Ήμουν από εκείνους που όταν διάβασα τριάντα χρόνια πριν το πρώτο του βιβλίο, το Cyberia, το οποίο έγινε κάτι σαν ευαγγέλιο της rave γενιάς, και έχοντας ήδη κάνει τα πρώτα βήματα στον ψηφιακό κόσμο, είδα να ανοίγονται ορίζοντες που δεν φανταζόμουν ως τότε. Ήταν σαν να έβρισκα τον «χαμένο εξελικτικό κρίκο» μεταξύ του punk και του cyberpunk, μεταξύ της αντικουλτούρας των ’60s και εκείνης που μόλις ανέτειλε, την οποία ευτύχησα να ζω καθώς συνέβαινε.
Από τότε πολλά άλλαξαν. Η έκρηξη της αντικουλτούρας των ’90s εκτονώθηκε σταδιακά και απορροφήθηκε από το σύστημα που βρήκε σε αυτήν μία ακόμα χρυσή αγελάδα, το ίδιο και η υπέρμετρη αισιοδοξία που συνοψιζόταν στο ρητό «αντίο, παλιέ κόσμε». Το ίντερνετ έγινε ένα νέο Ελντοράντο για αδηφάγες πολυεθνικές και τα σόσιαλ μίντια, από ευχή, κατέληξαν «κατάρα».
Τίποτα ωστόσο δεν παρέμεινε ίδιο, όπως τίποτα δεν παρέμεινε ίδιο μετά τα ’60s – οι «πύλες της ενόρασης» παρέμειναν ανοιχτές για τους πιο θαρραλέους, όπως και η προσδοκία για έναν άλλο κόσμο, με το νέο ρεύμα αντικουλτούρας που διαφαίνεται στον ορίζοντα να έχει περισσότερο πρακτικό παρά καλλιτεχνικό χαρακτήρα, όπως λέει ο συνομιλητής μου.
«Σε μια πραγματικότητα βασισμένη αποκλειστικά στην πληροφορία, σε ένα ολοκληρωτικό ψηφιακό Matrix σαν αυτό που οραματίζονται κάποια “τεχνοφρικιά” της άλλης πλευράς δεν υπάρχει χώρος για τα ανθρώπινα όντα. Τα όντα αυτά, βλέπεις, έχουν επίσης συνείδηση και αισθήματα – οι μηχανές κάνουν απλώς θόρυβο, τον θόρυβο μιας ακατάπαυστης ροής πληροφορίας. Δεν υπάρχει εκεί φιλία, αγάπη, κλάμα, γέλιο».
Ο 63χρονος σήμερα Ντάγκλας Ράσκοφ, διανοητής, συγγραφέας και πανεπιστημιακός καθηγητής, ζει με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη. Δεν αντιμετωπίζει πια τόσο αισιόδοξα την τεχνολογία και μας καλεί να ξεκολλήσουμε από τις οθόνες και να συναντηθούμε έξω, στον πραγματικό κόσμο, παραμένει όμως, καθώς λέει, αμετανόητο «τεχνοφρικιό». Συνέβη, μάλιστα, να μου δώσει τη συνέντευξη αυτή καθώς κατευθυνόταν οδικώς προς το Γούντστοκ, σημείο αναφοράς της χίπικης αντικουλτούρας, για να δει κάτι φίλους. Όντας γνωστός και περιζήτητος ομιλητής, πίστευα ότι θα με ξεπέταγε σε κάνα τέταρτο, αλλά είχε μεγάλη όρεξη για κουβέντα, καθώς του άρεσαν και οι ερωτήσεις – βέβαια, θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο για να τις απαντήσει αναλυτικά, όπως αστειεύτηκε. Σας τον παραδίδω.
— Το 1994 στο Cyberia παρουσιάζατε το Διαδίκτυο ως μια ευκαιρία για ένα νέο είδος απελευθέρωσης που αναμειγνύει μοντέρνες τεχνολογίες και αρχαίες πνευματικές αλήθειες. Τριάντα χρόνια μετά, τι συνέβη σε αυτήν τη Γη της Επαγγελίας;
Βρίσκω καταρχάς ενδιαφέρουσα την έκφραση «Γη της Επαγγελίας» – στη Βίβλο σημαίνει τη Γη Χαναάν, όπου για να φτάσουν όμως οι Ισραηλίτες χρειάστηκε να περιπλανηθούν σαράντα χρόνια στην έρημο! Επιπλέον, στη Χαναάν, δηλαδή τη σημερινή Παλαιστίνη, κατοικούσαν άλλοι άνθρωποι, τους οποίους οι νεοφερμένοι έπρεπε να εκτοπίσουν, πράγμα που θεωρούσαν δίκαιο, εφόσον τη χώρα αυτή τους την είχε υποσχεθεί ο ίδιος ο Θεός μέσω του Αβραάμ. Πρόκειται, φυσικά, για μύθο και, επιστρέφοντας στο σήμερα, νομίζω ότι αυτή η θεώρηση του διαδικτύου είναι επίσης πρόβλημα.
