Το βιβλίο της Ρένας Λούνα Οι Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ είναι ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο. Ένα μυθιστόρημα 360 σελίδων, μάλλον ασυνήθιστο για την ελληνική παραγωγή, με λογοτεχνία καλοδουλεμένη και δομημένη περίτεχνα, της σχολής του Περέκ και του Προυστ, που δεν στέκεται στην απλή παράθεση γεγονότων και δράσεων. Αυτό που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει είναι η εμμονή της συγγραφέως στις υλικές λεπτομέρειες, στις σχολαστικές περιγραφές για κάθε ύφασμα, κάθε κρασί, κάθε γλυκό, κάθε έπιπλο και κάθε σημείο των γαλλικών πόλεων όπου εκτυλίσσεται η πλοκή, αλλά και όλη η παλέτα συναισθημάτων των πρωταγωνιστών, από την οργή και τη θλίψη μέχρι τη χαρά και λύτρωση. Η γλώσσα του και ο τρόπος που είναι γραμμένο είναι ιδιαίτερα, με τον βασικό αφηγητή να αποκαλύπτει μια ερωτική ιστορία, τον μεγάλο έρωτα δύο ανθρώπων είκοσι έξι χρόνια μετά το υποτιθέμενο τέλος του, μέσα από τις ημερολογιακές καταγραφές της Λουντμίλας για τον πρώην άντρα της, τον Λουντμίλο, καθώς και την άρνηση του τελευταίου να αποδεχτεί τον θάνατό της. Η γαλλική πραγματικότητα γίνεται ο καμβάς για να αποκαλυφθεί ένα από τα πιο δυνατά λογοτεχνικά ξεκινήματα των τελευταίων χρόνων, ένα έργο που είναι αποτέλεσμα μεγάλης έρευνας, με πλήθος πραγματολογικών στοιχείων και «easter eggs» που το κάνουν συναρπαστικό.
— Τι διαβάζεις αυτήν τη στιγμή;
Την Τελευταία πνοή του Μπουνιουέλ, που μου έκαναν δώρο, και διαβάζω και τα Γράμματα στη Μίλενα του Κάφκα. Διαβάζω πολλά ταυτόχρονα, αλλά αυτά τα δύο έχω στο μυαλό περισσότερο.
— Διαβάζεις πολύ, γενικά;
Διαβάζω πολύ.
— Μόνο λογοτεχνία ή και non fiction;
Και τα δύο.
— Είναι εμφανές αυτό, ότι διαβάζεις και άλλου τύπου βιβλία από τις λεπτομερείς περιγραφές, στις Αλεπούδες, όπου είναι ξεκάθαρο ότι έχεις κάνει μεγάλη έρευνα. Έχεις ψάξει πολύ;
Πράγματι, έκανα έρευνα πριν αλλά και παράλληλα με το γράψιμο.
Ήθελα να δημιουργήσω τη συνθήκη μιας πραγματικής, ζωντανής γυναίκας, η οποία, εντός της πατριαρχικής κοινωνίας, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι παραπάνω από αυτό που έγινε. Ήθελα να δείξω πόσο πληγώθηκε από τον χωρισμό, από μια σχέση που είχε εξιδανικεύσει και ρομαντικοποιήσει, και τα πράγματα θα μπορούσαν, αν ήταν άντρας, να πάνε κάπως καλύτερα για εκείνη.
— Πες μου μερικά πράγματα για σένα. Τι άλλο κάνεις εκτός απ’ το να γράφεις;
Δουλεύω αρκετές ώρες. Κυρίως όμως η λογοτεχνία είναι τα πάντα μου, δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος για μένα χωρίς λογοτεχνία. Ακόμα, γράφω και συζητάω για τα βιβλία που έχω διαβάσει. Μου αρέσει πολύ και το σινεμά, και η φωτογραφία, αλλά ελεύθερος χρόνος ίσον λογοτεχνία.
— Η δουλειά σου είναι σχετική;
Όχι, καμία σχέση.
