Το 1966 ήταν μια κομβική χρονιά για το εγχώριο σινεμά. Βασικά, γιατί στο 7ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (22-28 Σεπτεμβρίου 1966) θα προβάλλονταν, μεταξύ άλλων, οι ταινίες «Ο Θάνατος του Αλέξανδρου» του Δημήτρη Κολλάτου, «Μέχρι το Πλοίο» του Αλέξη Δαμιανού, «Πρόσωπο με Πρόσωπο» του Ροβήρου Μανθούλη, «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου, «Με τη Λάμψη στα Μάτια» του Πάνου Γλυκοφρύδη, «Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος» του Σωκράτη Καψάσκη και «Τζίμης ο Τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη – ταινίες, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα επιχειρούσαν να αρθρώσουν έναν άλλο κινηματογραφικό λόγο, τοποθετημένο μακριά από την κυρίαρχη αισθητική (εκείνη που είχε καθιερώσει η Finos Films) και σε σχέση με την αφήγηση, μα και σε σχέση με τα θέματα.
Αυτές τις «ελευθερίες» τις παρείχε ναι μεν η εποχή, καθώς τα διδάγματα της νουβέλ-βαγκ κυρίως κατέφθαναν από τη Γαλλία, αλλά και η πολιτική συγκυρία, αφού μετά από την επικράτηση της Ενώσεως Κέντρου, στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, θα άρχιζε να πνέει ένας άνεμος «αλλαγής» στις Τέχνες και τα Γράμματα.
Μπορεί το 1966 να μην κυβερνούσε πια η παράταξη του «κέντρου», όμως η Τέχνη και δη ο κινηματογράφος εξακολουθούσε να πειραματίζεται, σε κάθε επίπεδο, επιζητώντας μια νέα ταυτότητα – πιο τολμηρή, πιο ουσιαστική και πιο κοντά στην πραγματικότητα τόσο στο αισθητικό, όσο και στο κοινωνικό πεδίο. Έτσι, διάφοροι παραγωγοί, οι οποίοι όλα τα προηγούμενα χρόνια επένδυαν μόνο σε ταινίες «για όλη την οικογένεια», πλέον δοκίμαζαν να απευθυνθούν και σ’ ένα πιο υποψιασμένο κοινό, προτείνοντάς του απαιτητικότερες επιλογές.
Εκείνο που δημιουργεί μια πρώτη θετική εντύπωση στην ταινία του Κάραμποτ είναι το θέμα της βασικά, και όχι η φόρμα της, η οποία δεν ξεφεύγει από το ύφος του τυπικού αφηγηματικού κινηματογράφου της εποχής.
Φερ’ ειπείν η εταιρεία Αφοί Ρουσσόπουλοι, Γ. Λαζαρίδης, Δ. Σαρρής-Κ. Ψαρράς μπορεί να υπήρχε από το 1959, προσφέροντας ποικίλες επιτυχημένες ταινίες για το «μέσο γούστο», όμως θα έπρεπε να φθάσει το 1966 για να ρίξει χρήμα σε κάτι πιο ιδιαίτερο, όπως ήταν οι παραγωγές της «Η 7η Ημέρα της Δημιουργίας», σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη και «Γεύση από Έρωτα» σε σκηνοθεσία Φράνσις Κάραμποτ.
Ο Κάραμποτ δεν ήταν ένας άγνωστος σκηνοθέτης –στη δεδομένη συγκυρία–, βασικά γιατί ήταν ένας ήδη βραβευμένος «μικρομηκάς», αφού το 1964 είχε γυρίσει το σχετικό με τη Δανία ντοκιμαντέρ «4.500.000 Φίλοι» (που είχε προβληθεί στη Θεσσαλονίκη και σε διεθνή φεστιβάλ, βραβευμένο με Α Κρατικό Βραβείο) και «Ήπειρος» (Β Κρατικό Βραβείο για το 1965), ενώ την ίδια χρονιά θα ετοίμαζε και μια άλλη ταινία, με προσχηματική υπόθεση τούτη τη φορά, που είχε τίτλο «Αναμνήσεις από την Ελλάδα» και που θα προβαλλόταν στις Κάννες και σε άλλα διεθνή φεστιβάλ, για να βραβευτεί, και αυτή, με Γ Κρατικό Βραβείο. Και κάπως έτσι το πέρασμά του από τις ταινίες μικρού μήκους σε μια «κανονική» παραγωγή, δεν μπορεί παρά να ήταν αναμενόμενο.