Οι άνθρωποι που «παίζαμε» με το ίντερνετ στο ξεκίνημά του το νιώθαμε ως έναν τόπο που εμείς είχαμε εφεύρει. Πολλοί προερχόμασταν από το κίνημα της αντικουλτούρας και νιώθαμε είτε ανεπιθύμητοι είτε «παρείσακτοι» στον πραγματικό κόσμο, όπου τις δεκαετίες του ’80 και ειδικά του ’90 κυριαρχούσε το ιδεολόγημα «η απληστία είναι καλό πράγμα». Αυτό το απόσταγμα της γιάπικης φιλοσοφίας πήγαινε πακέτο με μια οικονομική παγκοσμιοποίηση που προϋπέθετε αγορές δίχως κανόνες, ανεξέλεγκτα χρηματιστήρια και μια επιθετική ανάπτυξη – όλα αυτά λατρεύονταν ως θέσφατα.
Εμείς, λοιπόν, τότε καταφύγαμε στον ψηφιακό κόσμο προκειμένου να ξεφύγουμε από τη δυσοίωνη αυτή πραγματικότητα, να κοινωνικοποιηθούμε, να διασκεδάσουμε και να ανακαλύψουμε άλλους τρόπους επικοινωνίας και ύπαρξης, είτε πρόκειται για τέχνη και μουσική, είτε για τη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, είτε για τον ρευστό τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα σώματα, τις επιθυμίες και τις πολλαπλές μας ταυτότητες. Όλα αυτά, μάλιστα, σε ένα αντιεμπορευματικό πλαίσιο – αν διέθετες κάποιον ιντερνετικό λογαριασμό, έπρεπε να υπογράψεις ένα ψηφιακό συμφωνητικό ότι δεν θα χρησιμοποιούσες το Διαδίκτυο για μη ερευνητικούς σκοπούς.
Τι συνέβη σταδιακά σε αυτή την ελεύθερη από εμπορικές και επιχειρηματικές σκοπιμότητες ζώνη ανοιχτών, συμμετοχικών κοινοτήτων; Μετατράπηκε πράγματι σε μια Γη της Επαγγελίας, μόνο που αυτή αφορούσε όλους εκείνους τους διορατικούς κεφαλαιοκράτες που αποφάσισαν να επεκτείνουν στον ψηφιακό κόσμο τις οικονομικές τους αυτοκρατορίες, καθώς είχαν «ξεμείνει» από εδάφη στον αναλογικό μετά το τέλος της αποικιοκρατίας. Και κάπως έτσι η υπόσχεση για μια ανοιχτή κοινωνία μετατράπηκε σε χρυσοφόρο πεδίο επιχειρηματικής επέκτασης.
— «Το smartphone δεν κάθεται απλώς στην τσέπη σας. Δημιουργεί ολόγυρα ένα κοινωνικό, γνωστικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον», έχετε πει. Πόσο οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν μεταβάλει την ανθρώπινη συμπεριφορά και επικοινωνία;
Η ρήση αυτή αφορά τη λεγόμενη οικολογία των μέσων. Οι τεχνολογίες, ξέρετε, δεν μας επηρεάζουν μόνο ως τέτοιες – η επίδραση του smartphone στον εγκέφαλό μας δεν είναι μόνο τεχνικής φύσης αλλά αφορά συνολικά το περιβάλλον όπου ζούμε. Αλλάζει το πώς επικοινωνούμε, το πώς συμπεριφερόμαστε, το πώς εργαζόμαστε, το πώς διασκεδάζουμε, επηρεάζει το πώς βλέπουμε τους άλλους και αντίστροφα. Είναι σαν να προσθέτεις ένα αντιβιοτικό σε μια μικροβιακή καλλιέργεια, προκαλώντας δραματικές αλλαγές στη σύστασή της. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της μαζικής μας μετανάστευσης από ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η τηλεόραση σε ένα άλλο, όπου κυριαρχούν τα ψηφιακά μέσα και, βέβαια, τα κοινωνικά δίκτυα.
Το τηλεοπτικό περιβάλλον ήταν μια προσομοίωση παγκοσμιοποίησης, μπορούσαμε ας πούμε να δούμε όλοι ταυτόχρονα στις οθόνες μας την πρώτη προσσελήνωση ή τους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης να καταρρέουν στις 11/9/2001, οπότε βέβαια υπήρχαν πολύ περισσότερες τηλεοράσεις και τηλεθεατές απ’ ό,τι το μακρινό 1969. Ο δορυφόρος ήταν το «σήμα κατατεθέν» εκείνης της εποχής, καθώς, χάρη στις δορυφορικές τηλεοπτικές μεταδόσεις, μπορούσαμε να βλέπουμε όλοι ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα, καταλύοντας έτσι τα σύνορα μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού Μπλοκ, καπιταλισμού και κομμουνισμού. Η τηλεόραση ήταν το πρώτο μέσο που υποσχέθηκε έναν ενιαίο κόσμο και έφτασε στο αποκορύφωμα της δύναμής της όταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν πήγε στο Βερολίνο και κάλεσε τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να γκρεμίσει το Τείχος.
Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, το περιβάλλον των ψηφιακών μέσων δεν σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση, τον συγχρονισμό και τη συνδεσιμότητα, δεν ήταν το «επόμενο μεγάλο βήμα» προς αυτή την κατεύθυνση. Περισσότερο συνδέεται με τη μνήμη και μάλιστα την ψευδή – τα πάντα, βλέπετε, σε αυτό το περιβάλλον είναι μνήμη, RΑΜ και ROM, και αυτό που έκανε ήταν να δημιουργήσει νέα σύνορα. Ο Ρίγκαν ήταν συντηρητικός σαν τον Τραμπ, όμως ο δεύτερος ήθελε να χτίσει τείχη, όχι να γκρεμίσει, και το εφάρμοσε αυτό στα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού, επιδιώκοντας να ανακόψει τα μεταναστευτικά ρεύματα που θεωρούσε απειλή.
Δηλαδή κάθε άλλο παρά ένα παγκοσμιοποιημένο κοινό μέλλον είχε κατά νου – πρέσβευε και πρεσβεύει τον διαχωρισμό και τον απομονωτισμό, υπόσχεται να ξανακάνει την Αμερική μεγάλη, οδηγώντας την πίσω σε ένα εξιδανικευμένο, ψευδώνυμο παρελθόν και αυτό θα πράξει, αν επανεκλεγεί. Στην ίδια γραμμή ήταν η πολιτική που οδήγησε στο Brexit, στην αποστασιοποίηση της Βρετανίας από ένα κοινό ευρωπαϊκό μέλλον. Ας τα έχουμε αυτά κατά νου όταν μιλάμε για το σύγχρονο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και τεχνολογικό περιβάλλον, το πώς λειτουργούν και πώς αλληλεπιδρούν.
— Παλιότερα είχατε πάρει «διαζύγιο» από το Facebook, τελευταία δηλώσατε ότι εγκαταλείπετε και το X. Δεν ακούγεται αυτό κάπως παράδοξο, καθώς οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να ευημερούν, αποκτώντας διαρκώς μεγαλύτερη απήχηση και επιδραστικότητα;
Έχω αποσυνδεθεί πράγματι από το Facebook ήδη από το 2012 και το ίδιο έπραξα με το X, παρότι μέσω αυτού κοινοποιούσα και προωθούσα βιβλία, άρθρα, ιδέες και ομιλίες. Ο λόγος ήταν ότι έγινε πολύ κακό για πολύ κόσμο – θέλησα επίσης να δείξω ότι, ναι, μπορεί κανείς να υπάρχει και χωρίς τα σόσιαλ. Είναι βέβαια γεγονός ότι λιγότεροι άνθρωποι έχουν πια άμεση πρόσβαση στη δουλειά μου, αλλά αυτό δεν με πτοεί, αν κάποιος την αναζητήσει, θα τη βρει. Δεν απομακρύνθηκα από τα σόσιαλ λόγω «τεχνοφοβίας» –άλλωστε έχουν και τις θετικές τους πλευρές– αλλά επειδή έχω αντιρρήσεις για το πώς λειτουργούν και ποιος τα ελέγχει· δεν πρόκειται πια για δημόσιους χώρους αλλά για τεχνο-φεουδαλικές αυτοκρατορίες.
Αφότου ο Έλον Μασκ αγόρασε το Twitter μετονομάζοντάς το σε X, το έκανε φερέφωνο για τρολ και τύπους που ασκούν ψηφιακό μπούλινγκ. Ήταν σαν να το «προσάρτησε» στο όνομα του Ντόναλντ Τραμπ, αναδεικνυόμενος σε τρολ αρχηγέτη των κοινωνικών δικτύων. Έβρισκα, λοιπόν, αθέμιτο το να παραμένω σε μια ψηφιακή πλατφόρμα που μετατράπηκε σε σαλόνι ενός τέτοιου τύπου και να είμαι υποχρεωμένος να εκτίθεμαι στον χειρότερο εαυτό των ανθρώπων. Νομίζω, ωστόσο, ότι σταδιακά τα κοινωνικά δίκτυα γίνονται μάλλον λιγότερο επιδραστικά και ελκυστικά, παρότι εξακολουθούν να έχουν εκατοντάδες εκατομμύρια ακολούθους. Θεωρώ ότι η σοσιαλμιντιακή μανία έφτασε ήδη στο αποκορύφωμά της και ακολουθεί πια μια καθοδική πορεία.