— Αθηναία βέρα;
Ναι, τελείως Αθηναία, και αγαπώ την Αθήνα.
— Το Ρένα Λούνα είναι αληθινό ή ψευδώνυμο;
Είναι ψευδώνυμο, το έχω από τα δεκαοχτώ μου, οπότε μου κόλλησε, κι έχω αποφασίσει να το κρατήσω.
— Και με τι διαβάσματα μεγάλωσες;
Κυρίως με Ρώσους και Γάλλους, που εξακολουθούν να είναι οι αγαπημένοι μου. Είναι τεράστιοι και πάρα πολλοί.
— Με τον Προυστ τι σχέση έχεις;
Καλή. Δεν έχω διαβάσει όλους τους τόμους του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, απλώς μου αρέσει πραγματικά πολύ ο Προυστ. Μου αρέσει η ιδέα της μνήμης και της αναζήτησης του χρόνου, νομίζω ότι η λογοτεχνία πολύ συχνά το εξερευνά αυτό, και με απασχολεί.
— Υπάρχει κάποιο βιβλίο που μπορείς να πεις ότι όταν το διάβασες σού άλλαξε η ζωή ή ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα;
Πολλά. Το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, η Λολίτα του Ναμπόκοφ, το Ανδαλουσιάνικο σάλι της Έλσα Μοράντε, το Ανάστροφα του Ισμάν και οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε του Ρίλκε. Είναι βιβλία που έχω επισκεφθεί αρκετές φορές.
— Από ελληνικά;
Το Δον Υπαστυνόμος του Δημήτρη Καρακίτσου, γιατί, διαβάζοντάς το, κατάλαβα ότι μπορείς να είσαι από την Ελλάδα και να μη γράφεις για Ελλάδα. Διάβασα πρόσφατα και την Τελευταία προειδοποίηση του Παναγιώτη Κεχαγιά και είναι κι αυτό ένα ακόμα παράδειγμα ελληνικής λογοτεχνίας εκτός της Ελλάδας, όπως έχουμε συνηθίσει να τη διαβάζουμε. Επίσης, μου άρεσε πολύ το Μαύρο νερό του Μιχάλη Μακρόπουλου.
— Και οι Αλεπούδες είναι το ίδιο ακριβώς, ένα βιβλίο που δεν έχει καμία σχέση με Ελλάδα, ενώ είναι γραμμένο στην Αθήνα, από μια Ελληνίδα. Θα μου πεις μερικούς συγγραφείς που θεωρείς μεγάλους;
Εμίλ Ζολά, Βικτόρ Ουγκό, Γκι ντε Μοπασάν, Έλσα Τριολέ, Μπαλζάκ, Σαγκάν, Φλομπέρ…
— Όλοι Γάλλοι...
Ναι, όλοι Γάλλοι, μετά όλοι οι Ρώσοι. Και ο Φάλαντα είναι πολύ αγαπημένος, η Σύλβια Πλαθ, ο Στέφαν Τσβάιχ...
— Από πότε γράφεις;
Από πάντα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
— Έγραφες ιστορίες;
Γράφω και ποιήματα.
— Ημερολόγιο;
Ναι. Είναι μια συνήθεια που με βοηθάει τόσο ψυχολογικά όσο και λογοτεχνικά. Μπορείς να διασώσεις μια περίοδο του εαυτού σου και να την επισκεφθείς όταν θελήσεις.
— Κι αυτό φαίνεται στο βιβλίο σου, ότι έχεις εμπειρία από ημερολόγιο. Γράφεις εύκολα ή δύσκολα;
Δεν μπορώ να μη γράψω. Υπάρχουν και πολλές δύσκολες στιγμές, ειδικά όταν βλέπεις το κείμενο μπροστά σου ως κάτι που θα διαβαστεί και από άλλους.
