«Το όνομά μου είναι Chantal Akerman (Σαντάλ Άκερμαν), γεννήθηκα στις Βρυξέλλες. Και αυτή είναι η αλήθεια». Με μότο τα λόγια αυτά, που ανήκουν σε μια από τις πιο σπουδαίες κινηματογραφίστριες της εποχής μας, και με δυο παράλληλα αφιερώματα, στη Cinematek του Βελγίου και στην Bozar, η γενέτειρά της, οι Βρυξέλλες, την τιμά εννέα χρόνια μετά τον θάνατό της, το 2015. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση μετά τον θάνατό της, η οποία θα μεταφερθεί στο Jeu de Pomme στο Παρίσι από το φθινόπωρο του 2024.
Μετά τον θάνατό της, ο Ζιλ Ζακόμπ, πρώην επικεφαλής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, είχε γράψει σε μια ανάρτησή του στο Twitter ότι η Άκερμαν «δεν άντεχε να ζήσει ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω», ήταν μια αυτοκτονία καθόλου αναπάντεχη για όσους τη γνώριζαν.
Ο τίτλος της έκθεσης στην Bozar, «Chantal Akerman: Travelling», μάς προδιαθέτει για το περιεχόμενο, για το ιδιοσυγκρασιακό, μοναδικό και εμπνευσμένο ταξίδι της στον πλανήτη Γη και στον κόσμο της κινούμενης εικόνας. Η έκθεση παρουσιάζει μοναδικές και άγνωστες εικόνες, υλικά παραγωγής και έγγραφα από το αρχείο της, τα οποία η οικογένειά της έχει κληροδοτήσει στη Cinematek, ενώ παράλληλα θα προβάλλεται μια ολοκληρωμένη αναδρομική προβολή των ταινιών της.
«Ξέρετε, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι πηγαίνουν σινεμά, το απόλυτο κομπλιμέντο –για αυτούς– είναι να πουν: «Δεν καταλάβαμε πώς πέρασε η ώρα!». Μαζί μου βλέπεις την ώρα να περνάει. Τη νιώθεις να περνάει. Και αισθάνεσαι επίσης ότι αυτή η ώρα που περνάει οδηγεί όλο και πιο κοντά στον θάνατο».
Η περίπτωση της μεγάλης αβανγκάρντ δημιουργού Σαντάλ Άκερμαν έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον όχι μόνο των ανθρώπων του κινηματογράφου αλλά και των εκείνων των εικαστικών, όσων ασχολούνται με την πειραματική τέχνη, τον φεμινισμό, την queer κουλτούρα και τη φιλοσοφία. Το close-up των έργων της, όταν παρατηρεί σχολαστικά τη ζωή των άλλων, τη φέρνει όσο περνά ο χρόνος στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας, από την οποία δεν έφυγε ποτέ από τότε που έκανε την πρώτη της ταινία. Ο τίτλος της auteure που δεν παρέκκλινε ποτέ από το νόημα της πειραματικής κινηματογραφικής παραγωγής τής έχει απονεμηθεί για τη μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης μέσα στον χρόνο, μιας σκοτεινής συναισθηματικά σχέσης που είχε και η ίδια με τον εαυτό της και το έργο της.
Σε μια συνέντευξή της στο «Artforum» συνοψίζει κάπως αυτό που αισθανόμαστε όταν βλέπουμε ταινίες όπως το αριστούργημά της, «Ζαν Ντιλμάν», το οποίο φέρνει με μια φλόγα που σιγοκαίει επίμονα και ανείπωτα κάτι το μεγαλειώδες στην απλή καθημερινή πράξη, που κορυφώνεται σε μια αναπάντεχη σιωπηλή έκρηξη.
«Ξέρετε, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι πηγαίνουν σινεμά, το απόλυτο κομπλιμέντο –για αυτούς– είναι να πουν: «Δεν καταλάβαμε πώς πέρασε η ώρα!». Μαζί μου βλέπεις την ώρα να περνάει. Τη νιώθεις να περνάει. Και αισθάνεσαι επίσης ότι αυτή η ώρα που περνάει οδηγεί όλο και πιο κοντά στον θάνατο. Υπάρχουν μερικά από αυτά (τα στοιχεία στη δουλειά μου), νομίζω. Και γι' αυτό υπάρχει τόση αντίσταση. Γιατί πήρα δύο ώρες από τη ζωή κάποιου».
