ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ “PRIVATE RIGHT” (1966), του ελληνοκύπριου σκηνοθέτη Μιχάλη Παπά (Michael Papas), την ανακάλυψα, πριν από πολλά χρόνια, μέσω της μουσικής της. Ήταν ένα κομμάτι από το σάουντρακ, που είχε τίτλο “The party”, γραμμένο από τον Νίκο Μαμαγκάκη και το οποίο ακουγόταν στην πολύ καλή βρετανική συλλογή “The Thriller Memorandum, Volume 2” [r.p.m, 1996].
Στο CD ανθολογούνταν έξοχα και γενικώς σπάνια groovy κομμάτια των Ken Woodman, Tony Hatch, Jacques Denjean, Ingfried Hoffmann, Mark Wirtz, Basil Kirchin και άλλων, συντεθειμένα τα περισσότερα για επισκιασμένες ταινίες, βασικά για ποικίλων ειδών θρίλερ (αστυνομικά, δικαστικά, κατασκοπικά, πολεμικά κ.ά.) της περιόδου 1962-72 – με τη συλλογή να ανοίγει, κατά κάποιο τρόπο, το δρόμο για τις δεκάδες ανάλογες που θα ακολουθούσαν. Δεν λέω πως η “Τhriller Μemorandum” ήταν η πρώτη συλλογή, που θα έπραττε κάτι τέτοιο, αλλά εν πάση περιπτώσει ήταν ανάμεσα σ’ εκείνες που θα έκαναν την αρχή – με το κομμάτι του Νίκου Μαμαγκάκη (τέταρτο στο track list από τα είκοσι τέσσερα συνολικά) να τιμά, οπωσδήποτε, και τον ίδιο, και αυτή την άγνωστη ελληνοκυπριακή / βρετανική παραγωγή.
Η ταινία προκάλεσε θόρυβο στην εποχή της, στη Μεγάλη Βρετανία, καθώς θα προβαλλόταν στο τότε London Film Festival (21 Νοε.-4 Δεκ. 1966). Βασικά, γιατί θεωρήθηκε απαράδεκτο βρετανικά κεφάλαια να επενδύονται σε φιλμ, που έδειχνε βρετανούς στρατιωτικούς να παρακολουθούν, αμέτοχοι, βασανιστήρια και κατά έναν τρόπο να τα εγκρίνουν.
Τη συλλογή “The Thriller Memorandum” την είχα αγοράσει κάποια στιγμή στην αρχή των 00s, όταν την είχε φέρει στην Ελλάδα η Hitch-Hyke, κι ας είχα ήδη μερικά από τα κομμάτια της στις original φόρμες, με πρώτο όλων το “Party” του Νίκου Μαμαγκάκη – αφού το 45άρι “The theme from the ‘Private Right’ / Party” [UK. Fontana, 1967] το είχα αγοράσει περί τo μέσο της δεκαετίας του ’90 από έναν βρετανικό κατάλογο, τον “Movie Boulevard”, από το Λιντς. Ο κατάλογος ειδικευόταν σε βιντεοκασέτες και σε δίσκους (LP και 45άρια) και γενικώς είχε αρκετά καλές τιμές. Για παράδειγμα μπορούσες να βρεις (στις 45 στροφές) την “Aphrodite” του Γιώργου Κοτσώνη με 3,5 λίρες, τις ιαπωνικές εκδόσεις των “Vous intéressez-vous à la chose?” του Γιάννη Σπανού, “Girls in the sun” του Σταύρου Ξαρχάκου και “Blue” του Μάνου Χατζιδάκι με 10,5 λίρες και άλλα διάφορα.
Το “The theme from the ‘Private Right’”, η πρώτη πλευρά του δίσκου, ήταν ένα χασάπικο (με μπουζούκι) στο στυλ των αναλόγων του Σταύρου Ξαρχάκου, αλλά το “Party” στην πίσω πλευρά ήταν ένα moody οργανικό με harpsichord, μπάσο, ντραμς σαντούρι και ωραία bluesy γεμίσματα στην ηλεκτρική κιθάρα, που έδειχνε, συν τοις άλλοις, τη γνωστή τέλος πάντων άνεση του Νίκου Μαμαγκάκη να κινείται και σε πιο μοντέρνους δρόμους, παράλληλα με τους λαϊκούς ή τους avant.
Φυσικά και τα δύο tracks ήταν ηχογραφημένα στην Ελλάδα (από τον Γιάννη Σμυρναίο), με το δισκάκι, εκτός από τη Βρετανία, να τυπώνεται και στις ΗΠΑ, από κάποια True Love Records, περνώντας απαρατήρητο στην εποχή του. Μα και τώρα ακόμη παραμένει ένα αληθινά obscure gem.