Το ζήτημα είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο, ούτε τα σόσιαλ ούτε και οι εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης, για τις οποίες τόσος λόγος γίνεται. Καθένας μας μπορεί να μειώσει δραστικά τον χρόνο έκθεσής του σε αυτά αν το θελήσει πραγματικά, χωρίς να στερηθεί κάτι τόσο σημαντικό στη ζωή του. Μπορεί κιόλας να αξιοποιήσει όλον αυτόν τον ξανακερδισμένο χρόνο, αφιερώνοντάς τον σε άλλες, πιο ουσιαστικές ασχολίες, στη ζωντανή επικοινωνία και διαδραστικότητα. Έτσι πιστεύω ότι θα νιώσει ευτυχής, ανακαλύπτοντας ότι, ναι, υπάρχουν κι άλλα πράγματα να κάνεις εκεί έξω.
— Πώς προβλέπετε να εξελιχθούν μελλοντικά η εργασία και η καθημερινή ζωή με την πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης; Τι πρέπει να κάνουμε για να προετοιμαστούμε γι’ αυτές τις αλλαγές;
Ας μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα. Η ανθρώπινη εξέλιξη, η εξέλιξη συνολικά, παίρνει πολύ χρόνο, δεν νομίζω λοιπόν ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα έχει τόσο μαζικό αντίκτυπο στις ζωές μας τόσο σύντομα. Παραμένει, ωστόσο, κάτι πολύ μεγάλο και υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται σκληρά σε καθημερινή βάση για να την εξελίξουν. Το θέμα μου με την τεχνητή νοημοσύνη είναι ότι διαιωνίζει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ανθρώπων και των μηχανών τους, όπως βέβαια το βλέπουμε εμείς και όχι οι μηχανές. Είναι αυτό που έγραφε ο Robert Wiener ήδη τη δεκαετία του ’50, ότι δηλαδή όσο περισσότερο αναπτύσσουμε ισχυρές και φαινομενικά αυτόνομες τεχνολογίες τόσο πιο ανταγωνιστικά τις βλέπουμε, φοβούμενοι ότι θα μας αντικαταστήσουν σε πολλά. Αλλά οι μηχανές που κατασκευάζουμε μπορούν να αμφισβητήσουν μόνο τη χρηστική μας αξία, μία μόνο από τις πολλές άλλες αξίες που αυτή επισκιάζει.
Σε μια πραγματικότητα βασισμένη αποκλειστικά στην πληροφορία, σε ένα ολοκληρωτικό ψηφιακό Matrix σαν αυτό που οραματίζονται κάποια «τεχνοφρικιά» της άλλης πλευράς δεν υπάρχει χώρος για τα ανθρώπινα όντα. Τα όντα αυτά, βλέπεις, έχουν επίσης συνείδηση και αισθήματα – οι μηχανές κάνουν απλώς θόρυβο, τον θόρυβο μιας ακατάπαυστης ροής πληροφορίας. Δεν υπάρχει εκεί φιλία, αγάπη, κλάμα, γέλιο. Η πραγματικότητα της τεχνητής νοημοσύνης είναι μια αυτορρυθμιζόμενη πραγματικότητα στην οποία κάποιες αποχρώσεις της φωνής ενός Τζέιμς Μπράουν ή μιας Τίνα Τέρνερ που μοιάζουν τεχνικά παράταιρες θα ακούγονταν σαν θόρυβος, οι άνθρωποι όμως γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται για θόρυβο αλλά για μια έκφραση της ψυχής αυτών των καλλιτεχνών.
Το ίδιο συμβαίνει με τα έργα τέχνης που δημιουργεί η τεχνητή νοημοσύνη· μπορεί κάποια να μοιάζουν τεχνικά άρτια, αλλά δεν θα βρεις τίποτα αν «ξύσεις» την επιφάνεια, κανένα συναίσθημα, καμιά ιδέα, μόνο έναν γυμνό τοίχο, όπως όταν ξηλώνεις μια ταπετσαρία. Πρόκειται απλώς για μια αισθητηριακή εμπειρία όχι για πραγματική τέχνη. Θα μπορούσαμε να φτιάχναμε ένα τρενάκι σαν του λούνα παρκ, ώστε να απολαμβάνει ο κόσμος αυτή την εμπειρία, όμως δεν βλέπεις έναν πίνακα ζωγραφικής ούτε διαβάζεις ένα βιβλίο για την αισθητηριακή εμπειρία του πράγματος και μόνο. Δεν στέκεσαι μπροστά σε έναν Βαν Γκογκ για να δεις πώς επιδρούν τα χρώματα στον αμφιβληστροειδή σου, η χρωματική επιφάνεια και ο αμφιβληστροειδής είναι απλώς διάμεσοι ανάμεσα σε σένα και την ψυχή του καλλιτέχνη. Σύντομα πιστεύω θα αντιληφθούμε ότι υπάρχουν κάποιες αξίες και ποιότητες που δεν θα μπορέσει ποτέ να υποκαταστήσει η τεχνητή νοημοσύνη.