Στο ντοκιμαντέρ για το έργο της «Too far, Too Close», ο Γιαν Φαμπρ την κατατάσσει στο ύψος του Γκοντάρ και του Τρίερ. «Δεν είναι κινηματογραφιστές αυτοί», λέει, «είναι αληθινοί καλλιτέχνες». Εννοεί ότι είτε μιλάμε για τις ταινίες της όπως το «Saute ma ville» ή το «Toute une nuit», το «La Chambre» και το «Les années 80» και το «Le Marteau», που την εδραίωσαν ως δημιουργό, είτε για το ντοκιμαντέρ-σπουδή για την Πίνα Μπάους, την οποία καταγράφει με την ομάδα της για πέντε εβδομάδες ενώ βρίσκονται σε περιοδεία στη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, είτε για τις βιντεοεγκαταστάσεις της όπως το «D’EST, au bord de la fiction» για τη Γερμανία μετά την πτώση του τείχους, το «Maniac Shadows», το «Je tu il elle» (που σχετίζεται με την ομότιτλη ταινία της), το «My Mother Laughs Prelude», το «Voice in the Desert» (Documenta), είτε για τη δημιουργία του 2015 «Now» (Μπιενάλε Βενετίας), αναφερόμαστε σε μια μεγάλη καλλιτέχνιδα, σε ένα σύμβολο του κινηματογράφου που όχι μόνο καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι νεότεροι σκηνοθέτες και καλλιτέχνες την τέχνη τους, αλλά διαμόρφωσε και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε κινηματογράφο εμείς, οι θεατές. Η εκτεταμένη φιλμογραφία της περιλαμβάνει σχεδόν 50 ταινίες, από μικρού έως μεγάλου μήκους, καθώς και πολυάριθμες εγκαταστάσεις, κυρίως από τη δεκαετία του 1990, όταν βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της.
Αυτήν τη μεταμόρφωση της τέχνης του κινηματογράφου και τον ρόλο της Άκερμαν τα συνοψίζει με λίγα λόγια ο Nicola Mazzanti, διευθυντής της Βασιλικής Ταινιοθήκης του Βελγίου. «Η "Ζαν Ντιλμάν" είναι μια ταινία που δημιούργησε, εν μία νυκτί, έναν νέο τρόπο δημιουργίας ταινιών, έναν νέο τρόπο αφήγησης ιστοριών, έναν νέο τρόπο αφήγησης του χρόνου. Υπάρχουν καλοί κινηματογραφιστές, σπουδαίοι κινηματογραφιστές, κινηματογραφιστές που βρίσκονται μέσα στην ιστορία του κινηματογράφου. Και υπάρχουν λίγοι κινηματογραφιστές που αλλάζουν την ιστορία του κινηματογράφου». Η Άκερμαν ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Η «Le Monde», όταν κυκλοφόρησε η ταινία, την αποκάλεσε «το πρώτο αριστούργημα γένους θηλυκού στην ιστορία του κινηματογράφου» και η μελετήτρια Ivonne Margulies λέει ότι η ταινία είναι ένα κινηματογραφικό παράδειγμα για την ένωση του φεμινισμού και του αντι-ιλουζιονισμού.
Jeanne Dielman, 23 Quai de Commerce, 1080 Bruxelles Trailer
Η έκθεση για την Άκερμαν στις Βρυξέλλες παρακολουθεί την τροχιά της, από τη γενέτειρά της μέχρι τις ερήμους του Μεξικού, τα χρόνια και τα μέρη που έχει διασχίσει και κινηματογραφήσει, δοκιμάζοντας διαφορετικά μέσα, ταινίες, τηλεόραση, κείμενο και εγκαταστάσεις. Από το μπουρλέσκ στο τραγικό, από τα μιούζικαλ στα προσωπικά βάσανα και σε αυτά του κόσμου, από την κρεβατοκάμαρα στην έρημο, η βιο-φιλμογραφία της Άκερμαν στην Bozar ανιχνεύει το γενικό χρονοδιάγραμμα αυτών των πολλαπλών ταξιδιών. Τεκμηριώνει τους προβληματισμούς της για τον κινηματογράφο και προσεγγίζει τη διαδικασία που ακολουθεί, αποδεικνύοντας πως το ριζοσπαστικό και ποιητικό της έργο είναι επίκαιρο στην εποχή μας.
