Ο ΠΡΟΣΦΑΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ του Αλέν Ντελόν, του θρύλου του γαλλικού σινεμά, από μία εποχή που μπορούσε ακόμα να γεννά σταρ, εξώθησε πολλούς στα κοινωνικά δίκτυα σε μια λυσσαλέα προσπάθεια αποκαθήλωσης του μύθου του και αποστασιοποίησης από την εξιδανικευμένη εικόνα του στις ταινίες που τον ανέδειξαν. Ξαφνικά κάποιοι ένιωσαν την ανάγκη να υπερτονίσουν τους ουκ ολίγους σκελετούς στην ντουλάπα του, τις ρατσιστικές και ομοφοβικές δηλώσεις που είχε κάνει κατά καιρούς, την επιθυμία του να τον θάψουν μαζί με τον σκύλο του, την ανοιχτή στήριξή του στον Ζαν-Μαρί Λεπέν, την άκρως προβληματική σχέση του με τις συντρόφους της ζωής του και τα παιδιά του και την εμπλοκή του ονόματός του στην υπόθεση Μάρκοβιτς.
Πολλοί προθυμοποιήθηκαν να μας υπενθυμίσουν τι κάθαρμα ήταν ο μακαρίτης και να τοποθετήσουν αστερίσκο –όταν, δηλαδή, δεν μας προέτρεπαν να μην ασχοληθούμε ποτέ ξανά μαζί του– σε κάθε αναρτημένη φωτογραφία στο διαδίκτυο που μαρτυρούσε την ακαταμάχητη λάμψη του και σε κάθε ταινία που έπαιξε ποτέ, λες και οι κλασικές ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε, σκηνοθετών όπως οι Βισκόντι, Αντονιόνι και Μελβίλ, ήταν αποκλειστικά δικές του δημιουργίες.
Κάποιοι ζηλωτές, δε, έφτασαν στο σημείο να δηλώσουν πως περιμένουν με ανυπομονησία τον θάνατο του Γούντι Άλεν και του Ρομάν Πολάνσκι, με τα πολύ πιο πολλά μελανά έως ποινικά κολάσιμα σημεία, για να ξεσπαθώσουν. Ενώ σύντομα πρόκειται να ξεκινήσει και η δίκη του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ο οποίος κατηγορείται για τον βιασμό και τη σεξουαλική κακοποίηση ηθοποιού, οπότε αναμένουμε το κάλεσμα για τη λογοκρισία και των δικών του ταινιών.
Η ηθικολογία, λοιπόν, δεν έχει καμία δουλειά να μπλέκει στα χωράφια της τέχνης. Η μία απεχθάνεται σφόδρα την άλλη. Όταν η αποτίμηση καλλιτεχνών γίνεται με ηθικοπλαστικούς όρους, καταλήγουμε σε κυνήγια μαγισσών και σε ό,τι εξέθρεψε το cancel culture.
Βεβαίως, αυτή είναι μια αρκετά μονόπλευρη αλλά και αρκετά υποκριτική στάση, γιατί ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως είναι σε θέση να γνωρίζει με κάθε βεβαιότητα τι σκελετούς κρύβει στην ντουλάπα του ο κάθε καλλιτέχνης; Ουδείς. Αν δεχτούμε αυτήν τη λογική, τότε μια κεντρική επιτροπή θα έπρεπε να περνά από κόσκινο τη ζωή όλων των καλλιτεχνών και να γνωμοδοτεί, πριν μας επιτρέψει να θαυμάσουμε το έργο τους ή και τους ίδιους. Από την άλλη, οι προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες δεν γίνεται να μη σχετίζονται. Θα δεχόταν κάποιος με τον ίδιο ζήλο να εξοστρακίσει στο πυρ το εξώτερον τον δικό του αγαπημένο καλλιτέχνη, αν, ο μη γένοιτο, εξέφραζε προβληματικές απόψεις; Μάλλον όχι. Άραγε, όσοι μας ζητούσαν να δηλώσουμε τον αποτροπιασμό μας για τον βίο του Ντελόν να ήταν ένθερμοι θαυμαστές του; Αμφίβολο. Και από ποιο καλλιτεχνικό ανάστημα και πάνω αρχίζουμε να γινόμαστε πιο αυστηροί; Τέτοιου είδους κριτήρια οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδο.
