Με την ονομασία “Modesty Blaise” αναγνωρίζεται ένα διάσημο βρετανικό κόμικ της δεκαετίας του ’60, που, την ίδια εποχή, θα γινόταν δημοφιλές και στην Ελλάδα. Το κόμικ, που είχε να κάνει με την ηρωίδα Modesty Blaise, δημιούργημα του συγγραφέα Peter O'Donnell και του σκιτσογράφου Jim Holdaway, θα εμφανιζόταν για πρώτη φορά στην λονδρέζικη εφημερίδα “Evening Standard”, στις 13 Μαΐου 1963, και θα γινόταν αγαπητό από την αρχή.
Το κόμικ έπαιρνε αφορμή από αληθινά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Λογικό. Είχαν περάσει μόλις 18 χρόνια από τη λήξη του και πολλές ιστορίες στην λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο κ.ά., φώτιζαν συγκεκριμένες πτυχές αυτής της οδυνηρής περιόδου.
Η Modesty Blaise ήταν, στην αρχή, ένα ανώνυμο κορίτσι, με προβλήματα μνήμης, που ζούσε εκτοπισμένο σ’ έναν καταυλισμό στην Ελλάδα, στο (ανύπαρκτο) μέρος Kalyros – πριν αποδράσει και αρχίσει να περιπλανιέται σε μια ευρεία περιοχή, που εκτεινόταν από τη Μέση Ανατολή έως και τις ακτές της Βόρειας Αφρικής, μαθαίνοντας να επιβιώνει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Δίπλα της θα βρεθεί ένας άλλος εκτοπισμένος, ο Ούγγρος Lob, που θα την πάρει υπό την προστασία του, δίνοντάς της το όνομα Modesty (δηλαδή σεμνότητα, μετριοφροσύνη). Ο Lob κάποια στιγμή πεθαίνει, με την Modesty, που πλέον ακούει και στο επώνυμο Blaise, να ηγείται μιας εγκληματικής οργάνωσης στην Ταγγέρη. Τότε είναι, όταν γνωρίζει το δεξί της χέρι, τον Willie Garvin, κάνοντας μάλιστα κι ένα γάμο στην πορεία, μ’ έναν Άγγλο κάπου στη Βυρηττό, προκειμένου να αποκτήσει τη βρετανική υπηκοότητα. Η Modesty Blaise έχει βγάλει πολλά λεφτά από τις έκνομες δραστηριότητές της, κι έτσι, κάποια στιγμή αποφασίζει να «τα φάει» στην Αγγλία, μαζί με τον Garvin (με τον οποίον δεν είναι ζευγάρι, καθώς η σχέση τους είναι πλατωνική). Εκεί, στο νέο περιβάλλον, και μπαϊλντισμένοι από την απραξία, η Modesty Blaise και ο Willie Garvin θα αποφασίσουν να βοηθήσουν έναν (άγγλο) πράκτορα, μπλέκοντας σε νέες περιπέτειες. Απ’ αυτό το σημείο ξεκινά να εκτυλίσσεται το κόμικ.
Παρόλη τη διάχυση της Modesty Blaise στην ελληνική πραγματικότητα, το καλοκαίρι του ’66, η ταινία του Joseph Losey, με την Monica Vitti, δεν θα προβληθεί στη συγκεκριμένη συγκυρία, ως ένα καλοκαιρινό και ευχάριστο θέαμα, μα στο τέλος Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, όταν ο ντόρος είχε πλέον κάπως «κάτσει». Και αυτό είναι κομματάκι περίεργο.
Ώθηση στον «μύθο» της Modesty Blaise θα έδινε βεβαίως η ταινία, με τον ίδιο τίτλο», σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Joseph Losey, με την Monica Vitti στον κεντρικό ρόλο και με συμπρωταγωνιστές τους Terence Stamp και Dirk Bogarde (απίθανο καστ!), η οποία προβάλλεται στο 19ο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών, στις 7 Μαΐου 1966. Η ταινία περνάει μάλλον απαρατήρητη στο φεστιβάλ –ίσως να ήταν πολύ ποπ, για τα δεδομένα του θεσμού–, αλλά η περσόνα της Modesty Blaise, όπως θα ενσαρκωνόταν από την Vitti, θα γινόταν αντικείμενο θαυμασμού. Έτσι, και πριν ακόμη προβληθεί η ταινία στην Ελλάδα, θα έγραφαν γι’ αυτήν τα μίντια. Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Εμπρός» της 4ης Ιουνίου 1966:
«Ένας νέος τύπος γυναίκας στον ορίζοντα. Η κόρη του διαστήματος. Ανεξάρτητη, αισθηματική, δίχως κόμπλεξ, δραστήρια στη δουλειά της την ημέρα, και γεμάτη θηλυκότητα τις νύχτες.(...) Ακριβώς αυτό τον τύπο γυναίκας (που μιμούνται τώρα εκατομμύρια τριαντάρες της Ευρώπης) ενσαρκώνει η Μόνικα Βίττι στον ρόλο της “Μόντεστυ Μπλαίηζ” του Γιόζεφ Λόουζυ. Είναι ένα γυναικείο στυλ αξιοθαύμαστα ελκυστικό, είναι μια μόδα πιο καινούργια από τα “γιεγιεδάκια” και τα συναφή. Μια μόδα που γεννήθηκε τούτη την άνοιξη: η μόδα της κόρης του διαστήματος».
