Το 2019 είδαμε δεκάδες άρθρα, σοσιαλμιντιακά posts και memes, σύμφωνα με τα οποία το 1999 ήταν η καλύτερη χρονιά στην ιστορία του σινεμά. Πρέπει να προσδιορίσουμε και να οριοθετήσουμε την έννοια της «καλύτερης», ο υπογράφων μπορεί να σκεφτεί πρόχειρα 7-8 χρονιές του παρελθόντος κατά τις οποίες κυκλοφόρησαν περισσότερα καλλιτεχνικά ορόσημα, αλλά έτσι κι αλλιώς μια τέτοια συζήτηση δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Η συγκεκριμένη άποψη έγινε trend επειδή πλέον έχει αναλάβει τα ηνία της κριτικής και της κινηματογραφικής αρθρογραφίας η γενιά που βρισκόταν σε τρυφερή ηλικία το 1999, συνεπώς ένιωθε ατόφιο δέος για όσα έβλεπε στη μεγάλη οθόνη και επειδή, ομολογουμένως, ήταν μια πολύ παραγωγική χρονιά, κυρίως για το αμερικανικό σινεμά. Κάθε εβδομάδα υπήρχε τουλάχιστον μία καλή ταινία για να δεις, ώστε το «Ghost Dog: The way of the Samurai» σπάνια αναφέρεται στις κορυφές της χρονιάς.
Στην ταινία του Τζάρμους ο Φόρεστ Γουίτακερ υποδύεται σπαρτιατικά, για τα δεδομένα του, τον Ghost Dog, έναν πληρωμένο εκτελεστή που ζει σε περιστερώνα, έχει urban style, ακούει ραπ, αλλά θαυμάζει και την ιστορία και την κουλτούρα της φεουδαρχικής Ιαπωνίας και περνά τον ελεύθερο χρόνο του διαβάζοντας ξανά και ξανά το «Χαγκακούρε», τον Μυστικό Κώδικα των Σαμουράι. Βινιέτες με αποσπάσματα από το βιβλίο εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ταινίας, πότε σχολιάζοντας και πότε υπονομεύοντας τη δράση που προηγήθηκε και εκείνη που ακολουθεί. Σε ένα από αυτά τα αποσπάσματα ακούμε ότι «τα μεγάλα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ελαφρότητα και τα μικρότερα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα», μια φράση που θα μπορούσε να συνοψίζει τη (φιλμική) κοσμοθεωρία του Τζιμ Τζάρμους.
Από αυτά τα δύο ανέκδοτα συνειδητοποιούμε ότι ο Τζάρμους, παρά τις πολιτισμικές, κοινωνικές και φυλετικές διαφοροποιήσεις που συνθέτουν μια σύγχρονη Βαβέλ, βλέπει κοινά στοιχεία ανάμεσά μας, διακρίνει περισσότερους λόγους για να μονιάσουμε, παρά για να άλληλοφαγωθούμε.
Εξετάζοντας τη μεγάλη εικόνα, το «Ghost Dog» μεταφέρει τον μελβιλικό Samurai στο Νιου Τζέρσι και τον φιλτράρει μέσα από τη ραπ κουλτούρα. O κόσμος μοιάζει να πηγαίνει στραβά, οι άνθρωποι έχουν αποξενωθεί, με σιγουριά μπορείς να ποντάρεις μόνο στον θάνατο και, ουσιαστικά, οι μοναδικές πράξεις ελευθερίας που έχουν απομείνει στο άτομο είναι η επιλογή του κώδικα συμπεριφοράς και ο τρόπος που θα αποχωρήσει από τη ζωή. Έχουν γραφτεί πολλά για τις ομοιότητες της ταινίας με το αριστούργημα του Zαν-Πιερ Μελβίλ, μπορείτε να αναζητήσετε σχετικά κείμενα. Επηρεασμένοι από το παραπάνω χωρίο, όμως, και από την παραδοσιακή έμφαση που δίνει ο Τζάρμους στα μικρά και καθημερινά, από τη σημασία που δίνει στα ανέκδοτα, στην επαναληπτική προβολή, για τις ανάγκες του παρόντος εστιάσαμε σε αυτά. Και εκεί εντοπίσαμε μια άλλη ταινία παράλληλη, μα υποστηρικτική προς την (υβριδικά) μελβιλική.
