνο κούφια λόγια κι επανάσταση».
Εκείνον που έχει άχτι πάνω απ' όλους ο γέροντας είναι τον «αναρχικό» που τριγυρνάει τελευταία στο νησί και ξεσηκώνει τον κόσμο με τις ιδέες του. Κάποιον που εγκατέλειψε την πόλη για να δοκιμάσει να ζήσει εκτός συστήματος και ο οποίος λίγο έλειψε να σαγηνεύσει κι αυτόν: «Μου 'λεγε πως ήθελε να παράγει το φαΐ του και να μην πληρώνει για να το βρίσκει, τέτοια μου 'λεγε. Και πως αυτό που είχε καταλάβει, λέει, ήτανε πως δεν συμφέρει να δουλεύεις, όσο μεγάλο μισθό κι αν έχεις, διότι το χρήμα που σου δίνουνε σ' το παίρνουν πάλι πίσω, ένα γρανάζι στις μηχανές τους είσαι και στο τέλος ούτε σου απομένει τίποτε και σου 'χουνε ρουφήξει τα πιο καλά σου χρόνια».
Ο Πεπόνας κατά βάθος συμφωνεί και προσυπογράφει. Πώς όμως να φανεί αχάριστος στη βουλευτίνα που ως και τον γιο του βόλεψε στο Δημόσιο; Η συνείδησή του δεν το αντέχει. Αυτό το μπέρδεμα αφηγείται ο Μακριδάκης στη νουβέλα του, βάζοντας τον ήρωά του στη μέγγενη ενός διλήμματος που ταλάνιζε πολλούς εκείνη την εποχή. Όσο κι αν ο γέροντας εθελοτυφλεί, όσο κι αν αργεί να συνειδητοποιήσει τι κόστος έχουν οι κομματικές δουλείες που σέρνει πίσω του, έτσι όπως εμφανίζεται ταγμένος στη γη και στον δικό του κώδικα αξιών, παραμένει συμπαθής. Σαν να μας λέει ο Μακριδάκης ότι οι προσωπικές υπερβάσεις, τα ατομικά επαναστατικά άλματα, δεν γίνονται εύκολα από μόνα τους. Στο φόντο χρειάζεται κι ένα συλλογικό κίνημα ανατροπής.