ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, είτε αφορά εθνικές είτε ευρωπαϊκές εκλογές, συμβαίνει περίπου το ίδιο φαινόμενο και εκφράζεται με τον ακριβώς ίδιο τρόπο. Τα κόμματα τοποθετούν πρόσωπα με ευρύτερη αναγνωρισιμότητα στα ψηφοδέλτιά τους, θέλοντας να καρπωθούν την όποια φήμη τους, και κάποιοι από μας τα επικρίνουμε γιατί επιλέγουν έναν Ζαγοράκη, έναν Αυτιά ή ακόμα έναν Παπανώτα. Ο τελευταίος αποκλείστηκε για κάποιες δηλώσεις του και όχι γι’ αυτό που πραγματικά είναι, για το οποίο άλλωστε είχε γίνει δεκτός με ικανοποίηση στον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη.
Την ιστορία αυτή την ακολουθεί μια σχεδόν βαρετή συζήτηση για το πολιτικό έλλειμμα των υποψηφίων που επέλεξαν τα κόμματα, για την άγνοιά τους σε πολλά θέματα, γιατί δεν είναι ικανοί να εκπροσωπήσουν τη χώρα με επάρκεια στην Ευρώπη. Και η συνέχεια έχει ακόμα πιο αναμενόμενο και δραματικό χαρακτήρα. Τα περισσότερα από τα διάσημα πρόσωπα εκλέγονται συνήθως στις πρώτες θέσεις, αντικειμενικά σοβαροί υποψήφιοι μένουν εκτός εκλογής και όλα σύντομα ξεχνιούνται μέχρι την επόμενη προεκλογική περίοδο, που θα επαναληφθεί η ίδια συζήτηση.
Τα κόμματα γνωρίζουν κάτι απλό και δεν χρειάζεται να έχουν επικοινωνιολόγους πλάι τους για να το ακολουθήσουν. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα του κόσμου η οποία θα ψηφίσει το άγνωστο αλλά, οικείο πρόσωπο που έχει δει στην τηλεόραση ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλέον. Ταυτίζεται μαζί του, το θεωρεί επιτυχημένο, αρκεί η αναγνωρισιμότητά του γι’ αυτό. Δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα αν στην προηγούμενη ζωή τους οι υποψήφιοι ήταν ποδοσφαιριστές, περσόνες ή τραγουδιστές, δεν νοιάζεται καν αν έχει πολιτικές θέσεις και ποιες είναι αυτές, αρκεί που τους γνωρίζει· να είναι δημοφιλείς, έστω, σε άσχετους τομείς. Φυσικά, ένας καλλιτέχνης, ένας αθλητής, οποιοσδήποτε μπορεί να είναι παράλληλα ικανός και στην πολιτική, αυτό είναι αυτονόητο. Όμως, η επιλογή των κομμάτων δεν γίνεται με βάση αυτό το κριτήριο, το μόνο μόνο που μετράει είναι η αναγνωρισιμότητα.
Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα του κόσμου η οποία θα ψηφίσει το άγνωστο αλλά, οικείο πρόσωπο που έχει δει στην τηλεόραση ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλέον. Ταυτίζεται μαζί του, το θεωρεί επιτυχημένο, αρκεί η αναγνωρισιμότητά του γι’ αυτό.
Ειδικά το τελευταίο αποτελεί τον ορισμό της ήττας της πολιτικής, του συστήματος αντιπροσώπευσης και της κρίσης των κομμάτων. Αν οι πολίτες προτιμούν την γκλαμουριά αντί για την ουσία, αυτό οφείλεται στη χρεοκοπία των πολιτικών προσώπων, ιδιαίτερα αυτών που διαχειρίστηκαν την εξουσία, αλλά όχι μόνο. Αν έχει δοθεί χώρος σε μια τραγουδίστρια να αφήσει πολύ πίσω της σε ψήφους έναν επιστήμονα με μεγάλες ικανότητες, που θα μπορούσε να είναι χρήσιμος στην πολιτική, αυτό οφείλεται στο κενό που δημιούργησαν τα κόμματα και τα γνωστά πολιτικά πρόσωπα με τις πολύχρονες καριέρες ή ακόμα και στη συνολική απαξίωση της πολιτικής. Αν ένας τηλεαστέρας χωρίς πολιτική επάρκεια επιλέγεται από τους ψηφοφόρους για να τους εκπροσωπήσει, δεν ευθύνονται μόνο οι τελευταίοι αλλά κι αυτοί που τον τοποθέτησαν σε τέτοια θέση.
Θεωρητικά τα κόμματα και οι ηγεσίες τους θα έπρεπε να αντιστέκονται σε αυτές τις λογικές που προωθούν το απολιτικό, αναδεικνύουν το μέτριο, ενισχύουν αυτήν τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων, οδηγούν σε μεγαλύτερη παρακμή το πολιτικό σύστημα αντιπροσώπευσης και τελικά δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις για φαινόμενα μεταπολιτικής. Όμως γνωρίζουν πως δεν θα έχουν μεγάλη εκλογική τύχη αν το κάνουν αυτό. Το ΠΑΣΟΚ έσπευσε να αρπάξει τον Ζαγοράκη από τη Νέα Δημοκρατία, μήπως καρπωθεί κάποιες ψήφους απ’ όσους τον θυμούνται από τα γήπεδα. Η Νέα Δημοκρατία έτρεξε να κλείσει τη Μελέτη που βλέπουν οι ψηφοφόροι κάθε μέρα στις τηλεοράσεις τους – και τα παραδείγματα δεν τελειώνουν.
Το φαινόμενο αυτό έχει κι άλλες παρενέργειες. Αποτρέπει πολλούς/-ές ικανούς/-ές από την ενασχόληση με την πολιτική επειδή ακριβώς γνωρίζουν ότι το ενδεχόμενο εκλογής τους έναντι διάσημων προσώπων ή επαγγελματιών της πολιτικής είναι πολύ μικρό. Αδικεί ακόμα και κάποια αξιόλογα πρόσωπα που αποφασίζουν να ενταχθούν στα ψηφοδέλτια. Ο αγώνας είναι άνισος, η τύχη τους δεν θα είναι καλή. Όλοι μπορούμε να προβλέψουμε ποιος θα εκλεγεί.
Συχνά αναρωτιέμαι αν η ευθύνη γι’ αυτό είναι μοιρασμένη σε κόμματα και ψηφοφόρους, η απάντηση μοιάζει με την ιστορίας της κότας και του αυγού. Σημασία όμως πάντα έχει το αποτέλεσμα και ποιος θα μπορούσε να το αποτρέψει. Και εκεί η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στις πολιτικές ηγεσίες που κινούνται με τη λογική του αυτοσκοπού που όμως τελικά υπονομεύει τις ίδιες, αφού σε βάθος χρόνου απαξιώνονται και πέφτουν στον λάκκο που έστησαν για τους ψηφοφόρους.
Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας κάνει λιγότερο απαισιόδοξους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.