Από τις 13 Ιουνίου έως τις 27 Οκτωβρίου 2024, στο τέταρτο μέρος του κύκλου εκθέσεων «Κι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;», το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ο Οργανισμός Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ παρουσιάζουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το έργο «RIG: untitled; blocks» (2011) της Βρετανίδας καλλιτέχνιδας Phyllida Barlow (1944-2023).
Η εγκατάσταση «RIG: untitled; blocks» (2011), που εκτίθεται στο ΕΜΣΤ ως δάνειο από τη Συλλογή Δ. Δασκαλόπουλου, δημιουργήθηκε το 2011 ως μέρος μια ευρύτερης ενότητας έργων με τον γενικό τίτλο «RIG», η οποία παρουσιάστηκε στην ομότιτλη έκθεση της καλλιτέχνιδας το ίδιο έτος.
Όπως περιγράφει η Barlow, ο αμφίσημος όρος «RIG» ως ρήμα ή/και ουσιαστικό υποδηλώνει την πράξη ή το αποτέλεσμα μιας προσωρινής χειρονομίας αυτοσχέδιας επιδιόρθωσης: «Το να στήνεις κάτι εμπεριέχει την έννοια μιας προσωρινής χειρονομίας. Νομίζω πως το ρήμα “στήνω” (στα αγγλικά: rigging something up) δηλώνει μια απροσχεδίαστη προσπάθεια να διορθώσεις κάτι, το οποίο μπορεί να είναι και ελαφρώς απατηλό».
Η Barlow έκανε τέχνη σε όλη τη σταδιοδρομία της ως καθηγήτριας, και η ιστορία της έχει την ποιότητα ενός μύθου. Για πολλούς νεότερους αποτελεί παράδειγμα επιμονής, προσήλωσης, δημιουργικότητας και φαντασίας.
Η εγκατάσταση «RIG: untitled; blocks» καταλαμβάνει τον μεγαλύτερο σε κλίμακα από τους εκθεσιακούς χώρους του ΕΜΣΤ. Αναπτύσσεται ως ένα επιβλητικό, πυκνό σύνολο χρωματιστών γλυπτικών αντικείμενων, που διαταράσσει την κίνηση των θεατών, επανακαθορίζοντας τους όρους θέασης και εμπειρίας του εκθεσιακού χώρου και των παραμέτρων του, όπως το ύψος ή ο όγκος του.
Η αμφίσημη (μη) μνημειακότητα της εγκατάστασης έρχεται σε δυναμική αντίστιξη με τον καθημερινό και παιγνιώδη χαρακτήρα των υλικών, τα οποία μέσα από τον συγκερασμό των ελαφρών και στέρεων χαρακτηριστικών τους, τη μετέωρη/αβέβαιη θέση τους και την υπερβολική κλίμακά τους υπονομεύουν τους συμβατικούς κανόνες της βαρύτητας, της ισορροπίας και της συμμετρίας.
Η πιο διάσημη όψιμη εμφάνιση στον κόσμο της τέχνης
Όταν η Dame Phyllida Barlow πέθανε τον Μάρτιο του 2023, σε ηλικία 78 ετών, ο «Guardian» την περιέγραψε ως «μια από τις πιο διάσημες όψιμες εμφανίσεις στον κόσμο της τέχνης».
Όλα όσα σχετίζονται με την τέχνη στη ζωή της Barlow ήρθαν αργά. Ήταν 72 ετών όταν εκπροσώπησε τη Βρετανία στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2017 και έγινε γνωστή στον κόσμο της τέχνης διεθνώς μόνο αφού συνταξιοδοτήθηκε, το 2009, μετά από τέσσερις δεκαετίες διδασκαλίας τέχνης. Είκοσι από αυτά τα χρόνια τα πέρασε ως καθηγήτρια στο Slade School of Fine Art, όπου μαθητές της ήταν οι Rachel Whiteread, Tacita Dean και Monster Chetwynd, οι οποίοι έγιναν διάσημοι πολύ νωρίτερα από τη δασκάλα τους.
Ο κόσμος της τέχνης την ανακάλυψε αργά και τα μεγάλης κλίμακας έργα της, συχνά φτιαγμένα από ευτελή υλικά όπως χαρτόνι και κόντρα πλακέ, εκτέθηκαν για πρώτη φορά μόλις το 2010, σε μια κοινή έκθεση με την Ιρανή γλύπτρια Nairy Baghramian, στη Serpentine Gallery στο Λονδίνο. Κι αυτό ήταν αρκετό για να τη μάθουν όλοι.