Και τέλος, αν το καλοσκεφτούμε, αν και τέτοια διαδικτυακά πογκρόμ εναντίον όχι και τόσο άσπιλων καλλιτεχνών δείχνουν μια τάση απαξίωσης και απομυθοποίησης των πάντων, στο βάθος διακρίνεται ένας εφηβικός ιδεαλισμός και μια αντίστροφη μυθοποίηση, εκείνη που απαιτεί πιστοποιητικά καθαρότητας και άμεμπτη διαγωγή, πριν συναινέσει στην εξύμνηση του οποιουδήποτε. Δεν είναι παρά η αντίθετη όψη του ίδιου νομίσματος: από το «ζήτω τα είδωλα» μέχρι το «γκρεμίστε τα είδωλα» η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Δεν υπάρχει απομυθοποίηση χωρίς μύθο. Και κάθε αποκαθήλωση απαιτεί πρώτα την άνοδο στο βάθρο.
Η λατρεία για το σεξαπίλ και την αθωότητα της iconic Μπριζίτ Μπαρντό την εποχή που μεσουρανούσε στον κινηματογράφο, για παράδειγμα, δεν σήμαινε πως θα αναγορευόταν και σε αγία. Κι αν εκείνη η υπέρλαμπρη φουρνιά των ηθοποιών των δεκαετιών 1950-1960 στην Ευρώπη συνιστούσε και μια υπόσχεση ονείρου για τις καθημαγμένες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο γενιές, οπότε η ωραιοποιημένη εικόνα τους σε μια εποχή χωρίς τόσα ΜΜΕ, ίντερνετ και διάχυση της πληροφορίας ήταν σε έναν βαθμό κατανοητή και αναγκαία, στη σημερινή εποχή, η πουριτανική απαίτηση από καλλιτέχνες τέτοιου βεληνεκούς να είναι άσπιλοι και αμόλυντοι, προκειμένου να αναγνωρίσουμε την καλλιτεχνική τους αξία, φαντάζει αστεία κι ανεδαφική.
Η ηθικολογία, λοιπόν, δεν έχει καμία δουλειά να μπλέκει στα χωράφια της τέχνης. Η μία απεχθάνεται σφόδρα την άλλη. Όταν η αποτίμηση καλλιτεχνών γίνεται με ηθικοπλαστικούς όρους, καταλήγουμε σε κυνήγια μαγισσών και σε ό,τι εξέθρεψε το cancel culture.
Επιπλέον, το ζήτημα είναι σαφώς πιο πολύπλοκο από τον διαχωρισμό ανθρώπου και καλλιτέχνη, οπότε δεν αρκεί να αποσαφηνίσουμε πως ξεχωρίζουμε τον έναν από τον άλλον για να τελειώνουμε με την υπόθεση. Ακριβώς γιατί συχνά είναι οι δαίμονες, οι αδυναμίες, οι αντιφάσεις και τα ανθρώπινα ελαττώματα που σφυρηλατούν τον καλλιτέχνη και επειδή, από την άλλη, δεν γίνεται ένας καλλιτέχνης μεγάλου διαμετρήματος να κρίνεται με τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ασφαλώς πως θα μείνει στο απυρόβλητο για όλα. O Εμίλ Σοριάν σε ένα έξοχο δοκίμιό του για τη δόξα, στο βιβλίο του «Η πτώση μέσα στον χρόνο» (1964), γράφει σχετικά: «Κάθε τι γόνιμο και αληθινό δεν είναι ποτέ εντελώς φωτεινό και έντιμο. Να ψέγουμε τις αδυναμίες ενός ποιητή, να λέμε ότι αυτές συνιστούν τη “μαύρη κηλίδα της ιδιοφυΐας” του, σημαίνει ότι παρανοήσαμε το κίνητρο και μυστικό, αν όχι του ταλέντου του, πάντως σίγουρα της “απόδοσης” του». («Επιθυμία και φρίκη για τη δόξα» από το «Η πτώση μέσα στον χρόνο», μτφρ. Τέτος Σούρδος, ηλεκτρονικό περιοδικό «Νέο Πλανόδιον», Ιούλιος 2024.)
