Είμαι η Αρσινόη, και όταν μου ζητάνε να περιγράψω τον εαυτό μου η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό είναι «δημιουργική». Είμαι 25 ετών, έχω καταγωγή από το Ζαγόρι από την πλευρά και των δυο γονιών μου και μεγάλωσα στα Ιωάννινα. Σπούδασα Αρχιτεκτονική και πλέον εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη ως art director στον τομέα της διαφήμισης.
Έχοντας τις πρώτες μου αναμνήσεις στο χωριό μέσα στη φύση, σε ψηλά βουνά και τρεχούμενα νερά, ήταν αναπόφευκτο να αγαπήσω αυτόν τον τρόπο ζωής και να περνάω τον ελεύθερο χρόνο μου κάνοντας πεζοπορίες σε βουνά, αποζητώντας την επαφή με τη φύση, τα χωριά και τους ανθρώπους τους.
Το χωριό μου, Καλουτάς, Καλωτά ή Καλουτά, όπως είναι το επικρατέστερο, μπορεί να μην είναι ανάμεσα στα πιο γνωστά του Ζαγορίου αλλά για μένα είναι όλες μου οι παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις. Ανήκει στο Κεντρικό Ζαγόρι και στα μαρτυρικά χωριά, δηλαδή σ' εκείνα που κάηκαν το 1940 – τρία μόλις σπίτια παραμένουν από τότε, μαζί με την κεντρική εκκλησία του. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.000 μέτρων, καταπράσινο και αναπτύσσεται σε δύο μαχαλάδες.
Με τον εναλλακτικό τουρισμό να κερδίζει έδαφος, ομάδες ορεινού περπατήματος να δημιουργούνται συνεχώς και κυριότερα χάρη στην ανάγκη των ατόμων για μια καλύτερη ποιότητα ζωής με όλα τα οφέλη που προσφέρει η φύση, θεωρώ πως ολοένα περισσότεροι άνθρωποι σταδιακά θα παίρνουν την απόφαση να γυρίσουν στα χωριά τους.
Το σπίτι μου είναι στον πέρα μαχαλά, πετρόχτιστο, με δύο κληματαριές, μια με σταφύλια και μια με ακτινίδια, για καλύτερη σκιά και έναν μικρό κήπο που καλλιεργούν οι παππούδες μου. Δίπλα ακριβώς είναι η βρύση Δεσπότη, μία από τις οκτώ του χωριού, που είναι περισσότερες από τους μόνιμους κατοίκους του (μόλις τέσσερις), και τον καταρράκτη στο πλάι της. Το νερό τους είναι πόσιμο και είναι μια καθημερινή συνήθεια να πηγαίνεις με το παγούρι σου να παίρνεις νερό πριν από το μεσημεριανό φαγητό.
Εκτός του οικισμού, κοντά στο ποτάμι έχει διάφορα είδη μανιταριών. Είναι παράδοση να πηγαίνουμε μαζί με τον παππού μου, που ξέρει όλα τα «καλά» μανιτάρια, και να τα μαζεύουμε μέχρι να μη χωράνε άλλα τα χέρια μας. Εκεί βρίσκεται και το γεφύρι του Μύλου, το δεύτερο τρίτοξο του Ζαγορίου, που ονομάζεται έτσι επειδή παλιότερα είχε μύλο ακριβώς δίπλα του. Παίρνοντας τον δρόμο μετά το γεφύρι φτάνεις στο μοναστήρι της Παναγίας του Βυσσικού. Παλιότερα εκεί γινόταν το δεύτερο πανηγύρι του χωριού, το βράδυ της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου.
