Πενήντα οχτώ χρονών, φαλακρός, χωμένος σ’ ένα κορμί που θυμίζει αχλάδι, ονομάζεται Λόρενς Πάσμορ κι ακούει στο παρατσούκλι Τάμπι (βαρελάκι). Φαινομενικά τα πάει μια χαρά: υπογράφει το σενάριο της πιο δημοφιλούς σειράς του Ηνωμένου Βασιλείου. Τρεις δεκαετίες παντρεμένος, κάνει ακόμα έρωτα με τη γυναίκα του και φροντίζει να την απατά μόνο πλατωνικά. Τα παιδιά του προοδεύουν, η υγεία του είναι καλή, η γκαρνταρόμπα του μεγαλώνει, το αυτοκίνητό του πετάει. Είναι πλούσιος, είναι αγαπητός, τα 'χει όλα. Κι όμως νιώθει κατάθλιψη και άγχος. Ασφυκτιά. Υποβάλλεται σ’ ένα σωρό ανώφελες θεραπείες. Οι νευρώσεις του παραμένουν, παρά τη «γνωστική θεραπεία συμπεριφοράς», τη γιόγκα ή την αρωματοθεραπεία. Ο αναθεματισμένος πόνος στο γόνατό του δεν περνά ούτε με βελονισμό ούτε με φυσικοθεραπεία.
Ο Λόρενς Πάσμορ, πρότυπο ανικανοποίητου-επιτυχημένου στα τέλη του 20ού αιώνα, είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ντέιβιντ Λοτζ «Θεραπεία» (1995). Από τα δημοφιλέστερα βιβλία του Βρετανού συγγραφέα, η «Θεραπεία» βρισκόταν εδώ και χρόνια, μαζί με τα υπόλοιπα έργα του, εκτός αγοράς. Να τη όμως ξανά, με την ετικέτα του νέου εκδοτικού οίκου Κυψέλη, στη γνωστή αλλά φρεσκαρισμένη μετάφραση του Γιώργου Μπαρουξή.
Επί χρόνια καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και πεζογράφος με διεθνή ακτινοβολία, ο 89χρονος σήμερα Λοτζ δίδαξε θεωρίες και θεωρίες, εξερεύνησε όλα τα μονοπάτια της κριτικής –από τον Μπαρτ ως τον Ντεριντά κι από τον Σοσίρ ως τον Λακάν και τον Τοντόροφ–, αλλά ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει στη δύναμη της μυθοπλασίας.
Εδώ ο Λοτζ δεν σαρκάζει το πανεπιστημιακό κατεστημένο για την αυταρέσκεια και τη σοβαροφάνεια που το χαρακτηρίζουν, δεν εκλαϊκεύει καμιά λογοτεχνική θεωρία, δεν συγκρίνει τη βρετανική κοινωνία με την αμερικανική, ούτε διακωμωδεί συγκρούσεις τύπου «γιάπηδες εναντίον κουλτουριάρηδων». Αυτά τα είχε εξερευνήσει σε μυθιστορήματα όπως τα «Αλλάζοντας θέσεις» και «Μικρός που είναι ο κόσμος» ή στο «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» που είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα από τις εκδόσεις Πόλις και Bell. Ωστόσο, μερικοί βασικοί θεματικοί του άξονες, όπως η πουριτανική ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής Αγγλίας ή τα κοινωνικά πρότυπα της σύγχρονης, οι συνήθειες της κατώτερης και της μεσαίας τάξης, το καθολικό δόγμα, το πέρασμα από τη σεξουαλική επανάσταση στο σεξ δίχως αναστολές, διαπερνούν και τις σελίδες της «Θεραπείας».
Ο σεναριογράφος ήρωας του Λοτζ είναι…τελειομανής: «Μπορεί η παραγωγή να είναι μπούρδα, η ηθοποιΐα να είναι μπούρδα, το σενάριο μπούρδα, αλλά προσπαθούν να το κάνουν τέλεια μπούρδα». Ο Λόρενς Πάσμορ είναι αυτοδημιούργητος, όχι ιδιαίτερα καλλιεργημένος, κι αναπληρώνει τα κενά της κουλτούρας του ανατρέχοντας στα λεξικά. Σχεδόν τυχαία πέφτει πάνω στον Κίρκεγκαρντ. Κι όταν διαβάζει –σε λεξικό πάντα– τους τίτλους των έργων του, βυθίζεται με μανία στην ανάγνωσή τους. Από τα λίγα που καταλαβαίνει, στο πρόσωπο του Δανού φιλοσόφου ανακαλύπτει μια αδελφή ψυχή. «Το πιο τρομερό που μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο είναι να γίνει γελοίος στα ίδια του τα μάτια» γράφει ο Κίρκεγκαρντ. Ε, στον Λόρενς Πάσμορ συμβαίνει. Η τακτοποιημένη ζωή του θ’ αποδειχτεί εξαιρετικά εύθραυστη. Η γυναίκα του τον εγκαταλείπει και στη δουλειά του αρχίζει να δέχεται τρικλοποδιές. Αν μη τι άλλο, η κατάθλιψή του αποκτά επιτέλους κάποιους λόγους προφανείς!
Στο πρώτο μέρος της «Θεραπείας» ο τόνος που κυριαρχεί είναι ειρωνικός. Από τη στιγμή όπως που ο Πάσμορ κάνει συνειδητά το βήμα προς την αυτογνωσία, ο Λοτζ προσφέρει στον ήρωά του συμπόνια και κατανόηση. Εξαιρετικός ψυχογράφος, ο Ντέιβιντ Λοτζ διατηρεί το πικρόχολο χιούμορ του, όταν καταφεύγει στο συναίσθημα δεν παγιδεύεται από μελοδραματισμούς και προσφέρει σ’ όλους μια ελπίδα. Το υπαρξιακό άγχος, μοιάζει να λέει, θεραπεύεται. Το αν η ζωή μας θα εξακολουθήσει να έχει νόημα εξαρτάται κυρίως από μας.
Επί χρόνια καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και πεζογράφος με διεθνή ακτινοβολία, ο 89χρονος σήμερα Λοτζ δίδαξε θεωρίες και θεωρίες, εξερεύνησε όλα τα μονοπάτια της κριτικής –από τον Μπαρτ ως τον Ντεριντά κι από τον Σοσίρ ως τον Λακάν και τον Τοντόροφ–, αλλά ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει στη δύναμη της μυθοπλασίας. Τα μυθιστορήματά του τα έχουν όλα: χιούμορ, πλοκή, κοινωνικό προβληματισμό, ψυχογραφικές παρατηρήσεις και συναισθηματικές συγκρούσεις, ήρωες ζωντανούς κι αναγνωρίσιμους. Κι ο ίδιος, σύμφωνα με τον παλιό μαθητή του, Δημήτρη Τζιόβα, ανέκαθεν θεωρούσε ότι «το καλό μυθιστόρημα είναι σαν τη σεξουαλική πράξη· δεν υφίσταται χωρίς σύντροφο ή συμμέτοχο (τον αναγνώστη), ούτε χωρίς κλιμακώσεις, κορυφώσεις, ζηλοτυπίες και σκάνδαλα»! Μακάρι η επανέκδοση της «Θεραπείας» ν’ ανοίξει δρόμο και για τα υπόλοιπα εξαντλημένα έργα του.