Αν το ίντερνετ ήταν πιο διαδεδομένο τις δεκαετίες των ’90s και των ’00s, η ερώτηση «πώς να μπεις στο Rock» θα ήταν σταθερά Νο1 και σαφής απάντηση δεν θα είχε βρεθεί. Ακριβώς όπως το Rock ξεπερνούσε πάντα κάθε κλισέ περιγραφή κατηγορίας «place to be», έτσι και ο κόσμος του συνεχίζει να ξεπερνά κάθε κοινότoπο κριτήριο.
Γιατί το Rock‘n’Roll είναι το μοναδικό μαγαζί στην Αθήνα που δεν «πουλάει» μόνο έναν κουλ χώρο με ωραίες μουσικές, «πουλάει» και συναισθήματα. Συναισθήματα που αγοράζουν εδώ και 37 χρόνια ολόκληρες γενιές, οι οποίες δημιουργούν εκεί κάθε βράδυ το δικό τους παρεΐστικο lifestyle και μαζί τις πιο καταπληκτικές αναμνήσεις.
Το Rock‘n’Roll ξεκίνησε ως ένα μαγαζί που θα έπαιζε αυστηρά και μόνο ροκ. Και μετά ήρθαν οι Κυριακές με τα ελληνικά.
Η αλήθεια είναι πως το Rock‘n’Roll δεν χρειάζεται και πολλές συστάσεις. Ο θρυλικός πολυέλαιος της Λουκιανού άναψε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1987 και, παρόλο που έκτοτε πέρασε διάφορα στάδια, αλλάζοντας μέχρι και στέγη κάποια στιγμή, κατάφερε να κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια αναλλοίωτο το DNA του. Κι αυτό που ξεκίνησε κάποτε ως το ροκάδικο όπου σύχναζε το enfant gâté μιας Αθήνας ομολογουμένως αρκετά διαφορετικής από τη σημερινή έχει φτάσει να αποτελεί πλέον κάτι σαν αστικό μύθο, αφού όλοι όσοι σήμερα είναι «κάποιοι», αποτελούν μέρος της ιστορίας του. Και διασκεδάζετε όλοι μαζί παρέα, ξέφρενα, ακομπλεξάριστα, μέχρι τελικής πτώσης.
Αυτό είναι που θεωρεί ο Ανδρέας Πιτσιλής, κατά κάποιον τρόπο, και συνταγή της επιτυχίας του. «Η Αθήνα τότε δεν είχε πολλά πράγματα, οπότε αυτό ήταν ένα καινούργιο προϊόν και περνούσαν οι πάντες. Ανοίγαμε και έκλεινε πραγματικά η Λουκιανού», μου εξηγεί ένας εκ των τριών πρωτοστατών του Rock, που μαζί με τον αδελφό του Γιώργο και τον Ισίδωρο Οδυσσέως ένωσαν την αγάπη τους για το rock και την εμπειρία τους στη νύχτα κι έφτιαξαν ένα μπαρ που συνεχίζει να γράφει τη δική του, μοναδική ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα.
Το Rock‘n’Roll ξεκίνησε ως ένα μαγαζί που θα έπαιζε αυστηρά και μόνο ροκ. Και μετά ήρθαν οι Κυριακές με τα ελληνικά. «Το ελληνικό ξεκίνησε πολύ αργότερα, το 2004, επειδή είχε μεγαλώσει το κοινό μας. Θυμάμαι, ήμασταν στο πατάρι, κοιτάξαμε κάτω και οι μισοί ήταν χωρίς μαλλιά. Οι 20άρηδες είχαν γίνει 40 plus. Νομίζω ότι ήμασταν –και δεν ξέρω αν είναι κακό ή καλό αυτό– από τους πρώτους διδάξαντες», λέει. Η πλάκα είναι πως ο ίδιος δεν ακούει καν ελληνικά. «Κρυβόμουν στο ταμείο και ντρεπόμουν να βγω έξω», συνεχίζει γελώντας, «αλλά είχε καταπληκτική επιτυχία και από τότε καθιερώθηκε. Ο κόσμος έχει τους νταλκάδες του. Αυτό που συμβαίνει στο μαγαζί είναι μια κατάσταση έκρηξης!»
Κι επειδή, ως γνωστόν, η διασκέδαση και δη ο νταλκάς δεν γνωρίζουν ηλικία και (ταξικά) σύνορα, ήταν θέμα χρόνου να γίνει το απόλυτο place to be. Η λίστα των διασήμων που έχουν περάσει από εκεί είναι ατελείωτη. «Έρχονταν όλοι οι άνθρωποι που έπαιζαν έναν ρόλο στην Αθήνα τότε, Μυτιληναίος, Περιστέρης, Κόκκαλης, Μπόμπολας, Πρετεντέρης, Παπαχελάς, και από ηθοποιούς ο Κούρκουλος, ο Κόκλας, η Δραγούμη, ο Μαρκουλάκης... Είχαμε μια παρέα ανθρώπων που κάπως τα πήγαιναν καλά στη ζωή τους, όλοι όσοι θα έπρεπε να είναι εκεί. Δεν υπάρχει αυτό τώρα για να το καταλάβει κανείς και να το περιγράψει. Όλοι ήθελαν να μπουν στο Rock», σημειώνει.