Ξεκινούσαν όλοι οι χωριανοί από το χωριό με ό,τι μέσα είχαν, με τα πόδια, με γαϊδουράκια, με αυτοκίνητα, και μετά την εκκλησία έτρωγαν όλοι μαζί εκεί. Το έθιμο αυτό το πρόλαβα κι εγώ στα τελευταία του χρόνια. Με το τέλος της εκκλησίας πηγαίναμε στα πάνω δωμάτια όπου παλιά φιλοξενούνταν οι μοναχοί, απλώναμε στις τάβλες πολύχρωμα τραπεζομάντιλα και από πάνω βάζαμε όλα τα φαγητά και τα ποτά που είχαμε φέρει. Τρώγαμε όλοι μαζί και οι μεγαλύτεροι έλεγαν ιστορίες.
Για μένα η ζωή στο χωριό είναι όλα όσα περιέγραψα, αλλά είναι κυρίως τα μικροπράγματα: το τρεχούμενο νερό στη βρύση, η ζακέτα που θα φορέσεις το βράδυ, ο μεσημεριανός ύπνος, τα κεράσια από τον κήπο, η βόλτα στα καλντερίμια, το τσίπουρο στο καφενείο της πλατείας, το πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο και οι ανοιχτές πόρτες των σπιτιών. Για να υπάρχουν όλα αυτά όμως χρειάζεται κόσμος. Κόσμος που μένει μόνιμα στα χωριά και δεν τα επισκέπτεται απλώς τον Αύγουστο. Κόσμος που δεν έχει βγει στη σύνταξη και περνάει τα τελευταία του χρόνια εκεί, αλλά δουλεύει και ζει στα χωριά.
Δυστυχώς, η εικόνα που υπάρχει σήμερα στο Ζαγόρι είναι χωριά είτε πολύ τουριστικά είτε εγκαταλελειμμένα, με λίγους μόνιμους κατοίκους. Απόδειξη αυτού, που μπορεί να φανεί αστεία, είναι τα καφενεία και οι φούρνοι. Το καφενείο είναι ο τόπος συνάντησης σε κάθε χωριό, ο χώρος όπου θα γνωρίσεις νέο κόσμο ή θα συναντήσεις παλιούς γνώριμους, που θα κεράσεις τον διπλανό σου, θα πιεις, θα φας, θα διασκεδάσεις.
Λίγα χωριά έχουν ακόμα καφενείο, τρία ή τέσσερα συγκεκριμένα – τα περισσότερα είτε αλλάζουν συνεχώς ιδιοκτησία είτε κλείνουν οριστικά. Όσο για τους φούρνους, σε κανένα από τα 47 χωριά του Ζαγορίου δεν υπάρχει φούρνος. Μέρα παρά μέρα ένα βανάκι περνάει από τα πιο μεγάλα χωριά, φέρνοντας στους κατοίκους τις παραγγελίες τους σε ψωμί, αυγά και γάλα από τη Μεταμόρφωση, έναν οικισμό κοντά στα Ιωάννινα.
Παρ' όλα αυτά, επιλέγοντας να είμαι αισιόδοξη και έχοντας δει παραδείγματα ανθρώπων που πέτυχαν την επιστροφή στις ρίζες, θεωρώ πως το Ζαγόρι μπορεί να ξαναζωντανέψει και να γίνει πράξη η αποκέντρωση. Με τον εναλλακτικό τουρισμό να κερδίζει έδαφος, ομάδες ορεινού περπατήματος να δημιουργούνται συνεχώς και κυριότερα χάρη στην ανάγκη των ατόμων για μια καλύτερη ποιότητα ζωής με όλα τα οφέλη που προσφέρει η φύση θεωρώ πως ολοένα περισσότεροι άνθρωποι σταδιακά θα παίρνουν την απόφαση να γυρίσουν στα χωριά τους.
Είτε αυτό σημαίνει να ασχοληθούν με την οικογενειακή επιχείρηση, είτε με ένα επάγγελμα που έχει εκλείψει, είτε με την υλοτομία, την κτηνοτροφία, τη γεωργία, είτε ακόμη δουλεύοντας remote.