Είναι προφανές πως τα μίντια ψάχνονταν για να λανσάρουν νέα πρότυπα και πως η αεροδιαστημική, που βρισκόταν τότε στο φόρτε της, δημιουργούσε καινούρια δεδομένα. Άσχετα εν πολλοίς με την φυσιογνωμία της Modesty, αλλά αυτό δεν έχει σημασία...
Στις 10 Ιουνίου 1966 η ιστορία της Modesty Blaise θα εμφανισθεί για πρώτη φορά στις «Εικόνες», με την «χάρτινη» ηρωίδα να παρουσιάζεται κάπως σαν τον θηλυκό James Bond. Ποια ήταν λοιπόν η ταυτότητά της; Όπως διαβάζουμε στο περιοδικό:
«Προέλευση: Τόπος γεννήσεως άγνωστος, ημερομηνία γεννήσεως άγνωστη, ηλικία πάντως... 26 ετών περίπου. Σπουδαί: Αυτοδίδακτη. Επάγγελμα: Εισοδηματίας. Προηγούμενο επάγγελμα: Αρχηγός του “Δικτύου”, ενός διεθνούς εγκληματικού συνδικάτου με έδρα την Ταγγέρη. Οικονομική κατάσταση: Βαθύπλουτη. Παρούσα διεύθυνση: Λονδίνο W1. Στενοί φίλοι: Μόνον ένας, ο Ουίλλη Γκάρβιν, τυχοδιώκτης. Χόμπυ: Πολύτιμες πέτρες. Μελλοντικά σχέδια: ;;; Αυτά είναι τα μόνα γνωστά για την Μόντεστυ Μπλαίηζ. Αλλά ποιος μπορεί να είναι ποτέ βέβαιος για τον θηλυκό αυτόν σατανά, που μπροστά της ο Τζαίημς Μποντ μοιάζει με παιδάκι;».
Από την 17η Ιουνίου 1966, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό θα έβλεπε τις «χάρτινες» περιπέτειες της Modesty Blaise, κατ’ αποκλειστικότητα, στις «Εικόνες». Και στις «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου (δηλαδή μέχρι και το τεύχος #600, της 21ης Απριλίου 1967), όταν θα δημοσιεύονταν οι περιπέτειες “La Machine” (Η Μηχανή) και “The Long Lever” (Ο Μεγάλος Μοχλός), αλλά και στις «Εικόνες» επί Παπύρου Πρεςς (Πουρνάρας) όταν στο τεύχος #602 (15 Μαρ. 1968) θα ξεκινούσε η δημοσίευση της περιπέτειας “The Mind of Mrs. Drake” (Το Μυαλό της Κυρίας Ντρέηκ).
Το καλοκαίρι του ’66, πάντα πριν από την προβολή της ταινίας του Joseph Losey στη χώρα μας, η περσόνα της Modesty Blaise είναι πλέον τόσο ισχυρή, ώστε να περνά χαλαρά και στο ελληνικό θέατρο, και δη στην επιθεώρηση! Αναφερόμαστε, βεβαίως, στο έργο «Η Πεπονόφλουδα» των Μ. Βασιλειάδη-Γ. Κατσάμπη-Λ. Μιχαηλίδη-Κώστα Στολίγκα-Σ. Δόξα, οι οποίοι ενσωματώνουν ανάλογο σκετς στο έργο, έχοντας ως Ελληνίδα Modesty Blaise την Μάρθα Καραγιάννη! Μια μελαχρινή; Φυσικά, καθότι και η ορίτζιναλ Modesty Blaise, στο πρωτότυπο κόμικ των Peter O'Donnell και Jim Holdaway, ήταν επίσης μελαχρινή.