Η δουλειά της έχει ασκήσει και συνεχίζει να ασκεί ακαταμάχητη γοητεία και επίδραση και να δίνει έμπνευση σε ολόκληρες γενιές καλλιτεχνών που τη θεωρούν πρότυπο. Σε αυτήν αναφέρονται ο Τοντ Χέινς, ο Γκας βαν Σαντ, ο Λαρς Φον Τρίερ, η Κλερ Ντενί, ο Κριστόφ Ονορέ, η Σάρον Λόκχαρτ, ο Γουάνγκ Μπινγκ και ο Μίκαελ Χάνεκε, επισημαίνοντας την επιρροή της στη δουλειά τους. Η ταινία της «Ζαν Ντιλμάν» ανακηρύχθηκε η καλύτερη ταινία όλων των εποχών από το «Sight and Sound» (το περιοδικό του διάσημου Βρετανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου) το 2022. O J. Hoberman, πρώην κριτικός κινηματογράφου για το «TheVillage Voice», την παρομοίασε με τον Γκοντάρ και τον Φασμπίντερ, αποκαλώντας την «αναμφισβήτητα την πιο σημαντική Ευρωπαία σκηνοθέτιδα της γενιάς της».
Γεννημένη στις Βρυξέλλες το 1950, η Σαντάλ Άκερμαν ήταν από τους πρώτους σκηνοθέτες που χρησιμοποίησαν την πόλη –τον τόπο γέννησής της και ιστό του έργου της– ως τόπο κινηματογραφικό και όχι απλώς σαν ένα προσωρινό ή διακοσμητικό σκηνικό. Οι Βρυξέλλες είναι η πόλη των οικείων εσωτερικών χώρων και πρωταγωνίστρια σε αρκετές από τις ταινίες της. Το διαμέρισμα της Jeanne Dielman, ο σιδηροδρομικός σταθμός Brussels-South, τα ξενοδοχεία, τα καφέ, οι δρόμοι, ένα εμπορικό κέντρο (το Golden Fleece, το οποίο ανακατασκευάστηκε σε ένα στούντιο στο Παρίσι) είναι πανταχού παρόντα. Η Άκερμαν προίκισε τις Βρυξέλλες με κινηματογραφική μνήμη, και η πόλη των Βρυξελλών ονόμασε μια αλέα προς τιμήν της. Το κεντρικό τμήμα της Quai du Commerce ονομάζεται πλέον Allée Chantal Akerman.
Ήταν κόρη Εβραίων επιζώντων του Ολοκαυτώματος από την Πολωνία. Η μητέρα της, Ναταλία, επέζησε για χρόνια στο Άουσβιτς, όπου δολοφονήθηκαν οι γονείς της, και είχε πολύ στενή σχέση με την κόρη της, την οποία ενθάρρυνε να ακολουθήσει την καριέρα που ήθελε αντί να παντρευτεί σε νεαρή ηλικία.
«Η μητέρα σου, Natalia, πλανιόταν σαν φάντασμα πάνω από τις περισσότερες ταινίες σου, μια ιστορία που δεν λέγεται ποτέ αλλά είναι διαρκώς παρούσα. Η Natalia ή Nelly, πολωνικής καταγωγής Εβραία, ήταν η μόνη από ολόκληρη την οικογένεια που επέστρεψε από τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Εκείνη δεν θα μιλήσει ποτέ ανοιχτά γι' αυτά που έζησε, όμως από παιδί γνωρίζεις ότι γεννήθηκες μέσα στο τραύμα» γράφει ο Ίωνας Καλλιμάνης στη LiFO στο «Υστερόγραφο Chantal Akerman».
«Λόγω της ιστορίας μου, ή επειδή η μητέρα μου δεν μου είπε τίποτα για τα στρατόπεδα, αναμφίβολα όλη μου η δουλειά γεννήθηκε από αυτό [...]. Γεννήθηκε από ένα είδος τρύπας που έπρεπε να γεμίσω και που πήγα να ψάξω μέσα από ταινίες, λέξεις και ανθρώπους, και που μάλλον δεν θα μπορέσω ποτέ να γεμίσω, και αυτό είναι που θα με ωθεί να συνεχίσω να δουλεύω», έλεγε η Άκερμαν.