Η τεχνολογία αλλάζει, λοιπόν, φέρνοντας νέες δυνατότητες στα άτομα που αναζητούν έναν ενναλακτικό τρόπο ζωής μακριά από κίνηση, επταώροφα κτίρια, νυχτερινή ζωή και καυσαέριο. Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους που προτιμούν αυτόν τον τρόπο ζωής; Τα περισσότερα άτομα της ηλικίας μου, η γνωστή Gen Z, ακούγοντας ότι το Σαββατοκύριακο που έχω ελεύθερο θα επιλέξω να πάω στο βουνό χωρίς σήμα και ότι περνάω τις περισσότερες ώρες της μέρας μου ράβοντας φράσεις όπως το «άι σαπέρα» και το «τι 'ν' τούτου;», το λιγότερο σοκάρονται. Η ζωή στο χωριό τούς φαίνεται κάτι παλιό που αναγκαζόταν ο κόσμος να κάνει και τώρα δεν χρειάζεται.
Υπάρχουν, ευτυχώς για μένα, και πολλοί νέοι άνθρωποι που, επειδή έχουν γεννηθεί και ζήσει μέσα στο internet, στη δημιουργία του Instagram, του snapchat, του be real, αναζητούν έναν διαφορετικό, πιο αυθεντικό τρόπο ζωής. Θέλουν να εξερευνήσουν τα χωριά, να βρουν ομάδες για να πηγαίνουν για πεζοπορία και να μάθουν όλες τις περίεργες λέξεις που θα ακούσουν από έναν παππού.
Εξάλλου, για μένα το σημαντικό δεν είναι να είμαστε προσκολλημένοι στο παρελθόν, στο πόσο καλύτερα ήταν όλα παλιά, που τα χωριά ήταν γεμάτα με κόσμο, αλλά να προσπαθήσουμε, με τα βιώματα και τις αναμνήσεις που έχει ο καθένας, να προσφέρουμε και να προβάλλουμε τον τόπο μας, με τα καλά και τα κακά του. Αυτό είναι για μένα το «Τίσερτς, είχαμε και στο χωριό μας», ένας τρόπος να εκφράσω την αγάπη μου για τον τόπο μου και να νιώθω ακόμη κομμάτι του, όσο μακριά κι αν είμαι.
Πρόκειται για ένα project με custom μπλουζάκια και άλλα πολλά που σχεδιάζω, με φράσεις που είχαμε και συνεχίζουμε να έχουμε ακόμα στα χωριά της Ηπείρου, και όχι μόνο. Οι φράσεις αυτές που ακούμε από τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας σχεδιάζονται με handwritten γραμματοσειρά και ράβονται από μένα σε κοντομάνικα, φούτερ, ταγάρια και καπέλα με βελόνα και μουλινέ, όπως παλιά.
Ξεκίνησε από μια πολύ αγαπημένη μου στιγμή, όταν ανέβηκα με τη μητέρα μου πέρσι τον Αύγουστο στη Δρακόλιμνη της Τύμφης στα 2.000 μέτρα και είδα μπροστά μου το πιο όμορφο τοπίο που έχω αντικρίσει. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που σκεφτόμουν ότι αυτές τις μέρες πρέπει να τις θυμόμαστε. Έτσι σχεδίασα το πρώτο Τίσερτ, ως έκπληξη για τη μαμά μου. Το σχέδιό του ήταν αυτό ακριβώς που κάναμε, «Θα παρ' τα βνα». Κάπως έτσι ξεκινήσαμε. Ανεβήκαμε στη Δρακόλιμνη, έπειτα από πολύωρο περπάτημα πετύχαμε ένα κοπάδι από αγριόγιδα, ήπιαμε καφέ στο καταφύγιο, είδαμε την Αστράκα από ψηλά και φωτογραφίσαμε τα άγρια άλογα.
