Ο στρατηγός είναι νεκρός, στρατηγέ μου!
Θα πεθάνεις· θα πεθάνεις· αχ πέθανες!
HTAN ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ. Υπέργηρος· άνω των 90. Έμενε στο μπαλκόνι αυτό, ακριβώς απέναντί μου. Κάπου έχω μια χάρτινη φωτογραφία του, κάτσε ψάχνε. Έμενα τότε μόνος και την πάλευα όπως όπως. Με μια γάτα. Που νόμιζα ότι είναι γάτος και την φώναζα Διονυσάκη (το όνομα του αδελφού μου― απορώ ειλικρινά, πώς και δεν είχα ψάξει να δώ τι έχει κάτω απ΄την ουρά του;! ). Μιλάμε 32 χρόνια πριν.
Τέλος πάντων, ήμουν μόνος. Και το μπαλκόνι μου ήταν γυμνό, μόνο ένα κλήμα σε μια γλάστρα ασθενικό (που έκανε όμως μέχρι και σταφύλια, ξανθά, όχι στυφά (περίεργο κι αυτό τώρα που το σκέφτομαι). Ουσιαστικά λοιπόν ζούσα παράλληλα με τον στρατηγό, που έμπαινε πολιορκητικός στους λειμώνες της άνοιας. Κάπως χαμένοι αμφότεροι.
Τα απογεύματα τα πέρναγε στο μπαλκόνι. Δεν μίλαγε. Έκανε όμως τρία πράγματα. Έσκυβε συχνά και τελετουργικά έφτυνε στο δρόμο. Καθάριζε το λαιμό του με κάτι βρυχηθμούς σα να βγαίνει η ψυχή του. Ή έβγαζε κραυγές, σαν στρατιωτικά παραγγέλματα, που ήθελαν να είναι βροντώδη αλλά κατέληγαν σε γόους. Διαταγές του γερόντιου στο κενό. Μια γυναίκα, γριά κι αυτή πολύ, που δεν κατάλαβα ποτέ αν ήταν γυναίκα του ή νοσηλέυτρια, καθόταν πάντα σε μια καρέκλα δίπλα του. Δεν του έδινε σημασία. Επίσης αμίλητη.
Με ενοχλούσε ο στρατηγός. Γιατί δεν μπορούσα να βγαίνω γυμνός στο μπαλκόνι κι ένοιωθα συνέχεια ότι με παρακολουθεί ― στην πραγματικότητα, δεν έδινε δεκάρα. Το βράδι, μόλις απεσύρετο στα ασάλευτα δώματα, που ήταν παντα μισοφώτιστα (συσκοτισμός;), το διαλυμένο του κλιματιστικό έκανε τέτοιο θόρυβο που χάλαγε την ησυχία- ένα κροτάλισμα, σαν έρκος οδόντων, αντιλαλούσε όλη νύχτα. Τότε η νύχτα ήταν ακόμη καλή, δεν είχε φώτα δήμου η Φωκυλίδου ούτε τουρίστες. Ο λόφος κατέβαζε δροσιά.
Σήμερα που έψαχνα κάτι, οτιδήποτε, να φωτογραφίσω, είδα το μπαλκόνι του. Δέκα χρόνια και βάλε έχουν περάσει από τη μέρα που είδα να τον παίρνουν, μάλλον για κάποιον οίκο ευγηρίας (ή το νοσοκομείο), σφραγίζοντας το σπίτι. Είχα σχεδόν χαρεί που γλίτωνα από την παρουσία του. Σήμερα όμως, τσιμπήθηκα από κάτι σαν λύπη.
Το είχε πει πολύ απλά ο Ιωάννου: Κανένας θάνατος δεν είναι καλός.