Λέμε λοιπόν για την ταινία «Γεύση από Έρωτα» (1966) σε παραγωγή της εταιρείας Αφοί Ρουσσόπουλοι, Γ. Λαζαρίδης, Δ. Σαρρής-Κ. Ψαρράς, με σενάριο-σκηνοθεσία από τον Φράνσις Κάραμποτ, και με συνεργάτες τον Νίκο Νικολαΐδη στα ντεκόρ, τους Συράκο Δανάλη, Αριστείδη Καρύδη-Fuchs και Γρηγόρη Δανάλη στη φωτογραφία (τρεις διευθυντές, προφανώς γιατί τα «επεισόδια» ήταν γυρισμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και από διαφορετικά συνεργεία) και με τον ήδη καταξιωμένο συνθέτη Αργύρη Κουνάδη στη μουσική (που θα είχε κοντά του και τον Γεράσιμο Μηλιαρέση στη σόλο κιθάρα).
Εκείνο που δημιουργεί μια πρώτη θετική εντύπωση στην ταινία του Κάραμποτ είναι το θέμα της βασικά, και όχι η φόρμα της, η οποία δεν ξεφεύγει από το ύφος του τυπικού αφηγηματικού κινηματογράφου της εποχής.
Μπορεί να υπάρχει αυτό το πήγαινε-έλα στο παρόν και στο παρελθόν, με τις εναλλαγές και τα flashbacks, αλλά η χωροχρονική άρθρωση της ταινίας είναι συμβατική, και όχι όσο θα μπορούσε ανατρεπτική – αν υποθέσουμε πως υπάρχουν επιρροές από τη νουβέλ-βαγκ. Και όντως υπάρχουν, αλλά αυτές είναι πρωτόλειες και σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται να συγκριθούν με την «ανάγνωση» στα διδάγματα του γαλλικού «νέου κύματος», που είχε κάνει την ίδια εποχή ο Ροβήρος Μανθούλης στο «Πρόσωπο με Πρόσωπο». Όμως στη «Γεύση από Έρωτα» υπάρχει «θέμα», σοβαρό, και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι σημαντικό από μόνο του.
Ο Φράνσις Κάραμποτ επιχειρεί να κάνει μια ταινία ανατέμνοντας την ερωτική ψυχολογία μιας νέας γυναίκας της εποχής του – κάτι που θα συνέβαινε μάλλον για πρώτη φορά στον ελληνικό κινηματογράφο. Μπορεί να υπήρχαν κι άλλες «ερωτικές» ταινίες, γυρισμένες την ίδια εποχή, αλλά δεν θυμάμαι καμία, που να καλύπτει, καθ’ όλη τη διάρκειά της, με την προσήλωση του ντοκιμαντέρ στο ζητούμενο, την ερωτική συμπεριφορά μιας μικροαστής, που, επί της ουσίας, χαραμίζει τη ζωή της, αδυνατώντας να απολαύσει τον έρωτα στην ολότητα και την ολοκλήρωσή του.
Βασικά, η πρωταγωνίστρια παίρνει μια... γεύση από έρωτα, που δεν είναι καν σαρκική, σωματική, καθώς αφήνεται να γεράσει «κουμπωμένη» και με «κομμένα τα φτερά», μέσα από τις συμβάσεις και τα πλαίσια, που έχουν αποφασίσει άλλοι (η οικογένειά της, ο κοντινός περίγυρός της, η κοινωνία) για ’κείνη. Όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Φράνσις Κάραμποτ στο περιοδικό «Εικόνες» (Ιούνιος 1966):
«Το “Γεύση από Έρωτα” είναι η αισθηματική πορεία μιας κοπέλας του καιρού μας, που σαν όλα τα κορίτσια των καλών και ευπόρων μικροαστικών σπιτιών αρχίζει τη ζωή της από την μέση. Η Λένα ξέρει τα πάντα από δεύτερο χέρι. Τι είναι φόβος, τι είναι πόλεμος, τι είναι αγάπη, τι καθήκον, τι συζυγική ζωή, όλα τα έχει η Λένα “ακουστά”, όλα βρίσκονται τακτοποιημένα στο μυαλό της με μια ετικέτα, σύμφωνα με τον κώδικα συμπεριφοράς των δικών της και του περιβάλλοντός της. Στο σχολείο η Λένα είναι πάντα η πρώτη μαθήτρια. Όχι επειδή αγαπούσε τα γράμματα, αλλά επειδή η μητέρα και η γιαγιά της έπαιρναν, κι αυτές, πάντα άριστα. Στον έρωτα όμως; Στα 18 ή και στα 23 της χρόνια η Λένα δεν είναι ακόμα ώριμη ν’ αποφασίσει, να πάρει μια πρωτοβουλία. Έτσι περνά χωρίς να την αγγίξει η ιστορία τού πρώτου φλερτ, έτσι ξεγλιστρά από τα χέρια της, δίχως να το καταλάβει, ο μεγάλος έρωτας. Όταν, όμως, θα συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβη, και πώς, θα είναι πια αργά. Η Λένα είναι τώρα ώριμη, για να ζήσει την ατέλειωτη ρουτίνα ενός αξιοπρεπούς και “λογικού” γάμου».