— Και πώς γράφεις;
Πλέον γράφω αποκλειστικά στο λάπτοπ. Γιατί με τα χειρόγραφα έχω δυσκολευτεί πάρα πολύ, χάνω τα τετράδια. Είναι ρομαντικό, είναι όμορφο το χειρόγραφο, αλλά εάν σκοπεύεις να επεξεργαστείς το κείμενο, δυσκολεύει η κατάσταση χωρίς την τεχνολογία.
— Πόσες φορές τις έγραψες τις Αλεπούδες;
Άπειρες. Συνέχεια υπήρχαν πάρα πολλές διορθώσεις, και για μένα η έρευνα ήταν ένα κομμάτι που δεν είχε αποκλειστικά γραμμική πορεία. Σκέψου πως κάποια στιγμή, στα πρώτα κεφάλαια, άλλαξα τελείως τη χρονολογία και έπρεπε να γίνουν όλα από την αρχή.
— Πόσο καιρό σού πήρε να το γράψεις;
Τρία χρόνια υπήρχε ως αρχείο στον υπολογιστή μου, έγραφα κάθε μέρα. Και βρήκε το σπίτι του τελικά στον Μωβ Σκίουρο. Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό, γιατί όταν το έστειλα ήταν ένα τέρας από άποψη μεγέθους· ήταν 620 σελίδες με έναν πολύ περίτεχνο και τεράστιο τίτλο, προφανώς θα ήταν μεγάλο εκδοτικό άγχος. Χρειάζεται ως εκδότης να έχεις λίγη πίστη – εμένα δεν με ήξεραν καθόλου τα παιδιά, παρ’ όλα αυτά τους άρεσε το βιβλίο και του «έδωσαν σπίτι».
— Είναι αποτρεπτικό κάπως σήμερα το πολυσέλιδο βιβλίο.
Πόσο μάλλον από ένα όνομα που δεν είναι γνωστό.
— Πώς ξεκίνησε ως ιδέα;
Ήθελα να συνδυάσω το ότι, παρά τις διαφορετικές χρονολογίες και χώρες, κάποια βιώματα είναι ίδια, ας πούμε η θέση της γυναίκας, που προφανώς σήμερα είναι καλύτερα τα πράγματα, αλλά και πάλι... Η πρωταγωνίστριά μου είναι μια χωρισμένη γυναίκα που η κοινωνία δεν της επιτρέπει να συνεχίσει ομαλά τη ζωή της. Στο τέλος της ημέρας, πρόκειται για έναν χωρισμό.
— Μου είπες ότι άλλαξες τη χρονολογία, ενώ είχες ξεκινήσει να το γράφεις. Γιατί το έβαλες να διαδραματίζεται στα ’50s;
Μου προκαλεί πολύ μεγάλη σαγήνη η εγκιβωτισμένη αφήγηση, όταν βάζεις έναν πρωταγωνιστή να γίνει αφηγητής μιας άλλης εποχής, γιατί μπορείς να χωρέσεις δύο διαφορετικούς χρόνους, δεν χρειάζεται να διαλέξεις ποιον προτιμάς – οπότε μπόρεσα να μεταφέρω την υπόθεση στο παρελθόν δύο φορές. Μια που σου αρέσει η διακειμενικότητα, να πω ότι ο Γκι ντε Μοπασάν είχε γράψει μια νουβέλα, την Κληρονομιά, που μου άρεσε πάρα πολύ. Την πρωτοδιάβασα κάποια στιγμή στο λύκειο, ήταν σε ένα βιβλίο ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και μου είχε φανεί τρομερά ενδιαφέρον το ότι ο πρωταγωνιστής θα μπορούσε να μη βρίσκεται στο δωμάτιο, αλλά θα μπορούσαν όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι στη ζωή του. Είναι σκανδαλώδες, συγκινητικό, τρυφερό, άγριο και πολύ ενδιαφέρον για μένα.
