Για κάποιο λόγο, παρακολουθώντας τη σειρά έξι επεισοδίων για τον Άντι Γουόρχολ στο Netflix, μου ήρθε στο μυαλό ο «κοσμικός» Τσαρούχης όπως τον θυμάμαι από τη δεκαετία του ’80 να πηγαίνει σε νυχτερινά κέντρα και σε ντισκοτέκ, αποδεχόμενος τότε το ρίσκο της χλεύης εκ μέρους καλλιτεχνικών κύκλων, διανοούμενων της σκοτοδίνης και ευσεβιστών της αριστεράς.
Δεν εμφανίζεται βέβαια σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ ο μεγάλος Έλληνας καλλιτέχνης (αντιθέτως από τον Αλέξανδρο Ιόλα), είναι τόσοι πολλοί όμως οι συνειρμοί που σου προκαλεί κάθε επεισόδιο της σειράς που θα έπρεπε ίσως να το προβάλλει ανά εβδομάδα η πλατφόρμα έτσι ώστε να γίνεται και η σχετική «δημόσια συζήτηση» με αφορμή τα πρόσωπα και τα γεγονότα που παρουσιάζονται.
Το ντοκιμαντέρ βασίζεται στα «πολύκροτα» ημερολόγιά του (που υπαγόρευε από το τηλέφωνο για έντεκα περίπου χρόνια και μέχρι τον θάνατό του στη δημοσιογράφο Πατ Χάκετ) και εστιάζει στη δεύτερη πράξη της νεοϋορκέζικης δυναστείας του, μετά τη βαθιά τομή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) της απόπειρας δολοφονίας εναντίον του που τον έστειλε προσωρινά στον άλλο κόσμο το 1968.
Αν τα περισσότερα πράγματα που δείχνει το ντοκιμαντέρ είναι λίγο-πολύ γνωστά, ίσως δεν είχε γίνει ποτέ τόσο φανερή, όσο σε αυτήν εδώ την αφήγηση, η ιδέα μιας βαθιάς προσμονής και λαχτάρας (queer και μη) που προκύπτει από τις μισές αλήθειες και τους μισούς καημούς που ακούγεται να εκφράζει ο Άντι Γουόρχολ.
Τα αποσπάσματα από τα ημερολόγια τα αφηγείται ο ίδιος από το υπερπέραν, μέσω του θαύματος ενός AI αλγόριθμου που ανακαλεί τα χαρακτηριστικά της φωνής του όπως αυτή είχε καταγραφεί όταν ζούσε. Δεν είναι τόσο χάλια ή τόσο στοιχειωμένο όσο ακούγεται αυτό, αντιθέτως μοιάζει να λειτουργεί. Μοιάζει, τέλος πάντων, με τη δική του πραγματική φωνή, χροιά, εκφορά και από ένα σημείο και μετά σε υποβάλλει (ή σε υπνωτίζει) και από ένα σημείο ακόμα πιο μετά θα μπορούσε να είναι η φωνή του Μόργκαν Φρίμαν και λίγη σημασία θα είχε. Και στο φινάλε, μοιάζει εξόχως «γουρχολική» αυτή η νεκρανάσταση ενός καλλιτέχνη που είχε δηλώσει κάποτε ότι θα ήθελε να ήταν μηχανή, μέσω μιας ρομποτικής πρακτικής όπως η «τεχνητή νοημοσύνη».
«Ένιωθα τότε ότι χάνω τόσα πράγματα», ακούγεται να λέει η φωνή για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια στη μιζέρια του Πίτσμπουργκ «Σ’ ένα μέρος όμως μόνο ζει κανείς κάθε φορά, και η ζωή σου αποκτά κάποια ατμόσφαιρα μόνο όταν γίνει ανάμνηση». Και αργότερα: «Οι άνθρωποι θα έπρεπε να ερωτεύονται με τα μάτια κλειστά. Απλά κλείσε τα μάτια. Μην κοιτάς. Μη φαντάζεσαι. Επειδή τελικά οι φαντασιώσεις των ανθρώπων είναι αυτές που προκαλούν τα προβλήματα»
Πολλές οι ομιλούσες κεφαλές που συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ, ανάμεσά τους κι ο Τζον Γουότερς (να 'ναι πάντα καλά), ο οποίος λέει στο πρώτο επεισόδιο: «Αν ένα ντροπαλό αγόρι από τις φτωχογειτονιές του Πίτσμπουργκ, με πρόσωπο γεμάτο σπυριά, μπορεί να καταλήξει με κάποιο τρόπο να είναι ο κοινωνικός [παύση για μειδίαμα]… δικτάτορας της νεοϋορκέζικης ελίτ, τότε υπάρχει ελπίδα για όλους».