Η ταινία του Φράνσις Κάραμποτ, όπως προαναφέραμε, πηγαίνει «μπρος-πίσω». Η Λένα –την οποία υποδύεται με εσωτερική συνέπεια και σοβαρότητα μια ηθοποιός, που πέρασε σαν βέλος από το ελληνικό κινηματογράφο και το θέατρο, στο μέσο του ’60, υποδυόμενη συνήθως ρόλους ενζενί, εγκαταλείποντας τα πλατώ πολύ νωρίς, η Λίλιαν Μηνιάτη – ζει στο τώρα. Έχει μόλις επιστρέψει από το γαμήλιο ταξίδι της στη Ρώμη και καθώς δέχεται ένα τηλεφώνημα από την άσπονδη φίλη της Αλίκη (παίζει, σε πρώτη εμφάνιση, η Βίλμα Λαδοπούλου, ηθοποιός και τραγουδίστρια της εποχής, συνεργάτιδα και φίλη του Βαγγέλη Παπαθανασίου) αναστατώνεται.
Η Λένα πληροφορείται την άφιξη στην Αθήνα μια παλιάς σχέσης της, του μοναδικού ανθρώπου που η ίδια θα ερωτευόταν και θα αγαπούσε πραγματικά – ένα γεγονός, που θα την οδηγήσει σταδιακά πίσω στο χρόνο, καθώς επανέρχονται στη μνήμη της όλοι οι άντρες που ερωτεύτηκε, πλατωνικά ας το πούμε, ή σχετίστηκαν μαζί της.
Είναι ο καθηγητής της γυμναστικής στο Γυμνάσιο, τον οποίον επιπόλαια ερωτεύεται, είναι ένας συμμαθητής της, ο οποίος ενδιαφέρεται σοβαρά για ’κείνη (πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο για τον Δημήτρη Ποταμίτη), αλλά η Λένα τον περιπαίζει, είναι ο Πάνος (Γιώργος Τζώρτζης), ένας νέος φοιτητής / επιστήμονας, με ανοιχτή καριέρα μπροστά του, τον οποίον η Λένα θα ερωτευθεί αληθινά (είναι ο πρώτος και τελευταίος αληθινός έρωτάς της), αλλά η ατολμία της θα την οδηγήσει να τον χάσει μέσα από τα χέρια της, είναι το αφεντικό της (παίζει ο Πάρις Αλεξάντερ), ένας πλεϊμπόι, στον οποίον η Λένα θα δοθεί σχεδόν δίχως να το καταλάβει και τέλος είναι ο άντρας της, ένας τακτοποιημένος επαγγελματικά 40άρης (υποδύεται ο Θεόδωρος Έξαρχος), στον οποίον η Λένα θα βρει μόνο τη «σιγουριά» και τίποτα παραπάνω. Μέσα απ’ αυτό το πλέγμα των σχέσεων αποκαλύπτεται ο χώρος που κινείται η Λένα και ο οποίος (χώρος), οικογενειακός και κοινωνικός, αποβαίνει καταδικαστικός για την περίπτωσή της.
Κατά βάση η Λένα είναι δυστυχισμένη. Ζει μέσα στις μικροαστικές συμβάσεις, σ’ ένα περιβάλλον αρτηριοσκληρωτικό, το οποίο προσδιορίζεται από δύο τινά – μια κάποια οικονομική άνεση κι έναν συναισθηματικό καθωσπρεπισμό. Όλη η ζωή της και όλες οι επιλογές της καταλήγουν πάντα σ’ ένα «πρέπει», καθώς η ίδια δεν έχει την δύναμη να αποφασίσει αληθινά για τον εαυτό της, ακολουθώντας διαδρομές επιβεβλημένες από άλλους. Ουσιαστικά η Λένα ζει μια ζωή στο ρελαντί, ανίκανη να κάνει το βήμα ή το άλμα, που θα την φέρει σε κόντρα με την τάξη της και τον κοινωνικό περίγυρό της, επιλέγοντας να ζήσει δίχως λαχτάρα, εκμηδενισμένη ουσιαστικά στο πλευρό ενός συζύγου, αρκετά μεγαλύτερού της, επειδή έτσι αρμόζει.