Nikos Mamangakis "Party" TRUE LOVE 1002
Ποιος ήταν / είναι, όμως, ο σκηνοθέτης Μιχάλης Παπάς; Πηγαίνουμε στο σάιτ του, για να δούμε κάποια πρώτα στοιχεία από το βιογραφικό του:
«Ο Μιχάλης Παπάς είναι ένας ελληνοκύπριος ανεξάρτητος σκηνοθέτης, που εργάζεται στην Αγγλία και την Κύπρο. Γεννημένος στη Λευκωσία, φοίτησε στο αξιοσέβαστο Αγγλικό Σχολείο της πόλης και ως μαθητής, στα ταραγμένα χρόνια 1955-59, θα ζούσε από πρώτο χέρι τον απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατία. Στη συνέχεια θα παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Κινηματογράφου του Λονδίνου και το 1966 θα έκανε το ντεμπούτο του, με μια ταινία μεγάλου μήκους ως παραγωγός-σεναριογράφος-σκηνοθέτης, την πολιτικά αμφιλεγόμενη, αλλά αναγνωρισμένη από τους κριτικούς “The Private Right” –της πρώτης πραγματικά ανεξάρτητης ταινίας, που θα γινόταν ποτέ στο Ηνωμένο Βασίλειο–, που θα αποτελούσε την βρετανική επιλογή για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου και η οποία θα προβαλλόταν στην πορεία και σε άλλα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ».
Η ταινία “The Private Right” ήταν μια βρετανική (London Independent Producers) και ελληνοκυπριακή παραγωγή (Onyx Film), στην οποία πρωταγωνιστούσαν κύπριοι και βρετανοί ηθοποιοί (Δημήτρη Αντρέας, Γιώργος Καυκαρής, Tamara Hinchco, Χρήστος Δημητρίου, Charlotte Selwyn, John Brogan, Joanna Farber, Τάκης Θεοφάνους...), με το στόρι, χοντρικά, να έχει ως εξής:
Βρισκόμαστε στην εποχή των αγώνων της (πρώτης) ΕΟΚΑ (1955-1959), που στοχεύει κατ’ αρχάς στην απελευθέρωση της Κύπρου από τους Άγγλους. Ένας μαχητής, ο Μίνωας Ηλίας, αρχηγός μιας ομάδας ανταρτών, προδίδεται από έναν άλλον Έλληνα, τον Τάσο Φάντη, που συνεργάζεται με τους Άγγλους. Το κρησφύγετο των ανταρτών στα βουνά περικυκλώνεται και ο βρετανός ταγματάρχης, που είναι υπεύθυνος για την επιχείρηση, καλεί τον Μίνωα να παραδοθεί. Ο Μίνωας, όμως, αποφασίζει να πολεμήσει κι έτσι, μετά από μια απέλπιδα έξοδο από το κρησφύγετο, με βόμβες κ.λπ., η ομάδα ανταρτών της ΕΟΚΑ θα καταδιωχθεί από βρετανούς αλεξιπτωτιστές, πάνω στα βουνά, πριν εμπλακούν όλοι τους σε μια ολέθρια μάχη. Διαπερνώντας οι αντάρτες τις βρετανικές γραμμές βρίσκουν έναν τρόπο διαφυγής, αλλά ο Φάντης, που φτάνει με μια ισχυρή ομάδα, θα τους αποκόψει, με το νεότερο μέλος των ανταρτών τής ΕΟΚΑ να σκοτώνεται (από τον Φάντη).
Ο Μίνωας, τότε, διατάζει τους υπόλοιπους μαχητές να υποχωρήσουν, ενώ εκείνος μένει μπροστά, φυλάσσοντας το νεκρό σώμα του αγοριού. Κι ενώ οι βρετανοί στρατιώτες τον πλησιάζουν εκείνος θα αμυνθεί, οδηγώντας τους πιο μακριά, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στους συντρόφους του να διαφύγουν. Μόλις επιτευχθεί αυτό θα κάνει μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, αλλά μετά από μια εξαντλητική καταδίωξη θα συλληφθεί.
Ο Μίνωας οδηγείται σ’ ένα κέντρο ανακρίσεων. Εκεί θα ανακριθεί από τον βρετανό επιτετραμμένο, που δεν θα καταφέρει, όμως, να τον κάνει να μιλήσει. Ο Φάντης αναλαμβάνει να... φέρει εις πέρας την ανάκριση, βασανίζοντας τον Μίνωα με το να του ρίχνει ποσότητες νερού στο στόμα. Ο Μίνωας δεν πνίγεται και τότε ο Φάντης τον χτυπάει ανελέητα.