Και κάπως έτσι, ξανά το «Εμπρός», θα έσκαγε στις 9 Ιουλίου 1966, με πηχυαίους τίτλους στη σελίδα 7 τού τύπου... «Η Μάρθα Καραγιάννη αναστατώνει την Αθήνα / Μια σέξυ κοπέλα με μίνι-φούστα στο δρόμο, στη σκηνή, στη θάλασσα», ενώ πιο κάτω, θα περιγράφονταν και σκηνές από την παράσταση:
«Βράδυ περίπου 11. Στο Θέατρον Αττικόν της Οδού Κοδριγκτώνος παίζεται η επιθεώρηση “Η Πεπονόφλουδα”. Το έργο έχει προχωρήσει. Έφθασε η ώρα για το νούμερο της Μάρθας “Μόντεστυ Μπλαίηζ, ο θηλυκός Τζαίημς Μποντ”. Μουσική, ημίφως, χειροκροτήματα. Η Μάρθα εμφανίζεται εντυπωσιακά. Χρυσόμαυρο, φανταχτερό, σέξυ κοστούμι. Ημίψηλο καπέλλο, μπαστουνάκι α λα Δόκτωρ Τζέκυλ και πιστόλι α λα Τζαίημς Μποντ. Χορεύει, τραγουδάει, γοητεύει. Οι άνδρες σέρνονται στα πόδια της. Σέξυ σταρ, σέξυ ρόλος. Επιτυχία».
Παρόλη τη διάχυση της Modesty Blaise στην ελληνική πραγματικότητα, το καλοκαίρι του ’66, η ταινία του Joseph Losey, με την Monica Vitti, δεν θα προβληθεί στη συγκεκριμένη συγκυρία, ως ένα καλοκαιρινό και ευχάριστο θέαμα, μα στο τέλος Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, όταν ο ντόρος είχε πλέον κάπως «κάτσει». Και αυτό είναι κομματάκι περίεργο.
Δεν είχαν εξασφαλισθεί εγκαίρως τα δικαιώματα; Φοβήθηκαν οι εισαγωγείς την «περίεργη», και έξω από τα τυπικά, ταινία του Losey; Υπήρχαν άλλοι λόγοι; Ίσως... Πάντως δεν πόνταραν οι εισαγωγείς ούτε στην απαστράπτουσα Monica Vitti, που ήταν ήδη αρκετά γνωστή και αγαπητή στο εγχώριο κινηματογραφικό κοινό –μπορεί σε άλλου τύπου ταινίες, αλλά αυτό δεν έχει σημασία– και που μόνο με τις φωτογραφίες της, από την “Modesty Blaise”, θα μπορούσε να φέρει κόσμο στις αίθουσες. Θυμήθηκα, επί τη ευκαιρία, και κάτι, που είχε διηγηθεί ο Διονύσης Σαββόπουλος στην έντυπη LiFO (τον Δεκέμβριο του 2009), μιλώντας για τα πρώτα χρόνια του στην Αθήνα, στην αρχή του ’63, όταν οι φοιτητικές αναταραχές ήταν, τότε, στην ημερησία διάταξη:
«(...) Μάλιστα, την ημέρα της μεγάλης διαδήλωσης του Χημείου την άνοιξη του ’63, που είχε απαγορευτεί από την Αστυνομία, κατά σύμπτωση είχε βγει η καινούργια “Πανσπουδαστική” (σ.σ. το περιοδικό), η οποία είχε αφιέρωμα στον Αντονιόνι, η “Περιπέτεια” ήταν τότε νομίζω. Στο εξώφυλλο ήταν η Μόνικα Βίτι. Οπότε έβλεπες εκατοντάδες διαδηλωτές να επιτίθενται στην Αστυνομία ανεμίζοντας τη Μόνικα Βίτι. Σουρεαλιστικό».
Και όντως, αφού το τεύχος της Πανσπουδαστικής, με την Vitti στο εξώφυλλο (το υπ’ αριθμόν #42) κυκλοφορούσε από τον Δεκέμβριο του 1962.
Μπορεί η μεγάλη ιταλίδα ηθοποιός να είχε γράψει ιστορία με την περίφημη «τριλογία της αλλοτρίωσης», δηλαδή τις ταινίες του Michelangelo Antonioni “L'avventura” (H Περιπέτεια) (1960), “La Notte” (Η Νύχτα) (1961) και “L'eclisse” (Η Έκλειψη) (1962), όμως είχε πρωταγωνιστήσει και σε άλλα φιλμ, πιο «ελαφρά», έως και κωμωδίες. Μάλιστα η ίδια σε συνέντευξή της είχε προσδιορίσει όψεις του χαρακτήρα της, και από ’κει και πέρα το τι της άρεσε αληθινά να παίζει στον κινηματογράφο. Μιλώντας, λοιπόν, με αφορμή τις ταινίες του Antonioni, είχε πει η Monica Vitti [«Επίκαιρα», Νοε. 1972]:
«Με δυσαρεστεί το γεγονός ότι πρέπει να ερμηνεύω πάντα τραγικούς ρόλους. Θα ήθελα τόσο να κάνω τους ανθρώπους να γελούν! Θα πρέπει να καταλάβουν ότι είμαι φτιαγμένη ακριβώς γι’ αυτό».