Μόνο που προσοχή, γιατί εδώ ελλοχεύει η παγίδα να θεωρήσουμε πως ισχύει και το αντίστροφο. Το να έχει να επιδείξει κανείς αξιοκατάκριτες συμπεριφορές επ' ουδενί δεν ισοδυναμεί με εχέγγυο καλλιτεχνικού μεγαλείου, όταν το μόνο αξιομνημόνευτο που έχει να επιδείξει είναι το ταλέντο του στις δημόσιες σχέσεις, η αδηφάγα φιλοδοξία του και η παντός καιρού ευελιξία του.
Από τη μια η αυτοτέλεια και η ανεξαρτησία του έργου τέχνης από τον ίδιο τον δημιουργό, ακόμα και από τις ίδιες του τις προθέσεις ή τις απόψεις του, και η μεταφυσική του ταλέντου, από την άλλη τα ίδια τα σκοτεινά σημεία που το τροφοδοτούν, δημιουργούν ένα αρκετά θολό τοπίο που δεν μας επιτρέπει να καταλήγουμε σε απόλυτες κρίσεις ή σε αναδρομικές ακυρωτικές διαδικασίες.
Ακόμα κι αν αποδεχτούμε για τον τάδε πως είχε τοξική συμπεριφορά και για τον δείνα πως ήταν ένας φασίστας, ακόμα κι αν σε περιπτώσεις κακοποιητικών συμπεριφορών θα υπάρχουν φυσικά και οι ανάλογες νομικές συνέπειες, το να ισχυριζόμαστε πως θα πάψουμε να βλέπουμε τις ταινίες, τις παραστάσεις και τις σειρές που πρωταγωνιστεί, να διαβάζουμε τα βιβλία που γράφει, να ακούμε τα τραγούδια του ή να αγοράζουμε τα έργα του μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» δεν θα πάψει ποτέ να θεωρείται αριστούργημα, όσο κι αν απεχθανόμαστε τη φασιστική πλευρά του Σελίν, ούτε ο Έζρα Πάουντ τεράστιος ποιητής επειδή αποστρεφόμαστε τις ακραίες αντιλήψεις του. Θα συνεχίσουμε να βλέπουμε ταινίες του Γούντι Άλεν και του Ρομάν Πολάνσκι παρά τις σκοτεινές σελίδες της ζωής τους. Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ θα παραμείνει ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών και οι ταινίες του τα αριστουργήματα που είναι, έστω και αν τώρα γνωρίζουμε την κακοποιητική συμπεριφορά του προς τη Σέλεϊ Ντιβάλ στα γυρίσματα της «Λάμψης». Όπως και η εκτυφλωτική, αδιαμφισβήτητη και εξωπραγματική ομορφιά του Ντελόν, η μυθολογία γύρω από τις ταινίες του και η λατρεία του φακού στο πρόσωπό του δεν θα ξεθωριάσουν ποτέ, κι ας μας φάνηκε τραβηγμένη η επιθυμία να πεθάνει μαζί με τον σκύλο του. Η αθανασία του είναι εξασφαλισμένη, τα δικά μας εφήμερα σχόλια είναι που θα σβήσουν για πάντα.