Σε ηλικία 15 ετών ανακαλύπτει τυχαία το «Pierrot le Fou» του Ζαν Λικ Γκοντάρ, που την ενέπνευσε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Μπήκε στη σχολή κινηματογράφου των Βρυξελλών (INSAS) το 1967, αλλά έφυγε αμέσως, απορρίπτοντας το άκαμπτο πλαίσιο της σχολής.
Στα 18 της γύρισε την πρώτη της μικρού μήκους ταινία με τίτλο «Saute ma ville». Σε σχετικά νεαρή ηλικία μετακομίζει στο Παρίσι και μετά στη Νέα Υόρκη, αλλά παραμένει συνδεδεμένη με τη γενέτειρά της. Για την απόφασή της να πάει στη Νέα Υόρκη έλεγε: «Ήταν απλώς μια επιθυμία, έτσι. Δεν ξέρω πια. Είχα την εντύπωση ότι συνέβαιναν πράγματα εκεί, αλλά δεν είχα ιδέα. Ήξερα λίγες λέξεις αγγλικά, πολύ λίγες, όταν έφτασα… αλλά δεν ένιωσα ποτέ ότι μιλούσα άσχημα, όπως εδώ, στη Γαλλία. Στη Νέα Υόρκη ένιωσα ανακουφισμένη από το βάρος του να μην ανήκω. Και την ίδια στιγμή, ένιωθα ότι δεν ανήκω. Αλλά αυτό ήταν μέρος της ευχαρίστησης. Εδώ, (στη Γαλλία) το να μην ανήκεις δεν σου δίνει ευχαρίστηση». (Artforum).
Στη Νέα Υόρκη θα ενταχθεί στον κόσμο του underground και του πειραματικού κινηματογράφου, και θα ανακαλύψει από πρώτο χέρι τις ταινίες του Μάικλ Σνόου, του Τζόνας Μέκας και του Άντι Γουόρχολ. Είναι η πόλη στην οποία γύρισε τις πρώτες της ταινίες: «The Room» (1972), «Hotel Monterey» (1972), «Hanging Out Yonkers» (1973) και «News from Home» (1976), ερωτικές επιστολές προς τη Νέα Υόρκη, με voice over από επιστολές μιας ανήσυχης μητέρας που απευθύνονται από τη γενέτειρα της σκηνοθέτιδας, ένα μπρος-πίσω μεταξύ αυτών των δύο σημείων που τα θεωρεί αγκυροβόλια. Κάνει μεγάλες λήψεις και χρησιμοποιεί στρουκτουραλιστικές τεχνικές που θα γίνονταν σήματα κατατεθέντα του στυλ της. Ήταν η πόλη της κινηματογραφικής της αφύπνισης.
Το 1974, μετά την επιστροφή της στην Ευρώπη, γύρισε την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, το «Je Tu Il Elle». Απεικονίζει τη γυναικεία σεξουαλικότητα, ένα θέμα που θα εμφανιστεί ξανά σε πολλές ταινίες της. Η φεμινίστρια και μελετήτρια του queer κινηματογράφου B. Ruby Rich πίστευε ότι το «Je Tu Il Elle» μπορεί να θεωρηθεί ως μια «κινηματογραφική Στήλη της Ροζέτας για τη γυναικεία σεξουαλικότητα». Η Άκερμαν δουλεύει με το φεμινιστικό σύνθημα ότι το προσωπικό είναι πολιτικό, περιπλέκοντάς το με τη διερεύνηση των αναπαραστατικών δεσμών μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου.
Στο Παρίσι, την πόλη όπου πέθανε, μεταξύ του 1993 και 1995 η Άκερμαν ήταν μια από τους πρώτους κινηματογραφιστές που έκανε το άλμα από τον κινηματογράφο στις αίθουσες εκθέσεων. Κόβει την ταινία της «From the East», για να δημιουργήσει την εγκατάσταση «From the East: Bordering on Fiction». Είναι ένα είδος απόδρασης, μακριά από τις αυστηρές συνθήκες της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η Άκερμαν βρήκε έναν ανοιχτό τρόπο και τόπο να παρουσιάσει το έργο της, δημιουργώντας ένα νέο ρεύμα φρέσκου αέρα στους μουσειακούς χώρους. Μεταξύ 1995 και 2015 πραγματοποίησε περίπου 20 εγκαταστάσεις βίντεο, οι οποίες γνώρισαν διεθνή επιτυχία.
