«ΗΤΑΝ ΤΟ ΑΚΡΙΒΕΣ σημείο του σύμπαντος όπου συναντήθηκαν η pop art και η pop ζωή», είχε πει ο Άντι Γουόρχολ για το Max's Kansas City που βρισκόταν στο κέντρο του Μανχάταν. «Όλοι εκεί ήταν».
Πράγματι ήταν όλοι εκεί – από ζωγράφους μέχρι ποιητές, από μουσικούς μέχρι αστέρες του κινηματογράφου και από πολιτικούς μέχρι drag queens. Ακόμη και ένα ελεφαντάκι φωτογραφήθηκε εκεί κάποτε. Σχεδόν 60 χρόνια από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του ως εστιατόριο το 1965, το Max's Kansas City αποτελεί έναν θρύλο.
«Ήταν απλά ένα μέρος όπου συναντούσαμε φίλους», λέει σήμερα ο Πίτερ Κρόλι, συγγραφέας του βιβλίου Down at Max's, όπου εξιστορούνται τα έργα και οι ημέρες αυτού που πολλοί θεωρούν ότι υπήρξε το πιο άγριο και συναρπαστικό νυχτερινό κέντρο της Νέας Υόρκης. «Εκ των υστέρων όμως, διαπιστώνει κανείς ότι ήταν υπεύθυνο για το πολιτισμικό μέλλον της Αμερικής. Ήταν ένα μέρος όπου όλα μπορούσαν να συμβούν».
Στη μικρή σκηνή του κλαμπ είχαν παίξει μέχρι το 1970 ο Άλις Κουπερ, οι Stooges και οι Velvet Underground, οι οποίοι πραγματοποίησαν εκεί ένα επικό residency δύο μηνών.
Για την ακρίβεια, είχε ένα δωμάτιο όπου όλα μπορούσαν να συμβούν – το πολυπόθητο «πίσω δωμάτιο» του μαγαζιού ήταν ένα VIP θερμοκήπιο όπου η πολιτική του καταστήματος ήταν «τα πάντα επιτρέπονται».
Ο Ντάνι Φιλντς, μυθική φιγούρα της μουσικής βιομηχανίας, και μάνατζερ του Iggy Pop και των Ramones, ήταν ένας από τους πρώτους που σύχναζε εκεί, περιγράφοντάς το ως «το πιο επιθυμητό μέρος στη Νέα Υόρκη». Δεν ήταν ο μόνος που το επαινούσε.
«Ένα εκατομμύριο ιδέες ξεκίνησαν από εκείνο το πίσω δωμάτιο», είχε πει ο Άλις Κούπερ. Ο διάσημος σχεδιαστής μόδας Halston το είχε χαρακτηρίσει «ένα διαρκές happening», ενώ για τον Γουίλιαμ Μπάροουζ ήταν «η διασταύρωση των πάντων». Η Πάτι Σμιθ είχε αποκαλέσει τον χώρο «κοινωνικό κόμβο του υπόγειου σύμπαντος», ενώ ο Λου Ριντ έλεγε ότι ήταν «το πιο δημοκρατικό σημείο συνάντησης που μπορεί να φανταστεί κανείς». Έλεγε επίσης ότι ήταν το μέρος όπου «πολλές καριέρες ξεκίνησαν και πολλές ζωές τελείωσαν». Οι κομπάρσοι για την περίφημη σκηνή του πάρτι στην ταινία «Ο καουμπόι του μεσονυχτίου» του 1969 στρατολογήθηκαν από το hip αλλά και ακόλαστο κοινό του Max's.
Ήταν επίσης ένας χώρος απόλυτης ελευθερίας έκφρασης, με παραστάσεις γυμνής performance art, με άτομα που βαρούσαν ενέσεις απροκάλυπτα ή με τον Τζιμ Μόρισον να ουρεί σε μπουκάλια κρασιού. «Υπήρχαν πάντα τόσα πολλά ναρκωτικά στο πίσω δωμάτιο, αρκετά για προκαλέσουν πολλαπλά γενετικά ελαττώματα στους χρήστες», είχε πει κάποτε για το Max’s ο φωτογράφος Ντέρεκ Κάλεντερ, ενώ ο Λου Ριντ έλεγε χαρακτηριστικά ότι «κάποια από αυτά τα ναρκωτικά ήταν τόσο καινούργια που δεν ήταν ακόμα παράνομα».
Ο χώρος αρχικά δεν είχε προοριστεί για να γίνει κάτι τέτοιο. Όταν ο Μίκι Ράσκιν, ένας δικηγόρος με σπουδές στο Cornell, άνοιξε το νυχτερινό κέντρο στο νούμερο 213 της Park Avenue South, έτυχε να τον ακολουθήσουν κάποιοι καλλιτέχνες από ένα προηγούμενο καφέ μπαρ που είχε στην ιδιοκτησία του.