— Πώς βλέπετε, αλήθεια, τις πρόσφατες παραιτήσεις των επικεφαλής ερευνητών ασφαλείας της Open AI;
Είναι ένα ζήτημα που παραμένει ανοιχτό. Η Open AI δημιουργήθηκε με το σκεπτικό ότι μπορούμε να εξελίξουμε την τεχνητή νοημοσύνη έτσι ώστε να συνδράμει την ανθρώπινη πρόοδο και ευημερία. Ο ιδρυτής της, ο Σαμ Άλτμαν, όμως, σκέφτηκε ότι αν κινηθεί σε αυτό το πλαίσιο δεν πρόκειται να κερδίσει τον ανταγωνισμό με άλλες ανάλογες εταιρείες για το ποια θα κυριαρχήσει στο πεδίο, άρα και στον κόσμο μέσω της τεχνητής νοημοσύνης. Έπιασε, λοιπόν, να περικόψει ως περιττά τα κεφάλαια που αφορούσαν τον τομέα ασφάλεια, προσανατολιζόμενος στον γιγαντισμό της εταιρείας, έτσι ώστε να αποκομίσει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, κόντρα στο σκεπτικό που θα έπρεπε να διέπει την Open AI και κάθε άλλη τέτοια εταιρεία – αυτό ακριβώς προκάλεσε τις παραιτήσεις αυτών των στελεχών, τα οποία και συγχαίρω για το θάρρος τους, πρόκειται όμως για έναν κακό οιωνό αναφορικά με το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης.
— Στην Ψηφιακή Οικονομία υποστηρίξατε μια ισότιμα κατανεμημένη οικονομική ανάπτυξη. Μήπως να στραφούμε ταυτόχρονα στα κρυπτονομίσματα; Είναι άραγε ένα πιο δημοκρατικό χρήμα, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι;
Τα κρυπτονομίσματα είναι καλά για να πραγματοποιεί κανείς ασφαλείς συναλλαγές κλίμακας και να κάνει σύνθετους υπολογισμούς. Είναι σαν ένα ογκώδες και πολύ εξελιγμένο λογιστικό βιβλίο, χρήσιμο βέβαια ως προς αυτό, αλλά ας δούμε αρχικά πώς συντηρείται και αναπτύσσεται η κρυπτοοικονομία. Αυτό γίνεται «εξορύσσοντας» δεδομένα από το Διαδίκτυο ή άλλες ενεργειακές πηγές, όμως για τους περισσότερους ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο η οικονομία είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι περισσότερη κρυπτοοικονομία ούτε πολυεθνικές που πλουτίζουν διαρκώς, πλασάροντάς μας κάθε τόσο καινούργια iΡhones και άλλα τεχνολογικά γκάτζετ, αλλά να τονώσουμε τις φανερές τοπικές οικονομίες που συγκροτούν αγρότες, γιατροί, δάσκαλοι, υδραυλικοί, φουρνάρηδες κ.λπ. επαγγελματίες μιας κοινότητας.
Τα κρυπτονομίσματα είναι περισσότερο τζόγος που παίζεται με μάρκες και έπειτα έχεις ανθρώπους που «ψηφίζουν» την τάδε ή τη δείνα μάρκα, ανάλογα με την ψηφιακή ισχύ της. Αλλά πώς αποτιμούμε και πώς μοιράζουμε αυτές τις μάρκες; Αυτό δεν σχετίζεται με την πραγματική δημοκρατία, είναι απλώς μια προσομοίωσή της μέσω ενός σύνθετου ψηφιακού εργαλείου που αποσκοπεί στο ατομικό κέρδος. Δεν σχετίζεται ούτε με την εργασία ούτε με την αξία μιας υπηρεσίας ή ενός προϊόντος. Οι αλυσίδες εγγραφών (blockchains) στις οποίες στηρίζεται θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ώστε να αναπτύξουμε λειτουργικές, αλληλέγγυες, τοπικές οικονομίες. Στο πλαίσιο αυτό, ναι, θα μπορούσε κάθε κοινότητα να διατηρεί το δικό της κρυπτονόμισμα και να χρησιμοποιεί αυτή την αλυσίδα εγγραφών για να συναλλάσσεται με τις άλλες με άξονα τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων.
— Θα είχε μέλλον ένας «ψηφιακός μαρξισμός»;
Όχι, δεν νομίζω ότι μπορεί να λειτουργήσει, τουλάχιστον έτσι όπως εφαρμόστηκε ο αναλογικός στις χώρες όπου επικράτησε! Θα χρησιμοποιούσε τις αλυσίδες εγγραφών για να προβλέψει και να ελέγξει τα πάντα, νομίζω όμως ότι μια οικονομία κοινοκτημοσύνης θα πρέπει επίσης να λειτουργεί έτσι και στον τρόπο παραγωγής και στις αποφάσεις που λαμβάνονται. Ένας σύγχρονος σοσιαλισμός θα όφειλε να επαναφέρει στο πρώτο συστατικό αυτού του όρου την κοινωνία στην οποία απευθύνεται και νομίζω ότι η κρυπτοοικονομία κάνει ακριβώς το αντίθετο, εμμένει στον -ισμό.
