ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΝΣΚΗΨΕΙ μια κατάρα, ένα δυσοίωνο πέπλο στο ελληνικό καλοκαίρι φέτος, με τις αλυσιδωτές περιπτώσεις των επισκεπτών που μοιάζουν να «πέφτουν σαν τις μύγες», θύματα στον βωμό των ονειρεμένων διακοπών.
Το τελευταίο δεκαήμερο έξι τουρίστες, ανάμεσά τους και μια διασημότητα –ο ατυχής Βρετανός τηλεπαρουσιαστής και διατροφολόγος Μάικλ Μόσλι που βρέθηκε νεκρός στη Σύμη– είτε έχουν χάσει τη ζωή τους είτε αγνοούνται στην ιδανική αλλά και ύπουλη συχνά γεωγραφία των ελληνικών νησιών.
Όλοι και όλες τους ήταν μιας κάποιας ηλικίας, ανάμεσα στη μέση και στην προχωρημένη. Όλοι και όλες τους ξεκίνησαν να κάνουν μια πεζοπορία (hiking) και δεν επέστρεψαν ποτέ (μέχρι στιγμής τουλάχιστον). Ήταν μόνο οι υψηλές θερμοκρασίες; Η άγνοια κινδύνου; Η πεποίθηση ότι τίποτα κακό δεν μπορεί να συμβεί στον παράδεισο; Η ελλιπής σηματοδότηση των μονοπατιών; Η κακιά η ώρα; Η κλιματική αλλαγή που δείχνει πλέον αδιακρίτως τα δόντια της; Όλα αυτά μαζί;
Ο τρόμος στις διακοπές, μέσα στην απόκοσμη ντάλα του καλοκαιριού είναι διπλός τρόμος. Και το να πεθαίνει κανείς ξαφνικά με οδυνηρό τρόπο ενώ κάνει μια αγαπημένη ψυχαγωγική δραστηριότητα –την πιο αγαπημένη του ίσως, αν τον ρωτούσες– είναι μάλλον ό,τι πιο άδοξο και τραγικό μπορεί να του συμβεί.
Όπου και να οφείλεται –ακόμα και σε τραγική σύμπτωση– αυτή η μακάβρια αλληλουχία των χαμένων τουριστών, είναι σαν να έχει αναρτηθεί (άλλη) μια προειδοποιητική πινακίδα –με νεκροκεφαλή για έμφαση– που σκιάζει τη θερινή εμπειρία και γράφει «Προσοχή στις διακοπές: Κίνδυνος Θάνατος». Ο τρόμος στις διακοπές, μέσα στην απόκοσμη ντάλα του καλοκαιριού είναι διπλός τρόμος. Και το να πεθαίνει κανείς ξαφνικά με οδυνηρό τρόπο ενώ κάνει μια αγαπημένη ψυχαγωγική δραστηριότητα –την πιο αγαπημένη του ίσως, αν τον ρωτούσες– είναι μάλλον ό,τι πιο άδοξο και τραγικό μπορεί να του συμβεί.
Ίσως είναι και αυτή η γελοία (δυτική) αντίληψη που έχει επικρατήσει παίρνοντας στον λαιμό της αθώο κόσμο, ότι τα πάντα είναι ένα ταξίδι (journey) και ότι οφείλει κανείς να απολαμβάνει πάση θυσία τη διαδρομή (κι ας είναι κακοτράχαλη) και να μην ασχολείται και τόσο με τον προορισμό ή πώς θα φτάσει με ασφάλεια σ’ αυτόν.
Πολλοί άνθρωποι επίσης λαχταρούν –δικαιολογημένα, δεν είναι ζωή αυτή που κάνουμε στις πόλεις και χειροτερεύει διαρκώς– να βρεθούν επιτέλους μόνοι τους στη φύση (στο «πουθενά»), παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι και η φύση προτιμά να είναι μόνη της και δεν τρέφει απαραίτητα φιλικά συναισθήματα για τους ανθρώπους, ακόμα κι αν πρόκειται για δηλωμένους φυσιολάτρες.
Η ιδέα της πεζοπορίας ως απόλαυσης και ως προσκυνήματος στη φύση και στη γεωγραφία αναπτύχθηκε από τους Ευρωπαίους περιηγητές κατά τον 18ο αιώνα και ενισχύθηκε από το κίνημα του Ρομαντισμού. Έκτοτε η φυσιολατρική προδιάθεση και η πνευματιστική / υπερβατική διάσταση του περιηγητικού τουρισμού έχει εξελιχθεί και γιγαντωθεί και πλέον βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Οι τουρίστες είναι πιο πολλοί από ποτέ και οι περιπατητές-περιηγητές το ίδιο. Κάποτε, όχι πολύ παλιά, αποτελούσαν μια συγκεκριμένη τουριστική φυλή – συχνά Γερμανοί, ακόμα πιο συχνά «χαρακτηρισμένοι» από το πέδιλο με την κάλτσα.
Θυμάμαι μέσα στα χρόνια περιπτώσεις ξένων αλλά και Ελλήνων τουριστών που έπαιρναν σβάρνα τα μονοπάτια και λιποθυμούσαν κατά τη διάρκεια της περιήγησης ή μετά, από τη ζέστη, από την αφυδάτωση, από την αβιταμίνωση, από την απότομη και βίαιη καταπόνηση του οργανισμού. Ποτέ όμως κάτι τόσο τραγικό και ανεπανόρθωτο σαν αυτό που συμβαίνει αυτές τις μέρες σε διάφορα νησιά. Κι ακόμα είναι αρχή της «σεζόν», μια λέξη που κάθε χρόνο αποκτά όλο και πιο δυσοίωνη χροιά.