— Από την αρχή σκέφτηκες να διαδραματίζεται στη Γαλλία και όχι στην Ελλάδα;
Τη Γαλλία τη βλέπω πολύ ρομαντικά χάρη στα διαβάσματά μου, οπότε έπρεπε να γίνει πολύ συγκεκριμένη δουλειά, για να συνδυάσω κάπως το ρομαντικό με το πραγματικό. Δεν ήθελα το Παρίσι, γιατί έχει πολύ γρήγορους ρυθμούς και θα ήταν σαν να τοποθετώ την πλοκή σε μια άλλη γρήγορη πόλη, απλώς όχι στην Αθήνα. Ήθελα τη Νορμανδία, που τη γνώρισα μέσα από λογοτέχνες και σκηνοθέτες. Η Νορμανδία είναι και πολύ γνωστή για το φαγητό της, και ήθελα να είναι λίγο νόστιμο το βιβλίο – τα κεφάλαια έχουν τίτλους φαγητών. Η Ρουέν μου έδωσε τον χώρο όπου θα μπορούσα να φέρω μια κοινωνία, μια λογοτεχνική κοινωνική ζωή, και την Ετρετά την επέλεξα ως καταφύγιο, ως έναν χώρο απομόνωσης του πρωταγωνιστή, όπου πρακτικά το τηλεφώνημα αυτό τον διαταράσσει και τον βγάζει έξω από κει. Το τοπίο αυτό της Ετρετά με εντυπωσιάζει πάρα πολύ, το έχω γνωρίσει μέσα από τους ιμπρεσιονιστές...
— Έχεις ζήσει εκεί;
Όχι. Αφού έγραψα το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου και ενώ κάποια στιγμή κόντευα να το τελειώσω, είχα μέσα μου πολύ έντονα την αίσθηση ότι θέλω να το δω. Είδα πολλές ταινίες, πολλά βίντεο, διάβασα πολλά βιβλία, αλλά ήθελα να πάω σε μια παραλία να πιάσω τα βότσαλα, να σιγουρευτώ ότι είναι αληθινά. Οπότε πήγα για μία εβδομάδα και ακολούθησα τα βήματα του πρωταγωνιστή – τα βότσαλα, όντως, είναι εκεί.
— Πόση έρευνα έκανες πριν ξεκινήσεις το βιβλίο; Όλη αυτή η λεπτομέρεια που έχει το βιβλίο, τα γλυκά, τα κρασιά, τα υφάσματα, τα έπιπλα, τα λουλούδια, είναι κάτι που στην ελληνική λογοτεχνία δεν συνηθίζεται.
Μου αρέσει πάρα πολύ το κίνημα της ντεκαντάνς, μου αρέσει πάρα πολύ όλη αυτή η λεπτομέρεια, να μπαίνεις μέσα στα υφάσματα. Νομίζω ότι δεν μπορείς να κάνεις μια ιστορία να πάρει σάρκα και οστά αν δεν δώσεις περιγραφή λεπτομερειών. Αν μου ζητήσει κάποιος να θυμηθώ αυτήν τη μέρα, θα θυμηθώ τι φορούσες, τι φάγαμε, τι είπαμε, κάπως πρέπει να το κρατήσει το μυαλό μου. Τώρα, όσον αφορά το κομμάτι της έρευνας, νομίζω ότι το ένα φέρνει το άλλο, κάπως κρατιέσαι απ’ το ένα, κάπως κρατιέσαι απ’ το άλλο. Ας πούμε, στο γραφείο του συμβολαιογράφου ήθελα πάρα πολύ να δώσω κάτι λίγο πιο ακριβό, κάτι λίγο πιο παλιακό. Εφόσον είχα γυρίσει από τη Γαλλία και δεν μπορούσα να βρω κάτι εκεί, πήγα στο Μουσείο Γουλανδρή, στη μόνιμη έκθεσή του, και τη μελέτησα. Προσπαθούσα να δω τι από αυτά θα μπορούσα να ταιριάξω και, αν ο χαρακτήρας μου ήταν αληθινός, τι θα επέλεγε για τον χώρο του.
— Δεν ήταν ρίσκο ο γαλλικός τίτλος; Στους ανθρώπους που διαβάζουν ελληνική λογοτεχνία ίσως λειτουργήσει αποτρεπτικά.