— «Η αντικουλτούρα νίκησε», δηλώσατε κάποτε, αλλά θαρρώ ότι πολλοί άνθρωποι δεν θα συμφωνήσουν. Παρόλο που έγινε mainstream, μεταμορφώνοντας ζωές και ιδέες, το σύστημα, «η μηχανή» είναι ακόμα εκεί και γίνεται ακόμα πλουσιότερη, εμπορευματοποιώντας τα πιο εύπεπτα trends. Ή μήπως είναι πιο περίπλοκο;
Ναι, είχα πει κάτι τέτοιο παλιότερα, εννοώντας ότι αυτό πράγματι συνέβη σε μια ξεχωριστή χρονική συγκυρία που όλος ο κόσμος ήθελε να αποτελέσει μέρος της. Αυτή ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να διαδώσουμε και να μοιραστούμε ελεύθερα ιδέες και γνώσεις, την οποία οι θιασώτες της αντικουλτούρας δεν αδράξαμε. Το παράθυρο αυτό έκλεισε καθώς η αντικουλτούρα δεν έγινε πιο μαζική ούτε μεταμόρφωσε κάτι, απλώς ξεπουλήθηκε. Η κυρίαρχη κουλτούρα γρήγορα επανέκαμψε και επιβλήθηκε με βασικό της όπλο το χρήμα και την εξαγορά ανθρώπων και ιδεών, όπως ακριβώς είχε πράξει με την αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60.
Το Διαδίκτυο μετατράπηκε σε ένα κερδοφόρο εργαλείο στα χέρια πολυεθνικών, αντί να φτιάχνεται από και για τον λαό. Ο καπιταλισμός «κατάπιε» την τέχνη, τις δεξιότητες, την αισθητική, τη μουσική μας. Δείτε την ηλεκτρονική χορευτική μουσική, αυτό που ονομάστηκε rave – όταν εμφανίστηκε, κανείς δεν έδινε σημασία στο όνομα του DJ αλλά στο τι έπαιζε, τώρα οι DJs έχουν γίνει οι σύγχρονοι ροκ σταρ, ο Calvin Harris π.χ. κερδίζει εκατομμύρια και κάνει διακοπές στο Λας Βέγκας. Εμφανίστηκε, παράλληλα, ένας αστερισμός εταιρειών με την κατάληξη .com που αναδύθηκαν σαν ξιφίες, οι διαφημιστικές βρήκαν επίσης λαμπρό πεδίο δόξας. Δεν τα ισοπεδώνω όλα ούτε και τα πράγματα είναι πάντα μαυρόασπρα, αυτό όμως συμβαίνει.
— Πώς μπορούμε να αντισταθούμε στον τεχνοκρατικό ολοκληρωτισμό, πώς μπορούμε να «συναντήσουμε τους άλλους» στην ψηφιακή εποχή;
Μα με το να συναντηθούμε στον πραγματικό κόσμο! Εδώ κατοικούμε ακόμα, εδώ αναπνέουμε, εδώ περπατάμε, ας τολμήσουμε λοιπόν τη διαπροσωπική επαφή, την ανταλλαγή βλεμμάτων, αντί να είμαστε συνέχεια καθηλωμένοι σε ένα κινητό. Είναι αναζωογονητικό και έχει πλάκα! Το εφαρμόζω κι εγώ όταν κυκλοφορώ στη Νέα Υόρκη – ανταλλάσσω συνωμοτικά βλέμματα με άτομα που φαίνεται να μοιράζονται τις ανησυχίες μου και σκέφτομαι φωναχτά, «ναι, είμαι ακόμα ζωντανός, ελπίζω να είσαι κι εσύ, εύχομαι να ξαναβρεθούμε!». Είναι το ίδιο συναίσθημα που είχες την επομένη ενός rave party, που στο διάλειμμα της δουλειάς έβλεπες ένα άτομο που μπορεί να μην το αναγνώριζες, αλλά φαινόταν ότι κι εκείνο χόρευε ως το ξημέρωμα, πιθανότατα στο ίδιο πάρτι, και ανταλλάζατε μαζί του τα ίδια συνωμοτικά βλέμματα. Αυτή είναι η ουσία, ότι βρίσκεις τους άλλους όταν τους αναζητάς, όταν το βλέμμα σου ξεκολλά από τη γαμημένη ψηφιακή οθόνη και διψά για πραγματική επικοινωνία.