Και στο τελευταίο: «Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει ποτέ το τέλος του Άντι, νομίζω ότι θα διαρκέσει για πάντα, και κάθε πράγμα που είπε θα μοιάζει όλο και πιο αληθινό, και οι εικόνες του θα εισχωρούν όλο και πιο βαθιά στην κοινή συνείδηση και στην κουλτούρα». Είναι πολύ εύκολο να πεις (χρησιμοποιώντας μια ατέλειωτη πληθώρα επιχειρημάτων και παραδειγμάτων) ότι αυτό έχει ήδη συμβεί στη νιοστή.
Αν τα περισσότερα πράγματα που δείχνει το ντοκιμαντέρ είναι λίγο-πολύ γνωστά, ίσως δεν είχε γίνει ποτέ τόσο φανερή, όσο σε αυτήν εδώ την αφήγηση, η ιδέα μιας βαθιάς προσμονής και λαχτάρας (queer και μη) που προκύπτει από τις μισές αλήθειες και τους μισούς καημούς που ακούγεται να εκφράζει ο Άντι Γουόρχολ, αλλά και μια μεταφυσικού τύπου, (αυτο)καταστροφική σχέση που είχε αναπτύξει με τη μοιρολατρία ή με τη Μοίρα την ίδια.
Οι δύο σημαντικοί (ή μοναδικοί) εραστές και σύντροφοί του, ο Τζεντ Τζόνσον και ακολούθως ο Τζον Γκουλντ, παρότι διαφορετικές προσωπικότητες, είχαν παρόμοια «preppy» χαρακτηριστικά (ψόφαγε το ασχημόπαπο και παιδί μεταναστών για ένα καθαρό αμερικανικό ιδεώδες), και επίσης είχαν και οι δύο δίδυμους αδελφούς, οι οποίοι εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ.
Ο Τζον Γκουλντ πέθανε στην Καλιφόρνια τον Σεπτέμβριο του 1986 κατόπιν «μακράς ασθένειας» που εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι ήταν AIDS. Του στοίχισε πολύ του Γουόρχολ αυτή η απώλεια σε μια εποχή που το AIDS ξεκινούσε να θερίζει ζωές, σχέσεις, φιλίες, παρέες, κοινότητες, σκηνές, κόσμο και κοσμάκη, και «όλες οι αδερφές έπρεπε να κρυφτούν αλλιώς θα οδηγούνταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Λίγους μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 1987, θα έφτανε κι η σειρά του, παρότι όμως ο θάνατος του δεν είχε καμιά σχέση με τον «καρκίνο των γκέι» και οφείλεται μάλλον σε αμέλεια, δική του αλλά και των γιατρών, στο πλαίσιο αφαίρεσης της χοληδόχου κύστης. Ένα άτυχο, διόλου μοιραίο ή δραματικό και πρόωρο τέλος.
Ο Άντι Γουόρχολ ήταν 58 ετών μόλις αλλά σε μια κοινή αντίληψη έμοιαζε πάντα σαν ένα αλλόκοτο, γέρικο βαμπίρ από την εποχή ακόμα των Velvet Undeground, των φοβερών ταινιών και του Factory, δύο και πλέον δεκαετίες πριν.
Ο τελευταίος μεγάλος «σταθμός» του, ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, εκείνος «ο ταλαντούχος μαύρος καλλιτέχνης που κάποιοι βιάστηκαν να αγοράσουν έργα του επειδή σίγουρα θα πεθάνει σύντομα και μετά άρχισαν να ανησυχούν επειδή εξακολουθούσε να ζει», εκπλήρωσε τελικά τις δυσοίωνες προφητείες και πέθανε από την ηρωίνη, ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1988 στην ηλικία των 27, ως ιδανικός ροκ σταρ αυτόχειρας.
Ο Τζεντ Τζόνσον ήταν ανάμεσα στους 229 επιβάτες που έχασαν τη ζωή τους στις 17 Ιουλίου του 1996 όταν η πτήση της TWA με τελικό προορισμό τη Ρώμη ανατινάχτηκε στους αιθέρες λίγο μετά την απογείωση του αεροσκάφους από τη Νέα Υόρκη (τα ακριβή αίτια ποτέ δεν προσδιορίστηκαν επαρκώς). Τουλάχιστον αυτό το γλίτωσε ο Άντι Γουόρχολ, όπως και πολλά άλλα δεινά, σε κάποια εκ των οποίων είχε βάλει κι εκείνος το μαγικό χεράκι του.