Την προηγούμενη χρονιά την είχε «ανακαλύψει», μαθαίνοντας γι' αυτήν από τους μαθητές της, ο Iwan Wirth, ο συνιδρυτής μιας από τις μεγαλύτερες γκαλερί στον κόσμο, της Hauser & Wirth. Όταν την επισκέφθηκε στο ακατάστατο, φτωχικό σπίτι της στο Finsbury Park, σε έναν άθλιο δρόμο στο βόρειο Λονδίνο, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ζούσε εκεί και ότι κανένας δεν είχε ακούσει το όνομά της. «Δεν μπορούσαμε να βρούμε το σπίτι και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι έμενε εκεί», έχει πει ο Iwan Wirth. «Ο οδηγός μού είπε: "Δεν νομίζω ότι μπορεί να είναι αυτό το σπίτι, είναι σαν δωμάτιο"».
Την ίδια έκπληξη αισθάνθηκαν και οι κριτικοί τέχνης όταν είδαν τη δουλειά της το 2014 στην Tate Britain. Μέχρι τότε είχε γράψει γι' αυτήν η Nairy Baghramian στο «ArtForum» και την είχαν επισκεφθεί οι νεαροί επιμελητές που διευθύνουν το Studio Voltaire και ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Serpentine Gallery του Λονδίνου, Hans Ulrich Obrist, που είχε ακούσει να μιλούν γι' αυτήν όταν μετακόμισε στο Λονδίνο το 2006. Ωστόσο ούτε αυτός, όταν ζούσε στη Βρετανία τη δεκαετία του ’90, είχε ακούσει να γίνεται λόγος για την ύπαρξή της.
Η Barlow έκανε τέχνη σε όλη τη σταδιοδρομία της ως καθηγήτριας, και η ιστορία της έχει την ποιότητα ενός μύθου. Για πολλούς νεότερους αποτελεί παράδειγμα επιμονής, προσήλωσης, δημιουργικότητας και φαντασίας.
Μια ζωή που τη σφράγισε ο πόλεμος
Γεννήθηκε το 1944 και προ-προπάππος της ήταν ο Κάρολος Δαρβίνος. Ο παππούς της ήταν γιατρός της βασίλισσας Βικτόριας, ενώ ο πατέρας της ψυχίατρος που ερευνούσε το εγκεφαλικό τραύμα και είχε συγγένεια με τον περίφημο αγγειοπλάστη Josiah Wedgwood. Μεγάλωσε στο βομβαρδισμένο Λονδίνο παίζοντας μέσα στα ερείπια, και αυτή η εμπειρία της ενέπνευσε μεγάλο μέρος της δουλειάς της.
Ήταν έξυπνη μαθήτρια και της άρεσε να ζωγραφίζει. «Η σκιά του πολέμου ήταν τρομερή και υπήρχαν ενδείξεις γι' αυτό παντού – διακοπές στο Νόρφολκ όπου έβρισκες την πεταμένη "ουρά" μιας βόμβας ή ένα τζιπ ξεβραζόταν σε μια μεγάλη παλίρροια ή κάποιος έκοβε το πόδι του σε ένα κομμάτι μέταλλο ή έβλεπες πεταμένα κουτιά από χάπια. Υπήρχαν παντού στοιχεία ότι κάτι τραυματικό είχε συμβεί».
Πήγε σε σχολή καλών τεχνών και εκεί ανακάλυψε ότι της άρεσε να φτιάχνει πράγματα με πηλό ή οτιδήποτε άλλο είναι απαλό στην αφή. Σπούδασε στο Chelsea College of Art (1960-63) υπό την καθοδήγηση του George Fullard, ο οποίος επρόκειτο να επηρεάσει την αντίληψή της για το τι μπορεί να είναι η γλυπτική. Της μετέδωσε την αντίληψη ότι η πράξη της κατασκευής ήταν από μόνη της μια περιπέτεια. Στην πόρτα της αίθουσας συγκόλλησης στο Chelsea υπήρχε μια πινακίδα που έλεγε «Όχι γυναίκες». Η Barlow διδάχτηκε συγκόλληση, ξυλουργική, πηλό, κατασκευή οπλισμού, χύτευση και γύψο, αλλά μπορούσε να ασχοληθεί μόνο με τον πηλό.
Ενώ σπούδαζε στο Chelsea, γνώρισε τον σύζυγό της, τον καλλιτέχνη και συγγραφέα Fabian Benedict Peake, γιο του Mervyn Peake, συγγραφέα του «Gormenghast». Η Barlow και ο σύζυγός της απέκτησαν πέντε παιδιά, συμπεριλαμβανομένων των καλλιτεχνών Eddie και Florence Peake.