Έχοντας περάσει ένας χρόνος περίπου από τότε, τα Τίσερτς έχουν εξελιχθεί σε ένα project που κόσμος με τις ίδιες αναμνήσεις, τα ίδια βιώματα, τις ίδιες ρίζες, την ίδια αγάπη για το βουνό αγαπάει και στηρίζει. Στόχος του όλου εγχειρήματος είναι να επανενωθούν τα άτομα με τις αναμνήσεις τους, τον τόπο τους, την παράδοση, την ντοπιολαλιά, τα χωριά, τη φύση· να αγαπήσουν φράσεις που θα ντρεπόντουσαν να χρησιμοποιήσουν στην καθημερινότητά τους και θα δυσανασχετούσαν αν τις άκουγαν από κάποιον μεγαλύτερο ή, στην καλύτερη, θα γελούσαν.
Να διασωθεί η ντοπιολαλιά και η άυλη κληρονομιά που φέρει μαζί της, έθιμα, παραδόσεις, ιστορίες από τα παλιά. Να είναι παράσημο και όχι μειονέκτημα η λέξη «χωριατάκι». Να νιώθεις περήφανος που είσαι από χωριό ή που αγαπάς το χωριό όπως εγώ, όταν με φωνάζει η μαμά μου «χωριατάκι από την Καλουτά».
Ο στόχος του site που δημιούργησα, πέρα από τη προώθηση των διαθέσιμων σχεδίων, είναι να σε εισαγάγει στην νοοτροπία των χωριών, και ειδικότερα του Ζαγορίου. Γι' αυτό έχει δομηθεί πάνω στις εξής φράσεις: «Σχέδια απ’ το Ζαγόρι», «Πανηγύρια στα βουνά» και «Λεξικό του χωριού». Ξεκινώντας από τη σελίδα «Σχέδια απ’ το Ζαγόρι», συστήνω τις δικές μου ρίζες που με συνδέουν με αυτό, με τη μαμά και τη γιαγιά μου, και τα πράγματα που μας δένουν ακόμη και σήμερα, τα καθημερινά, όπως το να συλλέγουμε νερό από τη βρύση του χωριού, να διαλέγουμε κάστανα για να τα ψήσουμε στη μασίνα και να μαζεύουμε τσάι από το βουνό το καλοκαίρι.
Συνεχίζοντας με τη σελίδα «Πανηγύρια», αναφέρομαι στις τέσσερις βασικές έννοιες του Ζαγορίου. Ζαγόρι σημαίνει πλάτανος, μεσοχώρι, τραγούδι, σημαίνει και πανηγύρι, ιδιαίτερα για όσους έχουν την τύχη να τα έχουν ζήσει παλιότερα όπως εγώ, ως παιδί. Το συγκλονιστικό είναι πως οι άνθρωποι, ντόπιοι και μη, την ημέρα του πανηγυριού αλλάζουν, μεταμορφώνονται. Τους συνεπαίρνουν ο ήχος, ο χορός, τα συναισθήματά τους.
Ακολουθεί το «Λεξικό» με όλες τις διαθέσιμες φράσεις που συνιστούν την ντοπιολαλιά και τη σημασία τους και κλείνει με τη σελίδα «του χωριού» με μικροπράγματα που έχω στο δικό μου χωριό, όπως η γκλίτσα του παππού, η μασίνα της γιαγιάς και η βελέντζα του σπιτιού.
Στόχος μου είναι το site μελλοντικά να εξελιχθεί, πέρα από eshop, και σε ένα μέσο παρουσίασης του Ζαγορίου, που να δείχνει από μέρη και τοπόσημα για να επισκεφτείς μέχρι ιδιαίτερα ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Ένας οδηγός που σου μαθαίνει τον τόπο πίσω από το βουνό (αυτό σημαίνει Ζαγόρι) στον πυρήνα του, με τη ματιά κάποιου που το έχει ζήσει, το έχει περπατήσει και το έχει γευτεί.