— Περισσότερες από τρεις δεκαετίες μετά την έκρηξη του rave, βλέπετε στον ορίζοντα κάποιο νέο κύμα αντικουλτούρας; Πού βρίσκονται σήμερα οι λεγόμενες «γενιές της αγάπης», όπως έλεγε ένα χορευτικό χιτ των ’90s;
Είναι ενδιαφέρον ότι πολλοί άνθρωποι της rave γενιάς που γνωρίζω κατέληξαν στην Ανατολή, στην Ινδία, την Ταϊλάνδη, στο Μπαλί και αλλού, όπως παλιότερα οι εναπομείναντες χίπηδες. Άλλοι πάλι παρέμειναν στα αμερικανικά και τα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, προσπαθώντας να ζήσουν τη ζωή τους. Ίσως όχι ως raver πια, οι περισσότεροι άλλωστε έχουν περάσει τα πενήντα, όμως κάποια αμετανόητα «τεχνοφρικιά» σαν κι εμένα αγωνιζόμαστε ακόμα για να επικρατήσουν η δικαιοσύνη και η ανθρωπιά απέναντι στον οδοστρωτήρα του ψηφιακού καπιταλισμού. Κατά τα άλλα, πάντα θα εμφανίζεται κατά καιρούς ένα νέο κίνημα αντικουλτούρας και νομίζω ότι το επόμενο θα έχει περισσότερο πρακτικό παρά καλλιτεχνικό προσανατολισμό.
Ένα τέτοιο που είναι ήδη παρόν αφορά την αγροτική αντικουλτούρα που αναπτύσσεται σε πολλά μέρη του κόσμου, δημιουργώντας ένα δίκτυο από μικρές, αυτόνομες βιολογικές φάρμες, βασισμένες στις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης. Βλέπεις ανθρώπους να εγκαταλείπουν τις δουλειές και τις καριέρες τους στις πόλεις και να επιστρέφουν στις παραδοσιακές αγροτικές ασχολίες. Το έχω ξαναπεί, αν υπάρξει μια γνήσια αντικουλτούρα, αυτή θα αναδυθεί στον πραγματικό κόσμο, όχι στον ψηφιακό. Θα ακουγόταν κάποτε τρελό, αλλά το πιο αντισυμβατικό πράγμα σήμερα είναι να απεξαρτηθείς από τα κοινωνικά δίκτυα – δεν είναι τόσο φοβερό δα, είναι σαν να παύεις να μασάς διαρκώς τσίχλες!
— Τι θα μπορούσε να σώσει τους πλούσιους από το μόνιμο στρες επιβίωσης που περιγράφετε στο τελευταίο σας βιβλίο, Survival o the richest. Πώς μπορούμε να τους βοηθήσουμε να το ξεπεράσουν και να χαλαρώσουν;
Κάποιος γίνεται πραγματικά πλούσιος ακριβώς επειδή δεν σταματάνε πουθενά. Δεν ξέρουν καν πότε πρέπει να σταματήσουν διότι νιώθουν συνέχεια ανασφαλείς. Αλλά δεν πρόκειται ποτέ να νιώσουν ασφάλεια, όσα χρήματα κι αν αποκτήσουν, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει χρηματικό ποσό ικανό να την εξαγοράσει. Αυτό λέω και σε κάτι εκατομμυριούχους που έρχονται στις ομιλίες μου και με ρωτάνε πώς μπορούν να φτιάξουν το ιδανικό καταφύγιο για το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής καταστροφής ή κάποιου άλλου «αποκαλυπτικού» σεναρίου. Αυτό όμως είναι ανέφικτο σε βάθος χρόνου, το περιβάλλον απέξω θα παραμένει αφιλόξενο, το μολυσμένο νερό θα βρει τρόπο να εισχωρήσει στα υδάτινα αποθέματα, οι απελπισμένοι θα πολιορκήσουν το μπούνκερ σου, οι φρουροί σου θα στραφούν εναντίον σου, τα ίδια τα παιδιά σου θα σε σφάξουν στον ύπνο σου!
Η παράνοια με την ασφάλεια κάνει τον κόσμο ένα ολοένα πιο απειλητικό και επικίνδυνο μέρος. Πώς θα μπορούσαμε να τους συνδράμουμε; Πείθοντάς τους ότι μπορούν να νιώσουν ασφαλείς ακόμα και χωρίς τα φράγκα τους, με το να χαλαρώνουν απλώς στο γρασίδι, να παίρνουν βαθιές αναπνοές και να ανταλλάσσουν ενθαρρυντικά βλέμματα με τους γύρω τους. Ειλικρινά, πάντως, δεν με νοιάζουν καθόλου οι φοβίες τους, ας πάνε να γαμηθούν! Ένας τρόπος να σώσουμε τον πλανήτη από την απληστία τους είναι να τους κάνουμε να νιώσουν λιγότερο ισχυροί και σημαντικοί, σνομπάροντας τον ξέφρενο καταναλωτισμό και τις ψηφιακές πλατφόρμες τους, κάνοντας τα δικά μας κουμάντα στον βαθμό που μπορούμε. Δεν χρειάζεται ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να αγοράζουμε ό,τι μας πουλάνε. Και να δεις που τότε θα ξεμυτίσουν από τα μπούνκερ τους με ένα απορημένο βλέμμα τύπου «οπ, τι έγινε εδώ, πού πήγαν όλοι;».
