ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ από τέσσερα χρόνια, τον Μάρτιο του επίσης δίσεκτου 2020, ο πλανήτης κατέβαζε ρολά και ταμπουρωνόταν στο καβούκι του, εμβρόντητος από την ραγδαία και φονική επέλαση του κορωνοϊού.
Τα ξημερώματα της 12ης Μαρτίου κατέληγε το πρώτο θύμα της νόσου στη χώρα (ήταν μόλις το ένατο επίσημο κρούσμα) ενώ λίγες μέρες αργότερα ξεκινούσε η καθημερινή απογευματινή τηλεοπτική ενημέρωση για την εξέλιξη της πανδημίας με τον Σωτήρη Τσιόρδα, από τα χείλη του οποίου κρεμόμασταν όλοι αναζητώντας νόημα και παρηγοριά.
Το πρώτο λοκντάουν σε εθνικό επίπεδο ξεκίνησε στις 23 Μαρτίου και τα υπόλοιπα είναι ιστορία, που όμως ακόμα δεν ξέρουμε πώς να την αξιολογήσουμε. Χρειάζονταν τόσα μέτρα και τόσοι περιορισμοί στην εξέλιξη της πανδημίας; Είχε νόημα και πόσο τελικά όλη αυτή η παντομίμα με τις μάσκες;
Τέσσερα χρόνια μετά, εκείνες οι μέρες μοιάζουν μακρινές και αχνές σα μισοξεχασμένο όνειρο και μόνο κάτι «επετειακές» αφίσες στα Εξάρχεια μοιάζουν να ανακαλούν εκείνη την περίοδο ως αφετηρία ενός προγράμματος καταναγκαστικού εγκλεισμού, αποκλεισμού και κοινωνικού ελέγχου.
Ήταν μέρες δυστοπικού τρόμου ή απόκοσμης και πολύτιμης ηρεμίας εκείνες που ζήσαμε (τουλάχιστον όσοι και όσες δεν βρεθήκαμε ξαφνικά με τα παιδιά μας πάνω από το κεφάλι μας επί 24ωρου βάσεως), ειδικά τον πρώτο καιρό; Και τι μας έμεινε από όλο αυτό; Γίναμε καλύτεροι άνθρωποι ή τα ίδια και χειρότερα; Άλλαξαν όλα ή δεν άλλαξε απολύτως τίποτα; Ή μήπως άλλαξαν μ’ ένα τρόπο ασυνείδητο σχεδόν, σα να υπέστη ο κόσμος πλύση εγκεφάλου ή σα να συμμετείχε σε μια διαδικασία μαζικής ύπνωσης την οποία όμως κανείς δεν θυμάται;
Τέσσερα χρόνια μετά, εκείνες οι μέρες μοιάζουν μακρινές και αχνές σαν μισοξεχασμένο όνειρο και μόνο κάτι «επετειακές» αφίσες στα Εξάρχεια μοιάζουν να ανακαλούν εκείνη την περίοδο ως αφετηρία ενός προγράμματος καταναγκαστικού εγκλεισμού, αποκλεισμού και κοινωνικού ελέγχου.
Πού και πού βλέπεις ανθρώπους να κυκλοφορούν με την υγειονομική μάσκα αλλά η χρήση τους δεν έγινε μαζική συνήθεια, όπως πολλοί προέβλεπαν, παρότι βεβαίως ο ιός εξακολουθεί να περιφέρεται, να μεταλλάσσεται και να εξαπλώνεται. Από εξωγήινο τέρας όμως – από Γκοτζίλα – έχει γίνει κάτι σαν κατοικίδιο ζώο.
Ο συγχρωτισμός μοιάζει πιο έντονος, οι ουρές πιο μεγάλες, τα καταστήματα εστίασης και αναψυχής πιο γεμάτα, η προκατάληψη, η παράνοια και η ασυνεννοησία που ήδη τότε χαρακτήριζαν την επικοινωνία των ανθρώπων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολύ περισσότερο εκτός ελέγχου, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς ακόμα χαμηλότερη.
Όσο για το αν γίναμε καλύτεροι άνθρωποι, το μόνο κατάλοιπο που μοιάζει να άφησε η πανδημία είναι (σε συνδυασμό και με την περιβαλλοντική απειλή) μια αίσθηση ότι το αύριο είναι εξαιρετικά αμφίβολο και επισφαλές, οπότε μπορούμε να είμαστε όσο άπληστοι και εγωιστές θέλουμε, αδιαφορώντας για τους άλλους.
Τα πλήθη επέστρεψαν αλλά περιέργως ο κόσμος μοιάζει μικρότερος. Και επίσης πιο ανήσυχος και πιο κουρασμένος, αλλά αυτό ίσως και να οφείλεται εν μέρει στην επίδραση που έχει αφήσει σε εκατομμύρια ανθρώπους ο λεγόμενος «μακροπρόθεσμος» (long) Covid, που τέσσερα χρόνια μετά, ακόμα δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς σημαίνει.