ΓΕΜΙΣΕ ΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ δικαστές, εισαγγελείς και δήμιους της εθνικής μπάσκετ. Μεγάλη αρρώστια βγάζει τελικά στους εραστές της η «επίσημη αγαπημένη». Έτσι είναι όμως η καψούρα, τυφλή και μοιραία. Και σε κάνει πικρόχολη drama queen, θέλεις δεν θέλεις. Άδικη αντιμετώπιση, αν σκεφτεί κανείς τον ισχυρότατο ανταγωνισμό που είχε να αντιμετωπίσει η ελληνική ομάδα.
Αλλά αυτοί είμαστε… Δεν υπάρχει ούτε αυτοσυγκράτηση στις νίκες ούτε ψυχραιμία στις ήττες, τιμητικές και μη. Είναι κι αυτή η ψευδαίσθηση μεγαλείου και πεπρωμένου που μας διακρίνει και δεν μπορούμε ούτε να χαρούμε όμορφα τους θριάμβους ούτε να δεχτούμε ψύχραιμα τις απώλειες.
Ωραία θα ήταν να τελείωνε πιο όμορφα το παραμύθι –ιδανικά με τον Γιάννη «μεταλλιούχο»– αλλά ακόμα κι έτσι ήταν μια έντονη και συναρπαστική διαδρομή από το προ-Ολυμπιακό τουρνουά μέχρι το Παρίσι και τις αναμετρήσεις με τα θηρία του αθλήματος, οι οποίες έγιναν ορόσημα του ημερολογίου μας στο πάντα περίεργο μεταίχμιο μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου.
Ο κόσμος καίγεται, η «ολυμπιακή εκεχειρία» είναι ένα αρχαίο ανέκδοτο, αλλά τουλάχιστον οι Αγώνες προσφέρουν υψηλό αγωνιστικό θέαμα και γνήσιες συγκινήσεις στο κοινό, άλλο αν εμείς το παίρνουμε πιο βαριά και πιο πατριωτικά το ζήτημα, σε σχέση με άλλα έθνη.
Ο κόσμος καίγεται, η «ολυμπιακή εκεχειρία» είναι ένα αρχαίο ανέκδοτο, αλλά τουλάχιστον οι Αγώνες προσφέρουν υψηλό αγωνιστικό θέαμα και γνήσιες συγκινήσεις στο κοινό, άλλο αν εμείς το παίρνουμε πιο βαριά και πιο πατριωτικά το ζήτημα, σε σχέση με άλλα έθνη. Είναι πολύ μεγάλη δουλειά η διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κυρίως όμως για τους αθλητές.
Ευτυχώς υπάρχει και κάποιος σαν τον Μίλτο Τεντόγλου που εκτός από τις πρωτοφανείς για τον ελληνικό στίβο επιδόσεις και κατακτήσεις του, μας προσφέρει με την εν γένει στάση και κοσμοθεωρία του, με όλη αυτήν τη συγκροτημένη χαλαρότητα και το ελεύθερο πνεύμα που προβάλλει, ένα υγιές αντίβαρο στις έντονες αμφιθυμίες μας, υπενθυμίζοντάς μας την αξία του μέτρου και της υπομονής (δεν χρειάζεται να απογειωνόμαστε κάθε τόσο με το παραμικρό, το κάνει εκείνος για λογαριασμό μας στα άλματά του).
Φοβερός (πρωτ)αθλητής και σπουδαίος τύπος, και επίσης υπέροχο «ντουέτο» στον στίβο (και θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι Ολυμπιάδα σημαίνει, σε μεγάλο βαθμό και για τον περισσότερο κόσμο, στίβος) με τον Μανώλη Καραλή που το χαμόγελό του είναι εξίσου μεταδοτικό με το μειδίαμα του Τεντόγλου.
Καθώς μαζεύονται σιγά-σιγά οι διακρίσεις, λησμονήθηκε θαρρώ κάπως γρήγορα και «βολικά» η πρώτη από αυτές σ’ αυτούς τους Αγώνες, το χάλκινο του Θοδωρή Τσελίδη στο τζούντο. Όσοι δεν τον γνώριζαν από πριν, όπως εγώ, ένιωσαν μια αμηχανία, κι ας μην την ομολόγησαν δημοσίως, όταν έκανε δηλώσεις μέσω διερμηνέα μετά την επιτυχία του.
Έτσι είναι όμως πλέον οι Ολυμπιακοί –και οι εθνικές ομάδες– και εμείς δεν είμαστε ούτε πρωτοπόροι, ούτε και πρωτάρηδες φυσικά, στη «συμπερίληψη» αθλητών που μεγάλωσαν και «φτιάχτηκαν» αλλού, είτε εμφανίζουν ελληνικές ρίζες είτε όχι. Με συγκίνησε πάντως ομολογώ –και το λέω χωρίς ίχνος σαρκασμού– όταν με μια χαριτωμένη αφέλεια, δήλωσε περήφανος που κατάφερε να κερδίσει το μετάλλιο «για αυτή την όμορφη χώρα», πριν ζητήσει συγγνώμη που δεν μιλάει ελληνικά.