Ακολουθεί η ανεξαρτησία της Κύπρου – με τον Φάντη να διαφεύγει στο Λονδίνο, προκειμένου ν’ αποφύγει την κυπριακή δικαιοσύνη. Ο Μίνωας τον ακολουθεί, αρχίζοντας να τον ψάχνει στην ελληνική κοινότητα, στα καφέ, τα κλαμπ και τα εστιατόρια της βρετανικής πρωτεύουσας, αλλά εις μάτην. Ένα βράδυ, διαλυμένος και κουρασμένος, θα βρεθεί σ’ ένα πάρτι, εκεί όπου θα γνωρίσει ένα κορίτσι, κάνοντας έρωτα μαζί του.
Τελικά, κάποια στιγμή, θα συναντήσει τον Φάντη και θα γίνει η σκιά του. Στην αρχή ο Φάντης τον προκαλεί, αλλά η παρουσία τού Μίνωα θα ανατρέψει τις σκέψεις του, με τους εφιάλτες (είναι τα πρόσωπα εκείνων που βασάνισε ή σκότωσε) να τον στοιχειώνουν. Ο Φάντης προσπαθεί να διαφύγει από την πραγματικότητα, αλλά εκείνο που συμβαίνει στην πράξη είναι να τρέχει σε κύκλους γύρω από τον Μίνωα, σαν παγιδευμένος. Το τέλος της ιστορίας δεν είναι μακριά...
Η ταινία προκάλεσε θόρυβο στην εποχή της, στη Μεγάλη Βρετανία, καθώς θα προβαλλόταν στο τότε London Film Festival (21 Νοε.-4 Δεκ. 1966). Βασικά, γιατί θεωρήθηκε απαράδεκτο βρετανικά κεφάλαια να επενδύονται σε φιλμ, που έδειχνε βρετανούς στρατιωτικούς να παρακολουθούν, αμέτοχοι, βασανιστήρια και κατά έναν τρόπο να τα εγκρίνουν.
Οι Times θα έγραφαν “British officer in a torture film / Government-aided production”, η Daily Express θα σημείωνε “The Cyprus torture film that got official backing”, ενώ και η Evening Standard θα επέμενε στο ζήτημα της χρηματοδότησης, έχοντας τίτλο “Torture’ film - protest over cash grant”.
Πριν όμως από το London Film Festival η ταινία του Μιχάλη Παπά “The Private Right” θα προβαλλόταν, ως «Δικαίωμα Ιδιώτου», στο πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, στις 21 Σεπτεμβρίου 1966, που θα οργάνωνε ο Παύλος Ζάννας. Στην ίδια διοργάνωση ο κόσμος θα έβλεπε σπουδαίες ταινίες, όπως ήταν οι “La Guerre est Finie” (ε.τ. Ο Πόλεμος Τελείωσε) του Alain Resnais, «Θρύλοι της Ουκρανίας» ή «Στις Σκιές των Ξεχασμένων Προγόνων» (όπως θα γινόταν πιο γνωστή αργότερα) του Σεργκέι Παρατζάνοφ, “Murir un Poco” (ε.τ. Πεθαίνοντας Λίγο) του Χιλιανού Álvaro J. Covacevich κ.ά. Εκεί και το «Δικαίωμα Ιδιώτου», που θα δημιουργήσει άριστες εντυπώσεις. Όπως διαβάζουμε στο παλαιό περιοδικό «Σινεμά» [τεύχος #16, Οκτ. 1966]:
«Ένα νέο συμπαθέστατο ταλαντούχο κύπριο σκηνοθέτη γνωρίσαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τον Μιχάλη Παπά, σκηνοθέτη και παραγωγό της ταινίας “Δικαίωμα Ιδιώτου”. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είπε κάποτε... “είναι δικαίωμα του κάθε πολίτη να τιμωρεί τους προδότες”. Μια τέτοια ιστορία εκδίκησης είναι η κυπριακή ταινία, πρώτη μιας τριλογίας, που ο νεαρός σκηνοθέτης νοιώθει εσωτερική προσταγή να γυρίσει.(...) Ο Παπάς έδειξε τεράστια γνώση της τεχνικής του φακού, μα και ικανότητα να δώσει κινηματογραφικά την αγχώδη ψυχολογία του προδότη. Την ώρα που η νέμεση πλησιάζει, σε φλασμπάκ άνθρωποι που πρόδωσε μάνες που τον καταράστηκαν, πατριώτες που βασάνισε δίνουν εσωτερικότητα στην εξωτερική καταδίωξη. Θαυμάσιες επίσης και οι σκηνές της μάχης και χωρίς πτώση το κρεσέντο της αγωνίας σε όλη την ταινία. Κι είναι μόλις η πρώτη δουλειά του νεαρού Κύπριου. Αλλά ας σταθούμε και στον δεύτερο συντελεστή επιτυχίας. Την εκπληκτική σε σύλληψη και δύναμη μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη. Μια μουσική που σε πνίγει, που ξεχειλίζει και που θα μπορούσε να υπάρχει αυθύπαρκτη, προσφέροντας την ίδια συγκλονιστική εμπειρία.(...) Το “Δικαίωμα Ιδιώτου” προσεκλήθη στο Φεστιβάλ του Λονδίνου, που θα γίνει τον Νοέμβριο. Στην Αθήνα θα το δούμε τον χειμώνα (σ.σ. μάλλον δεν παίχτηκε στις ελληνικές αίθουσες). Κι ελπίζουμε να δούμε κι άλλες ταινίες του σκηνοθέτη γυρισμένες στον τόπο μας. Και ο ίδιος θέλει να δουλέψει στην Ελλάδα. “Πατρίδα μου είναι” λέει, με σπάνια σεμνότητα. Οι έλληνες παραγωγοί δεν πρέπει να τον αφήσουν να φύγει. Οι κινηματογραφικές αρετές του κύπριου σκηνοθέτη είναι δυσεύρετες».