Η ταινία διαθέτει αρκετές ενδιαφέρουσες σκηνές, με την τελευταία όλων να είναι απλώς συγκλονιστική – αληθινά ανατριχιαστική. Η Λένα περπατά μόνη της στο δρόμο, πάντα με το ίδιο ντύσιμο και με το ίδιο στυλ, ενώ σε κάθε βήμα της, όταν η κάμερα κινηματογραφεί πότε τα πόδια της και πότε το πρόσωπό της, τη βλέπουμε να μεταμορφώνεται από νέα, σε μεσόκοπη και από ’κει σε ηλικιωμένη (το μακιγιάζ έχει κάτι το τρομώδες). Όλη η ζωή της έχει κυλήσει πάνω σε μια ευθεία, χωρίς τίποτα να την διαταράξει, βασικά μέσα στη μηδαμινότητα και τη συναισθηματική ανυπαρξία.
Λίγες μέρες πριν από την προβολή της ταινίας θα έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός» (15 Οκτ. 1966): «Γεύση από Έρωτα λέγεται η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, που γύρισε ο βραβευμένος σκηνοθέτης Φράνσις Κάραμποτ, για λογαριασμό της εταιρείας Λαζαρίδης, Ψαρράς κ.λπ., σε σενάριο δικό του. Πρόκειται για μία ταινία που το γύρισμά της κράτησε έξι μήνες –ρεκόρ χρονικού διαστήματος για ελληνική ταινία– και καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να είναι κάτι το απολύτως διαφορετικό και ξεχωριστό απ’ ό,τι βλέπουμε συνήθως.(...) Η υπόθεση στηρίζεται στην ιστορία μιας γυναίκας, που στη ζωή της δε συνέβη τίποτα το συνταραχτικό, αντίθετα με τις ηρωίδες των ξένων ταινιών, οι πλάτες των οποίων σηκώνουν όλες τις δραματικές καταστάσεις των σεναριογράφων τους. Είναι η ιστορία χιλιάδων γυναικών, που δεν ασχολήθηκε ποτέ μαζί τους ο Τύπος και η δημοσιότης. Η ζωή της καθημερινής γυναίκας, όπως τη βλέπουμε κάτω από το πρίσμα αστικών συνηθειών, πλαισιωμένων από θρησκευτικά και κοινωνικά ταμπού. Την μουσική έγραψε ο Αργύρης Κουνάδης. Η σύνθεσή του δεν μπήκε στην ταινία σαν ένας δευτερεύων παράγων, αλλά σαν βασικός συντελεστής, που υπογραμμίζει και τονίζει τις κύριες καταστάσεις του έργου».
Όντως, η μουσική του Αργύρη Κουνάδη είναι πολύ καλή (ακόμη και τζαζ επιρροές ανιχνεύονται σ’ αυτή), αλλά το μεγάλο ατού της ταινίας του Φράνσις Κάραμποτ ήταν η εντυπωσιακή Λίλιαν Μηνιάτη – η βασική ηθοποιός, που παίρνει πάνω της όλο το σενάριο, δημιουργώντας, ασυζητητί, τον κορυφαίο ρόλο της μικρής κινηματογραφικής διαδρομής της (η Μηνιάτη θα πρωταγωνιστούσε σε δώδεκα μόλις ταινίες, στο διάστημα 1964-1967).
Η «Γεύση από Έρωτα» θα βγει στις αίθουσες την Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 1966, θα πέσει πάνω στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, και, χοντρικά, θα καταπλακωθεί από τα μπλοκμπάστερ της εποχής, κάτι που θα καταγραφόταν και στον πίνακα εισπράξεων της σεζόν 1966-67, με την ταινία να τοποθετείται στη θέση #87 (μεταξύ των 117 ταινιών της περιόδου), κόβοντας μόλις 53.362 εισιτήρια, στις αίθουσες πρώτης προβολής της Αθήνας, του Πειραιά και των προαστίων. Σίγουρα της άξιζε καλύτερη τύχη...
Αργύρης Κουνάδης - Γεύση από Έρωτα