— Δεν σχετίζεται ίσως άμεσα με όλα αυτά, αλλά δεν μπορώ να μη ρωτήσω πώς είδατε τις κινητοποιήσεις για την Παλαιστίνη σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια, όντας και ο ίδιος πανεπιστημιακός, και αν μπορεί να υπάρξει μια βιώσιμη λύση στο Μεσανατολικό.
Κοιτάξτε, καταρχάς βρίσκω τις κινητοποιήσεις αυτές καλοδεχούμενες και ευνόητες, πλην όμως κάπως μονομερείς. Επικεντρώνονται σε ένα γεγονός, ένα τρομερό γεγονός, όπως οι φονικοί βομβαρδισμοί στη Γάζα, που ακολούθησαν τα τραγικά γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου, στοιχίζοντας τις ζωές χιλιάδων αθώων, αλλά δεν δείχνουν να έχουν μια συνολικότερη κατανόηση των πραγμάτων σαν αυτή που είχαμε στο κίνημα Occupy ή στο αντιπολεμικό παλιότερα. Μεγάλο μέρος του τωρινού φοιτητικού κινήματος είναι μάλλον υπέρ παρά κατά του πολέμου. Υπάρχει μια ακραία αντιεβραϊκή πλευρά και απέναντί της μια ακραία σιωνιστική, κάτι που, τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζει με το διχασμένο ψηφιακό περιβάλλον για το οποίο μιλήσαμε.
Πολλοί σπουδαστές δεν συνειδητοποιούν καν τι απόψεις εκφράζουν και τι συνθήματα εκφωνούν, κάποιος κουκουλοφόρος π.χ. ανέμιζε ένα λάβαρο των Χούθι, φωνάζοντας «θάνατος στις ΗΠΑ, θάνατος στους Εβραίους!». Ναι, ισχύει ότι η πλειοψηφία ζητά ειρήνευση και κατάπαυση του πυρός, αιτήματα που συμμερίζομαι απόλυτα. Ζητά, όμως, επίσης την «εξαφάνιση» με κάποιο μαγικό τρόπο του Ισραήλ, το οποίο βλέπουν σαν ένα φύσει βίαιο και αποικιοκρατικό έθνος, παραγνωρίζοντας ότι η ίδρυση κάθε έθνους-κράτους αποτελεί μια βίαιη πράξη καθαυτή. Η κατάσταση τώρα, μέσα κι έξω από το τείχος στα σύνορα Ισραήλ - Γάζας τα τελευταία πολλά χρόνια μοιάζει πολύ με εκείνη στα σύνορα ΗΠΑ - Μεξικού. Αν βρίσκεσαι στη «σωστή» πλευρά, είσαι προνομιούχος, αλλιώς ας πρόσεχες! Αυτοί οι διαχωρισμοί είναι παράλογοι και πρέπει να σταματήσουν. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει, αναζωπυρώνοντας διαρκώς την ένταση.
Προσωπικά, τάσσομαι με τους ακτιβιστές που είναι υπέρ της ειρήνης στην περιοχή, οι οποίοι έχουν και μεγαλύτερη εμπειρία. Με κινήματα σαν το Stand Together και το Land for All, τα οποία εκτιμώ. Κάποιοι άνθρωποι από εκεί, μάλιστα, διεμήνυσαν στους Αμερικανούς «συντρόφους» ότι αν δεν μπορούν να προσφέρουν ουσιαστικά, καλύτερα να το βουλώσουν! Ξέρετε, έχω βαρεθεί να ακούω τους μεν να χαρακτηρίζουν όλους τους Παλαιστίνιους τρομοκράτες, τους δε να αποκαλούν όλους τους Εβραίους γενοκτόνους. Οι προβοκατόρικοι αυτοί όροι τείνουν να σπρώχνουν διαρκώς τα πράγματα στα άκρα.
Οι ντόπιοι ακτιβιστές καλλιεργούν τον διάλογο, την κατανόηση και την αλληλεγγύη μεταξύ των δύο λαών γιατί η μάχη που πρέπει να δοθεί δεν είναι Παλαιστίνιοι εναντίον Ισραηλινών αλλά Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί ενωμένοι κατά των διεφθαρμένων τους ηγεσιών. Αυτές είναι που για τα δικά τους συμφέροντα και τις εμμονές τους ανατροφοδοτούν τη βία και τις εντάσεις, επιδιώκοντας να αφανίσουν εκείνο που θεωρούν ως άλλη πλευρά. Πιστεύω ακράδαντα ότι Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι μπορούν να βρουν λύση αν τους επιτρέψουμε να σφυρηλατήσουν την αλληλεγγύη και στις δύο πλευρές του τείχους. Και μπορούμε να διδαχτούμε πολλά από αυτούς κι εδώ στις ΗΠΑ, αν επιθυμούμε να γίνουμε μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.