ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ δέκα χρόνια από τότε που διάβασα το βιβλίο του Πέτρου Μάρκαρη «Η Αθήνα της μιας διαδρομής». Με το που είχε φτάσει στα χέρια μου, δεν έβλεπα την ώρα να χωθώ ξανά σ’ ένα βαγόνι του τρένου. Για κάποιον που περνά στον Ηλεκτρικό –διαβάζοντας!– πολλές ώρες τη βδομάδα, τι πιο ερεθιστικό από μια ξενάγηση στις γειτονιές μέσα από τις οποίες περνά ο συρμός, μ’ όλες τις συνήθειες, τις γεύσεις και τις αντιθέσεις τους.
Όπως άλλωστε μας διαβεβαιώνει ο Μάρκαρης, η διαδρομή Πειραιάς - Κηφισιά δεν είναι απλώς ο συντομότερος δρόμος για ν’ ανακαλύψει κανείς την Αθήνα, αλλά κι ο προσφορότερος για να διεισδύσει στην κοινωνική της διαστρωμάτωση.
Γραμμένο κατά παραγγελία, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είχε εμάς για αρχικούς αποδέκτες, αλλά το γερμανικό αναγνωστικό κοινό, από τα πιο αφοσιωμένα στον δημιουργό του αστυνόμου Χαρίτου. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 2010 στη σειρά «Οι συγγραφείς και η πόλη τους» του μεγάλου οίκου Hanser και στη συνέχεια κυκλοφόρησε σ’ έκδοση τσέπης από τον μικροσκοπικό Diogenis, στον κατάλογο του οποίου περιλαμβάνονται και τα μυθιστορήματα του συγγραφέα.
«Εκείνο που μ’ ενθουσίασε στην Αθήνα ήταν η ζωντάνια της. Τα λεωφορεία αγκομαχούσαν, αλλά οι κουβέντες, οι καβγάδες, τα σχόλια και το απίστευτο χιούμορ των ανθρώπων μού ήταν πρωτόγνωρα. Τώρα πια, βέβαια, δεν μιλάει κανείς σε κανέναν».
Κι ενώ το 2013 κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, ο θάνατος του δημιουργού τους το 2020 είχε ως συνέπεια να εξαφανιστεί και αυτό το βιβλίο από την αγορά. Να το όμως ξανά στις προθήκες από τις εκδόσεις Κείμενα του Φοίβου Βλάχου, ως άλλος οδηγός πατριδογνωσίας που στήνει γέφυρες με το παρελθόν και, πότε με τρυφερότητα, πότε με σαρκασμό, αποτυπώνει όσα βιώνουμε σήμερα.
Ορίστε ένα μικρό παράδειγμα. Στο κεφάλαιο που αντιστοιχεί στον σταθμό Βικτώρια, ο Μάρκαρης αναρωτιέται: πώς μια πλατεία μεταξύ της Αριστοτέλους και της 3ης Σεπτεμβρίου, η πλατεία Κυριακού, όπως την ήξεραν οι παλιότεροι, πήρε μεταπολεμικά καινούργιο όνομα από τη βασίλισσα της Αγγλίας; Ήταν «μια χειρονομία ευγνωμοσύνης» προς τους Βρετανούς για τη συμπαράστασή τους επί Κατοχής και τις μάχες τους ενάντια στους κομμουνιστές επί Εμφυλίου, ή μήπως οι δημοτικές αρχές ξιπάστηκαν κι ήθελαν να φέρουν πιο κοντά την Αθήνα με το Λονδίνο;
Όπως και να ’χει, στην ξιπασιά των κατοίκων της περιοχής, που «θέλησαν να ζήσουν σ’ ένα είδος αγγλικής countryside», χρεώνει ο ίδιος την εκ βάθρων μεταμόρφωσή της. Στην πλατεία Βικτωρίας είχαμε δώσει ραντεβού κι οι δυο μας, με αφορμή την πρώτη ελληνική έκδοση του βιβλίου, στο Café des poètes. Μια συνηθισμένη καφετέρια, όπου, μολονότι θαμώνας, ο Μάρκαρης δεν είχε συναντήσει ως τότε ούτε ποιητή ούτε άλλον συγγραφέα. Την προτιμούσε, ωστόσο, από τα «δήθεν» μαγαζιά της Φωκίωνος Νέγρη, κι ας βρίσκονται μια ανάσα από το σπίτι του. Από εκείνη τη συνομιλία προέρχονται και τα σχόλιά του που ανασύρω σήμερα.
Ορισμένες κεντρικές συνοικίες, τις οποίες περιγράφει στο βιβλίο, τις ήξερε πολύ καλά – «Είμαι άνθρωπος των πόλεων –τη φύση τη βαριέμαι– και σ’ όποια πόλη κι αν βρεθώ, μέσα από το κέντρο τους βρίσκω την οπτική γωνία για να τις εξερευνήσω καλύτερα». Το Νέο Φάληρο και το Μοσχάτο επίσης τα γνώριζε, γιατί είχε συγγενείς εκεί που τους επισκεπτόταν, αλλά το Θησείο και τα Άνω Πετράλωνα τα ανακάλυψε περπατώντας.