«Τους αποκαλούσαμε αφηρημένους εξπρεσιονιστές ετεροφυλόφιλους αλκοολικούς», θυμάται ο Ντάνι Φιλντς για τους επιφανείς εικαστικούς όπως ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ, ο Τζον Τσάμπερλεϊν και ο Νταν Φλάβιν, οι οποίοι στήριζαν το μπαρ που στεγαζόταν στο κεντρικό εστιατόριο του μαγαζιού, δημιουργώντας απίστευτους λογαριασμούς που ο Φιλντς ισχυρίζεται ότι έφταναν μέχρι και τα 70.000 δολάρια.
Στη μικρή σκηνή του κλαμπ είχαν παίξει μέχρι το 1970 ο Άλις Κουπερ, οι Stooges και οι Velvet Underground, οι οποίοι πραγματοποίησαν εκεί ένα επικό residency δύο μηνών. Το 1972, οι New York Dolls ήταν σχεδόν η μόνιμη μπάντα του μαγαζιού, ενώ είχαν παίξει επίσης οι πάντες, από τον Τομ Γουέιτς και τους Big Star μέχρι την Έμιλου Χάρις και τον Γκραμ Πάρσονς.
«Μπορούσες να δεις τον Ντέιβιντ Μπόουι και τον Ντέιβιντ Γιόχανσεν [των New York Dolls] να κουτουλάνε μαζί στο πίσω δωμάτιο, και μετά στον επάνω όροφο τον Iggy να σπάει ένα μπουκάλι και να χαράζει με τα γυαλιά το στήθος του», θυμάται ο Λένι Κέι, κιθαρίστας του γκρουπ της Πάτι Σμιθ, ο οποίος θυμάται επίσης να βλέπει τον Μπομπ Μάρλεϊ με τους Wailers στο Max’s να ανοίγουν για τον Μπρους Σπρίνγκστιν. Καθόλου άσχημα για μια άθλια αίθουσα στο πατάρι ενός εστιατορίου που χωρούσε γύρω στα 50 άτομα.
Το μαγαζί ανέλαβαν το 1975 ο Τόμι Μιλς και η Λόρα Ντιν, αφού ο Ράσκιν δεν μπορούσε πλέον να αντεπεξέλθει στα τεράστια χρέη. Για κάποιους αυτό ήταν το τέλος μιας εποχής, αλλά για άλλους ήταν η αρχή μιας νέας. Ο Πίτερ Κρόλι ανέλαβε τότε να προωθήσει το μέρος και γρήγορα το κατέστησε, μαζί με το CBGB, τη Μέκκα του ανερχόμενου νεοϋορκέζικου πανκ κινήματος. Ο Μπόουι ανέβηκε στη σκηνή για να παρουσιάσει τους Devo ως το συγκρότημα του μέλλοντος, ενώ συχνές εμφανίσεις έκαναν οι Suicide, οι Television, οι Cramps, οι Blondie και οι Ramones.
Η ατμόσφαιρα όμως γινόταν όλο και πιο βαριά και σκοτεινή όσο περνούσαν τα χρόνια. Ο Μιλς ξεκίνησε να παραχαράσσει χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων στο υπόγειο του κλαμπ, αδίκημα για το οποίο αργότερα φυλακίστηκε. Ο χώρος βρισκόταν σε παρακμή και τα χρέη εκτοξεύονταν στα ύψη. «Η τελευταία χρονιά στο Max's ήταν τραγική», λέει ο Κρόλι. «Το μέρος πέθαινε από παραμέληση, το 1981 έμοιαζε με μια μακρά ασθένεια που τελικά οδήγησε στον θάνατο».
Το αρχικό πνεύμα της εποχής του Ράσκιν εξακολουθεί να ζει όμως, μέσω του Max's Kansas City Project, που ιδρύθηκε από τη σύζυγό του για την παροχή επιχορηγήσεων και χρηματοδότησης σε καλλιτέχνες. Και το Max's παραμένει σαφώς ένα βαθιά ξεχωριστό μέρος για εκείνους που αποτέλεσαν τον πυρήνα της ατημέλητης γοητείας του. «Ακόμα νιώθω μια αίσθηση απώλειας και νοσταλγίας», λέει ο Κέι. «Μερικές φορές πηγαίνω στο ντελικατέσεν που υπάρχει τώρα στη θέση του και στέκομαι εκεί που ήταν το πίσω δωμάτιο για να αγοράσω μια μπίρα και να γιορτάσω έναν ιερό τόπο της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας της Νέας Υόρκης. Ήταν μια όμορφη πορεία».
Ο Φιλντς, επίσης, δηλώνει πλημμυρισμένος από αγάπη και συναίσθημα για το μέρος και για όλα εκείνα που αυτό φιλοξένησε και αξιοποίησε. «Τι εκπληκτικός ιστορικός συνασπισμός ζωής, ομορφιάς, τέχνης, κωμωδίας, δράματος, λάμψης, σεξ, φήμης και διασκέδασης», λέει. «Η ζωή μου δεν θα ήταν ούτε κατά διάνοια η ίδια χωρίς το Max’s Kansas City. Αυτό το μέρος ήταν η ζωή μου».
Με στοιχεία από The Guardian