Στην εποχή της το να κάνεις παιδιά και τέχνη φάνταζε αδύνατον. «Ο κόσμος του στούντιο απαιτεί συγκέντρωση. Και αυτό που πρέπει να έχουν τα παιδιά είναι το ίδιο – απόλυτη εστίαση σε αυτά», έλεγε. «Οι απαιτήσεις και των δύο είναι απλώς ασυμβίβαστες. Το να κάνεις και τα δύο ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά περίπλοκο ψυχικά. Είναι σαν το λάδι και το νερό».
Η Barlow έκανε τέχνη στο μικρό ατελιέ της, μεγάλωνε τα πέντε παιδιά της, και αφού δεν είχε τεθεί ποτέ το θέμα «να κάνει καριέρα», έγινε καθηγήτρια, δουλεύοντας σε σχολές καλών τεχνών επί 40 χρόνια. Μεταπολεμικά, η κοινωνία και ο κόσμος της τέχνης άλλαζε. Άνοιξε η Tate Modern, οι δημοπρασίες έγιναν δημόσιο θέαμα, μερικοί καλλιτέχνες έγιναν πολύ διάσημοι ή διαβόητοι, εμφανίστηκε και ένα νέο είδος ανθρώπου, αμύθητα πλούσιου, που θεωρούσε απαραίτητο να κατέχει έργα σύγχρονης τέχνης, τα οποία μαρτυρούσαν την εξυπνάδα και την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του ιδιοκτήτη τους.
Ενώ συνέβαιναν αυτές οι αλλαγές, η Barlow δίδασκε, κάνοντας τέχνη σε ένα υποβαθμισμένο μέρος του Λονδίνου. Κανένας δεν έβλεπε τα γλυπτά της, ούτε λόγος για εκθέσεις. Στα 65 της, όταν συνταξιοδοτήθηκε, δεν είχε πουλήσει ούτε ένα έργο. Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι που την επισκέφθηκε ο Wirth. Με το που την ανακάλυψε, αρκετοί άνθρωποι που ήξεραν τη δουλειά της αλλά δεν είχαν μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν υποκλίθηκαν και αναγνώρισαν την περίπτωσή της.
Όσο άργησε η ανακάλυψή της τόσο ραγδαία ήταν η άνοδός της. Στον άθλιο δρόμο του Λονδίνου όπου έμενε έφταναν με τις λιμουζίνες τους πλούσιοι γκαλερίστες και επιμελητές από όλα τα μέρη του κόσμου, μαζί και προτάσεις για μεγάλες εκθέσεις. Επιτέλους η Barlow, για πρώτη φορά στη ζωή της, μπορούσε να φτιάξει γλυπτά που ήταν μεγαλύτερα, πιο εκπληκτικά και τρομερά από όσο είχε ονειρευτεί ποτέ. Και στα 73 της χρόνια, το 2017, μπόρεσε να απολαύσει τη μεγαλύτερη τιμή για Βρετανό καλλιτέχνη, να εκπροσωπήσει τη χώρα της στην Μπιενάλε της Βενετίας με μια συναρπαστική έκθεση. Η Jennifer Higgie του περιοδικού «Frieze» λέει ότι η ταραχώδης πορεία της καριέρας της Barlow είναι «το λιγότερο ενδιαφέρον πράγμα σε σχέση με αυτήν».
Πιο ενδιαφέρουσα είναι η κλίμακα των έργων της, τολμηρή και γιγάντια, η οποία τα κάνει άμεσα αναγνωρίσιμα. Ένα αρχιτεκτονικό σκηνικό που το κατακλύζει η γλυπτική, ενώ όλα είναι ρευστά, κλονίζονται, κρέμονται ή απειλούν να καταρρεύσουν. Ο Ντάνιελ Μπάουμαν, διευθυντής του Kunsthalle της Ζυρίχης, λέει ότι «η δουλειά της είναι παιχνιδιάρικη σε κάποιο βαθμό – αλλά επίσης πιστεύω ότι το έργο της είναι πολύ χειριστικό. Στην τέχνη της Phyllida, οι θεατές κινούνται σαν μαριονέτες».