Ο αρχικός τίτλος ήταν Οι τελευταίες δυστυχείς ημέρες του κυρίου Λουντμίλου στη Ρουέν. Η ελληνική λογοτεχνία δεν θα τον σήκωνε. Ίσως, βέβαια, και να μην ξέρει κανείς τι σηκώνει και τι όχι η ελληνική λογοτεχνία, αλλάζουν τα πράγματα. Μου φαίνεται δύσκολο να σχολιάσουμε την ελληνική λογοτεχνία σαν να είμαι κάτι εκτός αυτής· τώρα που είμαι κι εγώ εντός της με προβληματίζει. Θέλω να διαβάσω παραπάνω Έλληνες και Ελληνίδες, τώρα αυτό κάνω, διαβάζω λίγο πιο εντατικά.
— Και πώς σου φαίνεται; Νομίζω ότι είναι λίγα τα βιβλία που έχουν περιγραφές εποχής και περιβάλλοντος, του χώρου, υπάρχει πιο πολύ διήγημα που περιγράφει κυρίως γεγονότα, στιγμές. Νομίζω ότι είναι ένας τρόπος που σε μαθαίνει το σχολείο αυτός, τα social επίσης, που δεν είναι φιλικά στη μεγάλη φόρμα. Το σχολείο δεν σε ενθαρρύνει να γράψεις λογοτεχνία, σου λένε απλά «γράψε».
Νομίζω ότι όταν λέμε ότι τα βιβλία μάς αλλάζουν δεν είναι τόσο μεταφορικό, είναι κυριολεκτικό. Άμα δεν είχα διαβάσει Περέκ, δεν ξέρω ποια θα ήμουν, αλλά δεν θα είχα γράψει αυτό το βιβλίο, τον θαυμάζω πάρα πολύ. Ποτέ δεν θα τοποθετούσα τον εαυτό μου κοντά σε κανένα από τα ονόματα που ανέφερα, απλώς εννοώ ότι χωρίς αυτές τις περιγραφές, π.χ. εάν δεν είχα διαβάσει τρεις σελίδες αφιερωμένες σε ένα κομοδίνο, δεν θα έφτανα να γράψω μια παράγραφο για κάποιο άλλο αντικείμενο ή ύφασμα.
— Στα βιβλία σου σημειώνεις;
Τα βανδαλίζω. Ναι, σημειώνω πάρα πολύ, τσακίζω σελίδες, και μετά από λίγο καιρό γίνονται σαν χάρτης, όπου ξέρεις ακριβώς πού είναι τι.
— Μίλησέ μου για τη Λουντμίλα. Είναι μια γυναίκα που έχει πολλή οργή μέσα της.
Ήθελα να δημιουργήσω τη συνθήκη μιας πραγματικής, ζωντανής γυναίκας, η οποία, εντός της πατριαρχικής κοινωνίας, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι παραπάνω από αυτό που έγινε. Ήθελα να δείξω πόσο πληγώθηκε από τον χωρισμό, από μια σχέση που είχε εξιδανικεύσει και ρομαντικοποιήσει, και τα πράγματα θα μπορούσαν, αν ήταν άντρας, να πάνε κάπως καλύτερα για εκείνη. Αλλά επειδή ήταν γυναίκα, ήταν παγιδευμένη σε έναν κύκλο, στον οποίο αποφάσισα να ρίξω και τον πρωταγωνιστή μου. Ήθελα λίγο να τον τιμωρήσω, ώστε να μην καταφέρει ούτε εκείνος να ξεφύγει. Η Λουντμίλα έκανε τις προσπάθειές της να ευτυχήσει με κάποιον άλλο, στα ημερολόγιά της εμφανίζονται αρκετοί άντρες οι οποίοι την απογοητεύουν με διαφορετικούς τρόπους, και από κάποιο σημείο και μετά αρρωσταίνει πολύ, πραγματικά. Υποφέρει από διατροφικές διαταραχές, αλκοολισμό, ψυχικές ασθένειες... Αν οι συνθήκες ήταν καλύτερες για εκείνη, νομίζω θα είχε γίνει καλά.
