Σε ένα από τα πιο low key μαγαζιά της Αθήνας, σε ένα κρυμμένο μπαρ στου Ψυρρή, όπου οι νύχτες κυμαίνονται από το μηδέν μέχρι το εκατό, εκεί όπου θα βγούμε είτε για μια πολύ χαλαρή μπίρα είτε για να φύγουμε το πρωί, στην Cantina Social, που από το 2006 έχει αφήσει το δικό της στίγμα στις νύχτες των Αθηναίων εναλλακτικών, πλέον τρέχουν και κάποια εικαστικά πράγματα.
Περνώντας από μια συρόμενη πόρτα στη στοά της Λεωκορίου 8, αριστερά πάμε για το μικρό μπαρ και ακριβώς απέναντι στέκεται ένα δωματιάκι με τη μια του βιτρίνα να κοιτάζει στη στοά και την άλλη στην αυλή του χώρου.
Αυτός είναι ο χώρος του Antisocial, ο οποίος είχε ξαναλειτουργήσει πριν από κάποια χρόνια: είχαν πραγματοποιηθεί εκεί κάποιες περφόρμανς, παρότι πολλοί απ' όσους σύχναζαν στην Cantina Social τις μεγάλες ώρες ούτε το είχαν μάθει ούτε είχαν πάρει χαμπάρι τότε την ύπαρξή του. Tώρα το Antisocial σκοπεύει να είναι πιο ενεργό και με σταθερή παρουσία, αφού πρόκειται να ανανεώνει τις εκθέσεις του κάθε τρεις εβδομάδες.
Είναι «ένας μικρός χώρος στον οποίο χωράνε μεγάλα πράγματα. Νέοι καλλιτέχνες έχουν την ελευθερία και την ευελιξία να αποφασίσουν οι ίδιοι ποια είναι εκείνη η σειρά έργων τους που τους εκφράζει».
«Αν και στην αρχή σκεφτόμασταν να διαχωρίσουμε τις δύο λειτουργίες της στοάς, τελικά αποφασίσαμε ότι θέλουμε η χαλαρότητα που έχει η Cantina και ο κόσμος της να μεταφερθεί και στο Antisocial. Έτσι, όταν μιλάω με τους καλλιτέχνες, τους εξηγώ πως μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, πως εδώ μπορούν να υπάρξουν τα πάντα», μου λέει η Φρόσω Πίνη που έχει αναλάβει να επιλέξει και να τρέξει όσα θα βλέπουμε εκεί στο εξής.
Πρόκειται για ένα δωμάτιο χωρισμένο σε δύο κύβους –ο ένας γκρι μονόχρωμος και ο άλλος πολύχρωμος, κιτς από άποψη– που μας προδιαθέτει για πάρτι. Σαν να είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι που συναντιούνται, οι δύο διαφορετικές πλευρές, του ανθρώπου και του καλλιτέχνη.
Είναι «ένας μικρός χώρος στον οποίο χωράνε μεγάλα πράγματα. Νέοι καλλιτέχνες έχουν την ελευθερία και την ευελιξία να αποφασίσουν οι ίδιοι ποια είναι εκείνη η σειρά έργων τους που τους εκφράζει.
Το Antisocial ανοίγει σαν ένα safe-house της τέχνης και κύριος στόχος του είναι να αισθανθεί κάθε καλλιτέχνης πως εκεί μπορεί να μοιραστεί με το κοινό τις πιο σκοτεινές στιγμές του, τις πιο προσωπικές εμπειρίες του αλλά και όλα όσα τους κάνουν να νιώθουν ελεύθεροι. Είναι ένας χώρος μοιράσματος, συμπερίληψης, ανοιχτός για όλα τα μάτια».
Η πρώτη έκθεση που είδαμε εκεί και θα διαρκέσει μέχρι και το Σάββατο 13 Απριλίου έχει τον τίτλο «Burning Candles» και σχετίζεται με μια καθημερινή τελετουργία της Εύης Ζαμπέλη.
Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας των έργων της, η εικαστικός ανάβει κάθε πρωί κεριά που μυρίζουν βανίλια και τα αφήνει να καίγονται αργά. Αυτά τα κεριά «την οδηγούν σε ένα νέο δημιουργικό (και μη) κεφάλαιο της ζωής της, σε μια περίοδο που απελευθερώνεται απ’ ό,τι της κάνει κακό και προσπαθεί να βρει τη γαλήνη και την ηρεμία σε ό,τι κάνει… Μπορεί μια απλή, καθημερινή ιεροτελεστία να σηματοδοτήσει την έναρξη ενός νέου κύκλου ζωής; Πώς μπορεί μια ονειρική συζήτηση με ένα κουνέλι να αποτελέσει την αφετηρία για μια εικαστική έκθεση;» διαβάζω στο κείμενο της έκθεσης.