Το ότι ήθελαν δεν σημαίνει ότι έμπαιναν κιόλας. Η φήμη της πιο αυστηρής «πόρτας» δεν είναι καθόλου μύθος. Κι εδώ έρχεται το μεγάλο ερώτημα: Ποιος μπαίνει, τελικά, στο Rock; «Η ιστορία με την πόρτα ήταν δυσάρεστη, αλλά αναγκαία. Τώρα έχει αλλάξει αυτό. Έμπαιναν οι άνθρωποι που ήταν φίλοι του μαγαζιού. Από κει και πέρα, επειδή γνωρίζαμε ότι σε μια ώρα θα ήμασταν γεμάτοι, προσπαθούσαμε να βάζουμε ό,τι πιο συμπαθές υπήρχε ως φυσιογνωμία, στυλ, οτιδήποτε. Αυτό ήταν το κριτήριο», μου εξηγεί. Η σκληρή πόρτα είχε φέρει και την περιβόητη «Εταιρεία Φίλων της Rock‘n’Roll Μουσικής», για να γλιτώνουν την αστυνομία και το αυτόφωρο. Μια πριβέ λέσχη με 21 άτομα που κάλυπτε νομότυπα την άρνηση εισόδου. «Μέσα ήταν και η Βουγιουκλάκη με τον Μπονάτσο, που έρχονταν και ζούσαν τον έρωτά τους. Η Αλίκη ήταν ροκ τύπισσα και περνούσε καλά εκεί», λέει.
Το Rock‘n’Roll θυμίζει λίγο και ταξίδι στον χρόνο. «Ενεργειακά κάτι έχει ο χώρος», προσθέτει. «Έρχονται και νιώθουν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Είναι κάτι που λειτουργεί λιγάκι μαγικά. Κι όλο αυτό έχει πλάκα γιατί περνάνε τα χρόνια, εξαφανίζονται οι άνθρωποι, κατά λάθος βρίσκονται εκεί και νιώθουν κάθε φορά το ίδιο συναίσθημα».
Από το 1987 μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει τα πάντα στο nightlife εκτός από το Rock, που, κόντρα στη μόδα των ανακαινίσεων, συνεχίζει με την ίδια εσωτερική κι εξωτερική φιλοσοφία με την οποία ξεκίνησε, κι ας έχουν γίνει γενικά οι θαμώνες, επισκέπτες. «Τώρα πια υπάρχουν δεκάδες μαγαζιά, εκατοντάδες πιάτσες, όλο έχει γίνει απόλυτα τουριστικό. Κάνουν μια επίσκεψη και θα εξαφανιστούν. Είναι πολύ λίγα τα μαγαζιά του κέντρου που είναι στέκια με θαμώνες», παρατηρεί ο Ανδρέας Πιτσιλής που μετρά δεκαετίες στη νύχτα. «Είναι όλα φτιαγμένα για να αρέσουν στους πάντες. Δεν μπορείς να αρέσεις στους πάντες. Είναι ελάχιστοι οι χώροι στην Αθήνα που κρατάνε το στυλ τους, τύπου παίζεις μια μουσική και είναι αυτή, είτε αρέσει είτε όχι, οπότε πολύ γρήγορα δημιουργείται κι ένα κοινό, που το υποστηρίζει. Εγώ θα ήθελα να είναι κάπως έτσι τα πράγματα, δεν είναι όμως».
Όσο κουβεντιάζουμε, προσπαθώ να καταλήξω ποιο είναι το μεγάλο μυστικό του Rock. Σαν να διαβάζει τη σκέψη μου. «Πουλάμε καλή μουσική και έχουμε ωραία ομάδα. Είναι καλά παιδιά και τρελάρες», λέει γελώντας. «Άλλωστε, είναι ένα μαγαζί που είχε πάντα πλάκα. Γι’ αυτό η αγωνία μας είναι να περνάει καλά ο κόσμος, να του μένει μια καλή αίσθηση από την εμπειρία της εξόδου», μου εξηγεί.
Ο βραβευμένος Χριστόφορος Πέσκιας στο μενού από το 1995, ονόματα όπως αυτά των Θοδωρή Μανίκα, Μάκη Μηλάτου, Στάθη Παπούλια, Κλαούντια Μάτολα, Ρουμπίνης Σταγκουράκη και τώρα του Αντρέα Κουντουράκη στη μουσική, οικείο περιβάλλον, καλή διάθεση και άφθονη τρέλα. Ίσως αυτό χρειάζεται για να παραμένεις talk-of-the-town. Κι ίσως, τώρα, να κατάλαβες λίγο καλύτερα γιατί στη Λουκιανού θα γίνεται πάντα το αδιαχώρητο στο Rock‘n’Roll.