Η Vitti έπαιζε και σε «διασκεδαστικές» ταινίες λοιπόν, ήδη από το μέσο του ’60 και μια τέτοια ήταν οπωσδήποτε και η περιγραφόμενη ως «τζεϊμσμποντική» “Modesty Blaise”.
Η ταινία ήταν παράξενη και είναι σίγουρο πως ο Losey δεν θα σκηνοθετούσε κάτι προφανές και επίπεδο, και πως θα περνούσε τέλος πάντων τις δικές του αισθητικές απόψεις, ακόμη και σε μια κατασκοπική, ποπ παρωδία της εποχής τού Swinging London – με την Vitti, πάντως, να είναι λίγο έξω από τα νερά της... ίσως γιατί «μιλούσε» αγγλικά ή ίσως πάλι γιατί την είχε από πολύ κοντά ο Antonioni και την καθοδηγούσε κρυφά από τον Losey! Εν ολίγοις...
Μια όψιμη κατάσκοπος, η Modesty Blaise, που δουλεύει για την βρετανική κυβέρνηση, έχοντας πάντα δίπλα της τον κολλητό της Willie Garvin (Terence Stamp), καλείται να προστατεύσει μια αποστολή με διαμάντια, που προορίζονται για ένα σεΐχη, αλλά μια συμμορία με αρχηγό τον Gabriel (υποδύεται ο Dirk Bogarde) έχει βάλει στο μάτι την αποστολή και... εκεί κάπου χάνεται η μπάλα... Όπως θα έγραφε και ο Μπάμπης Ακτσόγλου στο βιβλίο του «Τζόζεφ Λόουζυ» [Αιγόκερως, 1985]:
«Είναι αλήθεια ότι ο σκηνοθέτης δεν φαίνεται καθόλου προικισμένος για την παρωδία: το Μόντεστυ Μπλαίηζ έχει ένα τρελό και παράλογο χιούμορ, που προαναγγέλλει τη σημερινή εποχή της κωμωδίας, αλλά ελάχιστα γκαγκ είναι λειτουργικά. Η ταινία παραείναι εγκεφαλική σαν κατασκευή και δεν έχει το πηγαίο και αυθόρμητο χιούμορ μιας αυθεντικής μπουρλέσκ κωμωδίας. Αν υπάρχει ένας τομέας που εντυπωσιάζει είναι το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό ντελίριό της, ηθελημένη αποθέωση του κιτς, από τον Ρίτσαρντ Μακ Ντόναλντ, αλλά αυτό δεν στάθηκε αρκετό για το πλατύ κοινό, που αδιαφόρησε μπροστά σ’ αυτή την πανάκριβη παραγωγή της Φοξ, μικρό ψυχαγωγικό διάλειμμα ενός εγκεφαλικού, διανοούμενου σκηνοθέτη».
Σίγουρα η ταινία του Losey αξίζει για τα χρώματά της, τα ντεκόρ της, ίσως για την lounge μουσική της, συντεθειμένη από τον καλό βρετανό τζάζμαν John Dankworth και βεβαίως (αξίζει) για την χάρμα ιδέσθαι Monica Vitti, που χειρίζεται τα διάφορα πρακτορικά γκάτζετ με χαρακτηριστική ευκολία, παίζοντας με την αυτοπεποίθηση της γυναίκας που ξέρει να ορίζει τον εαυτό της, παίρνοντας εκείνο που θέλει με τη θέληση και την εξυπνάδα της.
Μπορεί η ταινία να μην έκανε μεγάλη διαδρομή ούτε στη χώρα μας, τελικά, όμως το 1971 δύο βιβλία τσέπης με τις περιπέτειες της Μόντεστυ, δηλαδή με τις νουβέλες του Peter O'Donnell, θα εμφανίζονταν στα περίπτερα, από τις εκδόσεις Άγκυρα. (Εδώ να πούμε πως ο σχεδιαστής Holdaway θα πέθαινε την προηγούμενη χρονιά, το 1970, σε ηλικία μόλις 43 ετών). Το πρώτο βιβλίο ήταν το «Σαλαμάντρα 4» (Σεπτ. ’71), με την γραπτή υπενθύμιση «για πρώτη φορά στην Ελλάδα», ενώ το δεύτερο είχε τίτλο «Ο Σαδιστής» (Νοέ. ’71).
Και όπως μαθαίνουμε από το greekcomics.gr οι περιπέτειες της Modesty Blaise δεν θα λησμονούνταν μέσα στα χρόνια, καθώς θα εμφανίζονταν ξανά, στη δεκαετία του ’80 πια, στην εφημερίδα «Απογευματινή» και πιο μετά, στα 90s, στο περιοδικό «Κατερίνα»...
Modesty Blaise (1966) Trailer