— Κι ο Λουντμίλος, που έχει αποσυρθεί και ζει μια ήσυχη ζωή μέχρι που μαθαίνει για την αυτοκτονία της πρώην συζύγου του; Είναι κάπως τιμωρία αυτό.
Για τον Λουντμίλο δεν υπάρχουν πάρα πολλές πληροφορίες, δηλαδή είναι ο πρωταγωνιστής, παρ’ όλα αυτά δεν ακούγεται, κι αυτός ήταν ο σκοπός μου. Ήθελα να εξηγήσω ότι η πατριαρχία σκότωσε τη γυναικεία φωνή, η οποία έχει επιζήσει μέσα από τις ημερολογιακές καταγραφές. Ήθελα να γίνει μια διχοτόμηση, δηλαδή ο Λουντμίλος να είναι το σώμα και το σήμερα και η Λουντίλα η μνήμη, το πνεύμα και η φωνή απ’ το παρελθόν. Δηλαδή μπορεί ο Λουντμίλος να παθαίνει χίλια δυο πράγματα, αλλά πρακτικά δεν ακούμε πόσο πολύ υποφέρει, απλώς το διαβάζουμε.
— Γιατί δεν ήθελες να είναι στην Ελλάδα το σκηνικό;
Είμαι πολύ ονειροπόλα, περνάω πολύ χρόνο κάνοντας daydreaming, το κλασικό escapism, θέλω να νιώθω ότι φεύγω τελείως. Δεν νομίζω πως κάποιος ονειρεύεται απαραίτητα τη γειτονιά του, τη διαδρομή που κάνει από το σπίτι προς τη δουλειά του. Εγώ ονειρεύομαι κάποιον άλλον τόπο που θέλω να επισκεφτώ, θέλω να δω, και η έρευνα με βάζει λίγο μέσα στη διαδικασία να τον ανακαλύψω. Βέβαια, δεν θα είχα πάει ποτέ στη Ρουέν, αν δεν είχα δοκιμάσει να γράψω γι’ αυτήν. Αν το βιβλίο ήταν στα Τρίκαλα ή στη Θεσσαλονίκη, θα πήγαινα κι εκεί, αν δεν είχα πάει ξαναπάει.
— Πες μου για τη γλώσσα του βιβλίου.
Ήθελα να είναι λίγο παλιακή, δεν ξέρω αν το έχω καταφέρει παντού. Έχω βάλει και μερικά easter eggs που ενώνουν την Ελλάδα με τη Γαλλία. Υπάρχουν κάποιες παροιμίες οι οποίες προφανώς και είναι ελληνικές και τις έχω συμπεριλάβει, σαν ένα αστείο, γιατί νομίζω ότι είναι σημαντικό και να περνάς καλά και να αντιμετωπίζεις τη λογοτεχνία ως παραμύθι και διασκέδαση. Έτσι ξεκινάει, όταν είμαστε μικροί μάς διαβάζουν παραμύθια και κάποια στιγμή προκύπτει η λογοτεχνία, δεν ξεκινάς να διαβάζεις δοκίμια στο παιδί. Πρέπει να περάσεις καλά.
— «Οι άντρες βρίσκουν ερωμένες, οι γυναίκες βρίσκουν βιαστές, όπως εύκολα οι λαγοί βρίσκουν αετό να τους γραπώσει…»
Το πιστεύω αυτό. Εφόσον έγραφα γι’ αυτό, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να πω τα πράγματα όπως έχουν, αλλά να είναι λογοτεχνικά σχεδιασμένο, έτσι προκύπτει η μεταφορά με τον λαγό και τον αετό. Οι γυναίκες πράγματι μπορούν να βρουν πιο εύκολα από τους άντρες παρέα, αλλά δεν σημαίνει πως είναι ασφαλείς.