«Μ’ εντυπωσίασε πολύ η αλλαγή της Πειραιώς –αλλαγή προς το θετικό!–, και περπατώντας συνειδητοποίησα πόσο κακό έκανε στον Πειραιά ο Σκυλίτσης: γκρέμισε ό,τι παλιό και γραφικό κι έντυσε την πόλη με ομοιόμορφη στολή, όπως ντύνονταν κάποτε οι μαθήτριες των παρθεναγωγείων. Εντόπισα αρκετά σημεία όπου η Αθήνα του 1960 επιβιώνει στην Αθήνα του 2000, σε αντίθεση με την Κωνσταντινούπολη, που δεν θυμίζει σε τίποτε εκείνη που άφησα. Σημειωτέον, τα πέντε από τα είκοσι εκατομμύρια των σημερινών της κατοίκων είναι Κούρδοι, που μετοίκησαν σ’ αυτήν αναγκαστικά και τη μισούν!».
Κάτι ανάλογο υποστηρίζει και για τη νεότερη Αθήνα: ότι ήταν πάντα μια πόλη μετοίκων, οι οποίοι, με την εξαίρεση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, δεν την αγάπησαν πραγματικά... «Οι πρώτοι μέτοικοι ήταν ευγενείς, ο Όθων κι η ακολουθία του. Οι Βαυαροί την αγάπησαν την Αθήνα, ή μάλλον την ιδέα που είχαν για την Αθήνα, γι’ αυτό και δεν έφεραν μαζί τους σκαρταδούρα, αλλά ό,τι καλύτερο διέθεταν – από τον Ερνέστο Τσίλλερ ως τον Φρήντριχ φον Γκέρτνερ, τον πρώην διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου, που έχτισε τα Ανάκτορα. Οι στρατηγοί και οι πολιτικοί του 1821, όμως, που τους ακολούθησαν, δεν είχαν καμία διάθεση ν’ αφήσουν τα χωράφια τους στην Πελοπόννησο.
Μετά τον Εμφύλιο είχαμε το μεγάλο κύμα των εσωτερικών μεταναστών. Ούτε αυτοί συμφιλιώθηκαν εύκολα με την πρωτεύουσα – τα χωριά τους νοσταλγούσαν. Οι πρόσφυγες, εντούτοις, είχαν την επιθυμία να εγκαταστήσουν την ψευδαίσθηση της καταγωγής τους, ήθελαν κάπου να ριζώσουν. Γι’ αυτό βλέπεις ακόμα στη Νέα Φιλαδέλφεια ή στη Νέα Ιωνία κάμποσα συντηρημένα σπίτια κι ανθρώπους που κρατούν τις παλιές τους συνήθειες. Στην ουσία, διασώζουν πολιτισμό».
Όταν ο Πέτρος Μάρκαρης μετεγκαταστάθηκε κι ο ίδιος εδώ, στα μέσα της δεκαετίας του '60, δεν ένιωσε καθόλου ξένος. Έχοντας όμως γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και σπουδάσει στη Βιέννη, ένιωσε πως ήρθε σ’ επαρχία. «Εκείνο που μ’ ενθουσίασε στην Αθήνα ήταν η ζωντάνια της. Τα λεωφορεία αγκομαχούσαν, αλλά οι κουβέντες, οι καβγάδες, τα σχόλια και το απίστευτο χιούμορ των ανθρώπων μού ήταν πρωτόγνωρα. Τώρα πια, βέβαια, δεν μιλάει κανείς σε κανέναν».
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη, γερμανική έκδοση του βιβλίου, ένα μεγάλο κομμάτι του κέντρου –Ομόνοια, Μοναστηράκι, πλατεία Βικτωρίας, Αττική–, ειδικά στη διάρκεια της κρίσης, άλλαξε πολύ. Κάποιες άλλες συνοικίες, στα βόρεια προάστια, επλήγησαν λιγότερο. «Το μεταναστευτικό όμως γίνεται όλο και πιο ακανθώδες», παρατηρούσε.
«Εντάξει, το πρώτο κύμα των Αλβανών το αφομοιώσαμε, αλλά ως ποιο σημείο μπορούμε ν’ αφομοιώσουμε τις στρατιές των μειονοτήτων που καταφθάνουν σε ήδη τρομακτικά υποβαθμισμένες περιοχές; Τείνουμε να το ξεχνάμε, αλλά μειονότητες σημαίνει κλειστές κοινωνίες. Η θρησκεία και η γλώσσα είναι οι μόνοι πυλώνες που εξασφαλίζουν την ενότητα στα μέλη τους. Κι αυτό οφείλουμε να το σεβαστούμε».
Όπως επισημαίνει στο βιβλίο, στον Άγιο Νικόλαο ή στα Κάτω Πατήσια η αναλογία μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών είναι σχεδόν ένας προς έναν, ενώ εκείνη μεταξύ νέων και ηλικιωμένων είναι ένας προς πέντε. «Εξού κι ο πόλεμος των φτωχών που θεριεύει τα τελευταία χρόνια. Λες κι οι μετανάστες είχαν να διαλέξουν, και αντί της Εκάλης προτίμησαν τον Άγιο Παντελεήμονα»….