ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ ΣΕ ΝΗΣΙ. Η περατζάδα χαλαρώνει καθώς πλησιάζουν μεσάνυχτα ενώ σε κάποια από τα καφε-εστιατόρια της παραλιακής προβάλλεται, με χαμηλά τη φωνή, ο αγώνας Ιταλίας – Αλβανίας που βαδίζει αργά και βασανιστικά προς το τέλος του. Το προηγούμενο βράδυ είχε κηρυχτεί η επίσημη έναρξη της διοργάνωσης με το εναρκτήριο ματς του Euro 2024 ανάμεσα στην οικοδέσποινα Γερμανία και την ταλαίπωρη αλλά πάντα ψυχαγωγική Σκωτία, όμως συνέπιπτε με τον κρίσιμο αγώνα του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό για τον φετινό τίτλο στην ελληνική basket league, συνεπώς η Ευρώπη πέρασε μοιραία σε δεύτερη μοίρα.
Απόψε όμως το ποδόσφαιρο έχει ξανά την τιμητική του – ξυπνώντας όμορφες μνήμες από τα ατέλειωτα παιδικά και εφηβικά καλοκαίρια που βλέπαμε Μουντιάλ και Euro στα καφενεία των διακοπών παρέα με τους τουρίστες – και τα τραπέζια είναι ακόμα γεμάτα από κόσμο που βλέπει ή χαζεύει το ματς ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες.
Ένα βαθύ και συντριπτικό «αχ» διαπερνά τα τραπέζια και ηλεκτρίζει στιγμιαία την ατμόσφαιρα, μαζί με κάποιες κραυγές και κάποια βρισίδια απόγνωσης (στα ελληνικά) που ακούγονται τόσο από τους θαμώνες όσο και από κάποιους εργαζόμενους στα παραλιακά μαγαζιά.
Ελάχιστοι Ιταλοί, κάτι ζαλισμένοι Αθηναίοι και πολλοί ντόπιοι. Οικογένειες ως επί το πλείστον, και πιτσιρικάδες (μαθητικής ηλικίας), δυο-τρεις εκ των οποίων φοράνε μπλουζάκια με το εθνόσημο της αλβανικής ομάδας. Απορώ λίγο με το θάρρος τους. Πριν από μερικά χρόνια, στο ίδιο μέρος, είχα πετύχει αγόρια αυτής της ηλικίας να τραμπουκίζουν αγρίως συνομήλικούς τους (συμμαθητές τους) αποκαλώντας τους «κωλοαλβανούς».
Το ματς τελειώνει και η Αλβανία, το αουτσάιντερ που προηγήθηκε με το πιο γρήγορο γκολ στην ιστορία του θεσμού σκορπίζοντας ντελίριο ενθουσιασμού στους απανταχού φίλους της ομάδας, βρίσκεται να χάνει με 2-1 και μοιάζει να έχει παραδοθεί στο πανίσχυρο δόγμα «όπου φτωχός κι η μοίρα του», όταν ξαφνικά, στο τελευταίο λεπτό της κανονικής διάρκειας, βρίσκεται μια ανάσα από το πολυπόθητο γκολ της ισοφάρισης.
Όμως η μπάλα δεν της κάνει το χατίρι και κυλά οριακά δραματικά εκτός εστίας. Ένα βαθύ και συντριπτικό «αχ» διαπερνά τα τραπέζια και ηλεκτρίζει στιγμιαία την ατμόσφαιρα, μαζί με κάποιες κραυγές και κάποια βρισίδια απόγνωσης (στα ελληνικά) που ακούγονται τόσο από τους θαμώνες όσο και από κάποιους εργαζόμενους στα παραλιακά μαγαζιά.
Ήταν μια έντονη υπενθύμιση της καταγωγής και της ταυτότητας τόσων πολλών ανθρώπων που «τρέχουν» όχι μόνο την θερινή βιομηχανία της χώρας αλλά και τα νησιά τα ίδια, και ανήκουν στην τεράστια αλλά σε μεγάλο βαθμό αόρατη και θεσμικά περιθωριοποιημένη αλβανική ή ελληνοαλβανική μειονότητα. Σύμφωνα με τις σχετικές μετρήσεις, ο αγώνας σημείωσε εξαιρετικά μεγάλη θεαματικότητα, με μέσο όρο 29,9% στο δυναμικό κοινό, φτάνοντας μέχρι το 33,4% στο κρίσιμο τελευταίο τέταρτο της διάρκειάς του.
Ήταν μια σπάνια στιγμή «ορατότητας» για μια μεταναστευτική κοινότητα που μας είναι τόσο οικεία όσο και ξένη, παρά τα τριάντα και πλέον χρόνια που βρίσκεται εδώ και βλέπει τα παιδιά της –που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ, που τελείωσαν εδώ τη μέση αλλά και την τριτοβάθμια εκπαίδευση– να μην μπορούν να βγάλουν ακόμα ελληνικές ταυτότητες, και να ομολογούν με πικρία και συγκατάβαση ότι «στην Αλβανία δεν είναι Αλβανοί και στην Ελλάδα δεν είναι Έλληνες».