Το πρώτο κατοικίδιο της Εύης Ζαμπέλη ήταν ένα κουνέλι. Και βασισμένη σε αυτό, η νέα εικαστικός δημιουργεί μια σειρά από έργα που σηματοδοτούν την έναρξη ενός κύκλου, του πιο προσωπικού της. «Με έμπνευση τα παιδικά της χρόνια, η εικαστικός δίνει ζωή στο κουνέλι που βρίσκεται μέσα στο μυαλό της και δίνει στον κόσμο ένα κομμάτι του εαυτού της. Χωρίς φόβο και αναστολές, η Εύη Ζαμπέλη μας κάνει να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια της. Η ελευθερία, η αθωότητα, ο εξευγενισμός του ατόμου, τα στερεότυπα και η τέχνη ως εργαλείο προς την απελευθέρωση δίνουν την ευκαιρία σε καθέναν από εμάς να αποδεχτεί τον εαυτό του, να κόψει κάθε συνήθεια που τον κρατάει πίσω και να προχωρήσει παρακάτω.
Κοιτάζοντας το παρελθόν, βλέπουμε το μέλλον... Ο χαρακτήρας που έχει το κουνέλι στο έργο δεν έχει γένος, ανήκει σε έναν δικό του χώρο, ανάμεσα στο άγριο και στο domestic, και παράλληλα έχει εξελιχθεί σε ένα ζώο που τελικά είναι πλήρως εξοπλισμένο με τα κατάλληλα χαρακτηριστικά ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει την κοινωνία του σήμερα».
Στην έκθεση θα δούμε μια σειρά έργων με λάδι σε καμβά και μια εγκατάσταση που αποτελείται από μια μάσκα κουνελιού και ένα κιμονό από γραβάτες και συνδέεται με την οικογένεια της εικαστικού, η οποία διατηρούσε βιοτεχνία υφασμάτων. Οι γραβάτες είναι του πατέρα της, το πατρόν του κιμονό θυμίζει μια ρόμπα της μητέρας της. Πρόκειται για μια σειρά που η Εύη Ζαμπέλη είχε κλείσει για κάποια χρόνια στα συρτάρια της και αφού συμμετείχε σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις, εκθέτοντας ζωγραφικά έργα με τοπία, την ξανάπιασε πρόσφατα.
Την ημέρα των εγκαινίων πραγματοποιήθηκε μια περφόρμανς «με στόχο να ανοίξει τον διάλογο για το πώς μπορούμε να σπάσουμε στερεότυπα που μας ακολουθούν μια ζωή, να βγούμε από το “κουτί” μέσα στο οποίο έχουμε εγκλωβιστεί και να αγκαλιάσουμε κάθε πτυχή του εαυτού μας». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο κόσμος που βρέθηκε στην Cantina και στην επαναλειτουργία του Antisocial μπορούσε να βγει φωτογραφία με το κουνέλι.
Η εικαστικός ήθελε να μας ξαναφέρει σε αυτή την άβολη θέση στην οποία ήρθαμε ως παιδιά, όταν οι γονείς μας μάς πήγαιναν να φωτογραφηθούμε σε καταστήματα παιχνιδιών με τον Άγιο Βασίλη. Στην αρχή οι περισσότεροι ντρεπόντουσαν, «ήταν σκαλωμένοι και γύρω στο μισάωρο, προς το τέλος της περφόρμανς, έκαναν να πλησιάσουν το κουνέλι. Λειτούργησε ο μιμητισμός, το “αφού βγάζει φωτογραφία αυτός, γιατί να μη βγάλω κι εγώ;”» περιγράφει η Φρόσω Πίνη. Τις φωτογραφίες εκείνης της βραδιάς, τις polaroid και τις αναλογικές με φιλμ που τραβήχτηκαν, δεν τις πήρε κανείς μαζί του, έχουν εκτεθεί στον χώρο, «είναι ένα μέρος του έργου που δεν το έχουν και δεν τους ανήκει».
Ο επόμενος που θα εκθέσει έργα του στο Αntisocial είναι ο Ανδρέας Finch που ασχολείται με το 3D printing. Έχει δημιουργήσει μια σειρά από μινιατούρες περιπτέρων άλλων δεκαετιών που ποντάρω ότι κάπου τις έχετε δει, και τώρα επεκτείνεται σε άλλα μέρη της Αθήνας. Φτιάχνει το Ρεξ, την Ομόνοια, την Πανεπιστημίου σε αποδομημένη μορφή, τα τσοντοσινεμά της Αθήνας και ένα μπαρ-viral, σημεία μιας Αθήνας που προτιμά από τη σημερινή, όλα τους δοσμένα σε μινιατούρες και με χιουμοριστικό τόνο. Τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν την Τετάρτη 24 Απριλίου.
Η εικαστική έκθεση «Burning Candles» θα διαρκέσει έως το Σάββατο 13 Απριλίου.
Λεωκορίου 8, 210 3251668