Κι όμως, για την Άκερμαν η «απόλυτη τέχνη» παρέμεινε η γραφή. Εκτός από τα σενάρια, έγραψε δύο θεατρικά έργα, το «Hall de nuit» («Νυχτερινή αίθουσα») (1992) και τον μονόλογο «Moving In» (1994). Το 1998 δημοσίευσε το πρώτο της βιβλίο, «Une famille à Bruxelles» (Μια οικογένεια στις Βρυξέλλες), που κινείται στα όρια του non-fiction.
Το σημείωμα των επιμελητών της έκθεσης γράφει ότι «Η Άκερμαν είναι αδιαπραγμάτευτη: ή την παίρνεις ή την αφήνεις. Το έργο της ήταν ο αέρας που ανέπνεε. Δεν μπορούσε να το προσποιηθεί. Χρειαζόταν μια κινηματογραφική οικογένεια για να τη στηρίξει, να τη συνοδεύσει. Το να της αφιερώσουμε μια έκθεση και μια έκδοση, λοιπόν, είναι μια προσπάθεια. Η εξερεύνηση του έργου της απαιτεί από εμάς να ερευνήσουμε τον εσωτερικό μας εαυτό, γιατί η εμπειρία αυτή ανακαλεί και προσωπικές μνήμες στον καθένα μας».
Το ταξίδι στο έργο της Άκερμαν δεν αφορά μια συγκεκριμένη ηλικία, αφορά περισσότερο ένα νέο κοινό, θεατές πολύ μικρότερους από όσο θα ήταν αν ζούσε, γιατί το έργο της το έθρεψε ένα ζωντανό υλικό μιας πολύ έντονης προσωπικότητας. Είναι ο λόγος που δεν μπορεί να γεράσει ή να ξεπεραστεί. Είναι ένα ταξίδι στον τεράστιο πλούτο, σε ένα όραμα που εξελίσσεται διαρκώς με οικειότητα, κοιτάζοντας κατά μέτωπο τον θεατή. Αξιοποίησε και διαφοροποίησε τις πρακτικές της, υφαίνοντας ένα πλουραλιστικό σύνολο έργων, με την ιστορία και το τραύμα των γενεών ως υποκείμενα θέματα.
Για αρκετές δεκαετίες, η Άκερμαν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της προσοχής: τη μελετούν, την αναφέρουν, την αγκαλιάζουν κινηματογραφιστές και σινεφίλ, το πλούσιο και ποικίλο έργο της συνεχίζει να αντηχεί. Το όνομά της είναι στα χείλη όλων και η μνήμη της αναβιώνει συνεχώς.
Η Άκερμαν, που άφησε το στίγμα της στην ιστορία του κινηματογράφου, μιλάει το 2024 σε ένα πολύ μεγάλο κοινό τόσο μέσα από τις οραματικές της ταινίες όσο και με τους προβληματισμούς της για την ταυτότητα, το ανήκειν, τη μνήμη, την εξορία, την κληρονομιά, τον φεμινισμό και τη θρησκεία. Ακούραστη καλλιτέχνιδα, χάραξε τη δική της πορεία, σπάζοντας τα αφηγηματικά και γεωγραφικά όρια για να περιηγηθεί μεταξύ των ειδών, και καταπιάστηκε με τη μυθοπλασία, το ντοκιμαντέρ, τη μουσική κωμωδία και τη λογοτεχνική προσαρμογή.
Το 2017 δημιουργήθηκε από την αδελφή της το Ίδρυμα Chantal Akerman που κατάφερε να συγκεντρώσει τη συντριπτική πλειονότητα των ταινιών της σε όλες τις υπάρχουσες μορφές κάτω από την ίδια στέγη. Οι ταινίες της, που είναι περιζήτητες παγκοσμίως, αναπαλαιώθηκαν σε φιλμ από τη Cinemateκ και η φιλμογραφία της είναι πιο προσιτή από ποτέ.
A Conversation With CHANTAL AKERMAN // Venice 2011
Με στοιχεία από Bozar, Fondation Chantal Akerman, CINEMATEK