Σε κάτι σχεδόν αδιάφορο, σε μια σκηνή δρόμου, σε ένα εργοτάξιο, η Barlow μπορεί να δει μια γλυπτική, αφηρημένη διάταξη μορφών και χρωμάτων. Ο κόσμος που αντηχεί μέσα από τα γλυπτά της είναι βρόμικος και χαοτικός. Είναι κατασκευασμένος από χαρτόνι, κόντρα πλακέ, σκυρόδεμα και χρώμα, από κοτετσόσυρμα και μαύρες πλαστικές σακούλες σκουπιδιών. Τα φθηνά υλικά που χρησιμοποιεί συγκρούονται με την παραδοσιακή γλυπτική της κλασικής Αθήνας και του Χένρι Μουρ. Δεν υπάρχει μπρούντζος, ούτε πέτρα, ούτε ατσάλι. Είναι γλυπτική, αλλά δεν μοιάζει με γλυπτική. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι είναι χάλια. Αυτό το «χάλια» έχει μια έννοια πολύ βαθιά, σχεδόν δομική για την τέχνη.
Όταν ρωτήθηκε η Frances Morris, πρώην διευθύντρια της Tate Modern, για την Barlow, είπε ότι η Tate και άλλα ιδρύματα είχαν την τάση να επικεντρώνονται στη συλλογή έργων μέσω των εμπορικών γκαλερί του Λονδίνου. Με απλά λόγια, αφού το έργο της Barlow δεν ήταν προς πώληση, δεν αγοράστηκε από κανέναν. Και η ίδια ήταν αόρατη.
Οι αόρατες γυναίκες της τέχνης
Είναι βέβαια αλήθεια ότι στη δεκαετία του ’90 κανένας δεν ασχολούνταν με περιπτώσεις της τέχνης που είχαν παραβλεφθεί, με γυναίκες αόρατες ή μεγαλύτερες σε ηλικία. Πολύ αργότερα, κυρίως την προηγούμενη δεκαετία, άλλαξε το σκηνικό, όπως για παράδειγμα οι κανόνες του βραβείου Turner, που επιτρέπουν πλέον σε καλλιτέχνες άνω των 50 να μπουν στη βραχεία λίστα. Οι πιθανότητες ήταν πολύ συχνά εναντίον των γυναικών, που η δουλειά τους ήταν πιο φθηνή και εκπροσωπούνταν σε μουσεία και γκαλερί λιγότερο από ό,τι οι άνδρες.
Όταν άρχισαν να εκπροσωπούν την Barlow οι Hauser & Wirth, άρχισαν να δουλεύουν μαζί της ως ομάδα, ανέλαβαν το αρχείο της, προγραμμάτισαν μια μεγάλη ατομική έκθεση στην γκαλερί HQ του Λονδίνου και φρόντισαν να μεταφερθεί σε ένα μεγάλο στούντιο με μια ομάδα βοηθών. Η ίδια φοβήθηκε αυτή την αλλαγή κλίμακας κυρίως οικονομικά, αλλά οι ανησυχίες της ήταν τελικά αβάσιμες.
Το έργο της «FOLLY», για την Μπιενάλε της Βενετίας, αντανακλούσε όλη την πρακτική της: λίγο παιχνιδιάρικα και άλλο τόσο τρομακτικά, κακοσχηματισμένα κομμάτια σκυροδέματος και χαρτονιού, διακοσμητικές σβούρες, ένα μπουρλέσκ γλυπτικών ιδεών, καυστικών και κατεστραμμένων. Αμόνια και πιάνα, ερειπωμένες κολόνες και μπαλκόνια, γιγάντια καρούλια από νήματα και μεγάφωνα.
Όλα μοιάζουν με κάτι άλλο και αυτό είναι το μαγικό στην τέχνη της, σαν ένα πλήθος χαρακτήρων που κατοικούν σε έναν κόσμο ακατανόητο, όπου υπάρχει μόνο θεατρικότητα και καμία αλήθεια. Το χαρακτηριστικό της λεξιλόγιο φθηνών υλικών βασίζεται σε μια αντιμνημειακή παράδοση που χαρακτηρίζεται από τη φυσική της εμπειρία στον χειρισμό υλικών με εύχρηστο και άμεσο τρόπο και τα έργα της διατηρούν στοιχεία αυθορμητισμού και ευαισθησίας.
Από τις πρώτες της αναμνήσεις από την τέχνη, ζωγραφισμένες πήλινες καμήλες και βουβάλια, κινέζικα κεραμικά που συνέλεγε ο παππούς της, μέχρι τις αναμνήσεις της από το οικιακό περιβάλλον που έφερε στην τέχνη της, δεν σταμάτησε ποτέ να επαναδιαπραγματεύεται τα όρια του κύκλου της ζωής, που αντανακλά την παρακμή και την ανανέωση του φυσικού περιβάλλοντος. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να δεις τα έργα της: με ενέργεια, φαντασία και ενδιαφέρον.