— Μέχρι και τη δεκαετία του 2010 υπήρχε γυναικεία και ανδρική λογοτεχνία, εννοώ ότι υπήρχαν βιβλία που απευθύνονταν ειδικά σε γυναίκες. Αυτό έχει περιοριστεί σήμερα ή είναι η ιδέα μου;
Είμαστε σε καλύτερη κατάσταση, νομίζω. Εγώ πίστευα ότι το βιβλίο θα έβρισκε κυρίως γυναικείο κοινό, αλλά το διάβασαν και αρκετοί άντρες, και άρεσε σε κάποιους, απ’ ό,τι ακούω. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα.
— Πιστεύεις ότι το βιβλίο απευθύνεται πιο πολύ σε γυναίκες;
Ναι. Δεν πιστεύω στους ιδανικούς αναγνώστες, πιστεύω ότι κάποια στιγμή κάτι πέφτει στα χέρια σου και κάτι γίνεται μέσα σου. Το πιστεύω ότι αφορά πιο πολύ τις γυναίκες, γιατί έχει γυναικεία βιώματα, τα οποία ένας άντρας ίσως ακυρώσει, είτε θα θελήσει να αρνηθεί, να τα κρίνει υπερβολικά.
— Δεν χρειάζεται και να τα ενστερνιστείς...
Σίγουρα, απλώς είναι πιο γνώριμο έδαφος σε μια γυναίκα. Μια αναγνώστρια θα σχετιστεί πιο εύκολα με τη συχνή κατάσταση του να γυρνάει μια γυναίκα το βράδυ σπίτι της με τα κλειδιά στο χέρι ως όπλο.
— Ένα από τα στοιχεία του βιβλίου που το κάνουν ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το χιούμορ.
Είναι μεγάλο όπλο το χιούμορ, τεράστιο, ίσως το μεγαλύτερο. Δεν ξέρω αν έχει όντως, όμως το ελπίζω.
— Πιστεύω ότι πάσχει εκεί η ελληνική λογοτεχνία, στην έλλειψη χιούμορ και στις περιγραφές. Κανείς δεν θέλει ένα μεγάλο βιβλίο.
Δεν είμαι σίγουρη πού πάσχει, νομίζω ότι δεν είναι ένα μόνο ζήτημα. Και το τι γράφουμε, τι εκδίδεται και τι έχει ζήτηση πάνε πακέτο, αν κανείς δεν θέλει ένα μεγάλο βιβλίο με περιγραφές, τότε κι ο άλλος κάποια στιγμή θα αποθαρρυνθεί και δεν θα το γράψει, γιατί κάποια στιγμή γίνεσαι και εχθρός του βιβλίου σου, νιώθεις ότι θα σε σκοτώσει, ότι βγαίνει ένα χέρι από την οθόνη του λάπτοπ και σε πιάνει στην καρωτίδα – συμβαίνει αυτό.
— Τα γλυκά και τα κρασιά που αναφέρεις τα έχεις δοκιμάσει;
Όχι όλα, αλλά έχω προσπαθήσει. Kαι θα συνεχίσω να προσπαθώ.
— Αισθάνεσαι ότι ανήκεις σε κάποια συγκεκριμένη γενιά λογοτεχνικά;
Νομίζω ότι τουλάχιστον ο φεμινισμός έχει κάνει ένα βήμα πολύ δυνατό αυτόν τον καιρό, και αυτό με έχει ενθαρρύνει στο να γράψω. Είμαι φανατική αναγνώστρια της womanlandia και τα μέλη της ομάδας εκεί με κάνουν να νιώθω ότι αν γράψεις για φεμινισμό δεν θα χαθεί το βιβλίο σου, πως θα υπάρχει αναγνωστικό κοινό που θα το αφορά η δουλειά σου. Ο φεμινισμός είναι η σύνδεση που έχω κάνει. Καθαρά λογοτεχνικά δεν είμαι σίγουρη εάν και πού μπορώ να ανήκω, αλλά ελπίζω πραγματικά να το ανακαλύψω.