Θα σταθούμε σε δύο από τις (αρκετές) ανεκδοτολογικές στιγμές του έργου. Στη μία ένας μεσήλικας μαφιόζος κοροϊδεύει τον ήρωα και τους ράπερ που έχουν ονόματα τύπου Ghost Dog και ένας γηραιότερος αναφέρει περιπαικτικά ότι αυτή η συνήθεια τού θυμίζει ονόματα Ινδιάνων τύπου «Καθιστός Βούβαλος», «Γοργό Ελάφι» κ.λπ. Κατόπιν, ο πρώτος μαφιόζος θα δώσει εντολή να φωνάξουν τον Τζον το Φίδι και τον Βίνσεντ τον Τανάλια – μπορεί και να ήταν διαφορετικά τα παρατσούκλια τους, αλλά το πιάσατε το αστείο. Να, όμως, που πίσω από το αστείο παρατηρούμε ότι και οι Ιταλοί μαφιόζοι χρησιμοποιούν προσωνύμια, όπως οι Ινδιάνοι και οι μαύροι ράπερ, με τους οποίους σε πρώτο επίπεδο ελάχιστη σχέση έχουν.
Το δεύτερο ανέκδοτο είναι ότι ο καλύτερος φίλος του Ghost Dog είναι ένας παγωτατζής από την Ακτή Ελεφαντοστού που δεν μιλά λέξη αγγλικά. Ούτε ο Ghost Dog ξέρει γαλλικά. Κι όμως, καθώς συνομιλούν καταλαβαίνουν τα ίδια πράγματα, επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια, αλλά σε διαφορετική γλώσσα.
Από αυτά τα δύο ανέκδοτα συνειδητοποιούμε ότι ο Τζάρμους, παρά τις πολιτισμικές, κοινωνικές και φυλετικές διαφοροποιήσεις που συνθέτουν μια σύγχρονη Βαβέλ, βλέπει κοινά στοιχεία ανάμεσά μας, διακρίνει περισσότερους λόγους για να μονοιάσουμε, παρά για να αλληλοφαγωθούμε. Δεν είμαστε τόσο δραματικά διαφορετικοί, απλώς αρνούμαστε πεισματικά να καταλάβουμε τον άλλο – η ύπαρξη του «Άλλου» μάς δίνει έναν ανταγωνιστικό σκοπό, άλλωστε.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αμερικανός δημιουργός εντάσσει στην ταινία του το μελβιλικό ιδίωμα, τη ραπ κουλτούρα, την γκανγκστερική φιλμογραφία και τη γιαπωνέζικη φιλοσοφία. Eίναι πράγματα ετερόκλητα, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε ένα εξόφθαλμα ανομοιογενές αποτέλεσμα, αλλά τελικά έδεσαν αρμονικά και γέννησαν ένα πολυπολιτισμικό, πέρα για πέρα ενιαίο και «απορροφητικό» φιλμικό σύμπαν. Ένα σύμπαν που καταγράφει ο φακός του Ρόμπι Μίλερ, κινούμενος φαντασματικά στο αστικό τοπίο, δίνοντας την αίσθηση πως ακολουθεί αυτήν τη νοητή γραμμή που ενώνει όσους ανθρώπους σουλατσάρουν εντός του.
Και ο τρόπος για να φιλιώσουμε, όπως ταίριαξαν αυτά τα τόσο αλλιώτικα υλικά μέσα στο έργο του, κατά τον Τζάρμους, μπορεί να έρθει μέσω της τέχνης. Από παιδικά καρτούν και hits των Public Enemy μέχρι βιβλία που θα δανείσουμε, βάζοντας τον παραλήπτη να μας υποσχεθεί ότι κάποτε θα τα διαβάσει και θα μας πει τη γνώμη του γι’ αυτά, άρα θα ανταλλάξει απόψεις μαζί μας με αφορμή ένα κοινό ερέθισμα, αναγνωρίζοντας έτσι την ενωτική του διάσταση. Και στο σινεμά το ζητούμενο είναι παρεμφερές: να ζήσουμε μια εμπειρία που μας ενώνει με όσους τη μοιράστηκαν πριν από εμάς, μαζί με εμάς, καθώς και με όσους θα τη μοιραστούν έπειτα. Και, φυσικά, να τη συζητήσουμε με κάποιον από αυτούς, ίσως και με περισσότερους.
Η ταινία «Ghost Dog: Ο τρόπος των Σαμουράι» κυκλοφορεί στα θερινά σινεμά στις 6 Ιουνίου από τη Summer Classics.