Το “The Private Right” ήταν να προβληθεί στην Αυστραλία, σε φεστιβάλ στο Σίδνεϊ και την Μελβούρνη, αλλά όταν η αυστραλιανή λογοκρισία θα ζητούσε περικοπές, ο Παπάς θα προτιμούσε να αποσύρει την ταινία του. Επίσης η ταινία ήταν προγραμματισμένο να παιχθεί και στη Γαλλία, αλλά μετά τα γεγονότα του Μάη του ’68 η προβολή θα ακυρωνόταν. Προβλήθηκε όμως το “The Private Right” σε άλλα φεστιβάλ (Pesaro Festival of New Cinema, San Francisco Festival κ.ά.). Αλλά ας πάμε και πάλι στο βιογραφικό του κύπριου σκηνοθέτη:
«Η επόμενη βρετανική ταινία τού Μιχάλη Παπά ήταν το αλληγορικό θρίλερ “The Lifetaker”, επίσης αμφιλεγόμενο, που θα συναντούσε προβλήματα στη βρετανική διανομή του, αποκτώντας όμως διεθνή φήμη cult μέσα στα χρόνια. Η ταινία θα χαιρετιζόταν για το κινηματογραφικό ύφος και τις συνθέσεις της, ενώ θα ήταν η πρώτη ταινία scope του σκηνοθέτη – μια μορφή που έκτοτε θα προτιμούσε. Ακόμη, ο Μιχάλης Παπάς θα πειραματιζόταν με τη φόρμα και το χορό σε μια avant-garde ταινία, που είχε τίτλο “Solitaire”, σχετική με μια νεαρή χορεύτρια μπαλέτου (Bente Jørgenson) που ζούσε μόνη στο Λονδίνο, και τους φόβους, τις φαντασιώσεις και τις εμμονές της, που εκφράζονταν μέσα από τις χορογραφίες, τις κινήσεις της κάμερας και τους φωτισμούς. Παρά την πρωτοτυπία του εγχειρήματος ο σκηνοθέτης θα θεωρούσε την ταινία ως πολύ προσωπική, με αποτέλεσμα να μην την κυκλοφορήσει ευρύτερα. Αντιθέτως η συμπαραγωγή Ηνωμένου Βασιλείου / Κύπρου “Tomorrow’s Warrior” (1987), σχετική με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, διανεμήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο από τους David και Barbara Stone των Gate Cinemas, κερδίζοντας ευρεία αποδοχή από τους κριτικούς, αφού θα διανεμόταν σε περισσότερες από 25 χώρες σε όλο τον κόσμο. Στη δεκαετία του 1990 ο Μιχάλης Παπάς θα επιστρέψει στην Κύπρο, για να πραγματοποιήσει ένα παιδικό του όνειρο, ιδρύοντας το Acropole Cinemas στη Λευκωσία – έναν πολυτελή χώρο τριών οθονών, μέλος του δικτύου Europa Cinemas, που εισήγαγε τον προγραμματισμό ποιοτικών ταινιών στο νησί. Τη δεκαετία του 2010 ο Μιχάλης Παπάς θα επέστρεφε στις παραγωγές μεγάλου μήκους, αφού, μετατρέποντας το Acropole Cinemas σε στούντιο, θα γύριζε τις ταινίες “Μικρός Οδυσσέας και οι Κύκλωπες” και “Secret Paths”».
Απ’ όλες αυτές τις ταινίες του Μιχάλη Παπά στην Ελλάδα θα παιζόταν σίγουρα, σε κανονική προβολή, το εξαίρετο θρίλερ “The Lifetaker” (ε.τ. Η Γοητεία της Σάρκας), αλλά γι’ αυτό ίσως τα πούμε μια άλλη φορά...
Το τρέιλερ της ταινίας