— Περνάς καλά όταν γράφεις;
Τις περισσότερες φορές ναι, γιατί είναι μια ανάγκη. Πλέον μπορώ να γράψω σε κάθε συνθήκη, έχω εκπαιδευτεί σε αυτό, και η ρουτίνα μου έχει να κάνει με το ότι όταν έχω τον ελεύθερο χρόνο θα πάρω το λάπτοπ και θα πάω σε ένα απ’ όλα τα καφέ της Αθήνας –έχω κάποια συγκεκριμένα που πηγαίνω– και θα μείνω εκεί με τις ώρες. Αν είναι Κυριακή, στο Αερόστατο, στο Παγκράτι, μπορώ να μείνω από το πρωί μέχρι το βράδυ, να φάω εκεί, να πιω... Πλέον μπορώ να γράψω και με φασαρία. Μου έχει τύχει πολλές φορές να ξεμείνω και να γράψω και σε μπαρ αργά.
— Τι κάνει τον θάνατο γοητευτικό;
Νομίζω ότι το θέμα του θανάτου, της αγωνίας της ύπαρξης, με βασανίζει από πάντα, είναι λίγο σκοτεινό. Συνήθως τους απομακρύνει τους ανθρώπους, αλλά για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό να ξέρω ότι μπορώ να το συζητήσω ελεύθερα. Άμα είναι να είναι ταμπού και να τους δυσκολεύει όλους, τότε νιώθω ακόμα πιο μόνη μου σχετικά με αυτό. Έτσι κι αλλιώς, όλους μας συνδέει ο θάνατος, αν δεν μπορούμε να το συζητήσουμε και λίγο, τι θα γίνει; Νιώθω ότι είναι το πιο σημαντικό, ότι αυτό είναι που μας κάνει να γράφουμε, να διαβάζουμε, να κάνουμε οτιδήποτε δημιουργικό. Όταν γράφεις και μιλάς γι’ αυτό δεν είναι ότι το ξορκίζεις τελείως, αλλά έρχεσαι σε μια συμφωνία με αυτό, κάπως. Άμα κοιτάξεις λίγο πιο κοντά, έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα έργα αυτό αφορούν. Για παράδειγμα, η Τυφλή κουκουβάγια του Σαντέκ Χενταγιάτ είναι ένα πολύ σκοτεινό βιβλίο που δεν νομίζω να ξεχάσω ποτέ. Η λογοτεχνία δεν οφείλει να είναι αισιόδοξη και φωτεινή.
— Πες μου και για το τέλος του βιβλίου, χωρίς να κάνουμε σπόιλερ. Πόσο έχεις επηρεαστεί από τον Τριφό;
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου είχε ως στόχο να θυμίζει τον ρεαλισμό του Φλομπέρ, τα τοπία και όλες τις σχετικές λεπτομέρειες, με στόχο να αποθαρρύνει όποιον αναγνώστη δεν ψάχνει καθόλου κάτι τέτοιο. Το τελευταίο κεφάλαιο ήθελα να είναι κινηματογραφικό, να θυμίζουν οι εικόνες περισσότερο σινεμά παρά λογοτεχνία. Κάποια στιγμή, όταν ελευθερώθηκα από τη σκέψη τού «πώς πρέπει να τελειώσει», ήρθα στο «πώς θα ήθελα να νιώσει ο αναγνώστης». Αυτή ήταν μια τεράστια φιλοδοξία, το να νιώσει όπως ένιωσα όταν είδα τα 400 χτυπήματα.
— Γράφεις νέο βιβλίο;
Ναι! Αυτές τις μέρες είμαι λίγο διασκορπισμένη ανάμεσα σε δυο-τρία πράγματα, αλλά ξέρω πως κάποιο θα με κερδίσει παραπάνω από το άλλο και θα συγκεντρωθώ σε αυτό.
Το μυθιστόρημα «Οι αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» της Ρένας Λούνα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.