ΑΓΑΠΗΤΕ ΝΙΚ,
Καταρχάς, χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου, που είναι μεθαύριο. Εξήντα επτά. Απίστευτο μου φαίνεται. Χρόνια και ζαμάνια. Όχι ότι σου φαίνεται. Μόνο αυτό το αλλόκοτο κορακίσιο μαλλί μοιάζει προδοτικό, αλλά η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν θα μπορούσε να σε φανταστεί ασπρομάλλη (κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να το διανοηθώ, αλλά είναι αδύνατο).
Μακάρι να μπορούσα να σου πω ότι γράφω αυτά τα λόγια ακούγοντας στο repeat το τελευταίο σου άλμπουμ.
Προσπάθησα, ως όφειλα άλλωστε, μετά από τόσα που έχεις κάνει για μας στα νιάτα μας κι ακόμα παραπέρα, να το αγαπήσω και να το νιώσω και να φυλάξω κάποια σπαράγματα στο μυαλό και στην καρδιά μου, αλλά δεν τα κατάφερα. Τόσο λυτρωτικό κρεσέντο και τόσο γλιστερή ενορχήστρωση, τόσο πολύ λάδι αλλά τηγανίτα (τραγούδι δηλαδή) μηδέν. Όπως λέμε και στα μέρη μας –που τόσες φορές έχεις έρθει–, το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
Είσαι πια ένας θεσμός, είσαι πια καθεστώς. Συχώρα με, δεν φταις εσύ, εγώ φταίω. Ξέρω ότι αυτό είναι το κλισέ που χρησιμοποιούν οι δειλοί για να χωρίσουν, αλλά το πιστεύω εν προκειμένω. Εσύ ωρίμασες, εγώ προφανώς όχι.
Το ίδιο δυστυχώς συνέβη και με το προτελευταίο και με όλα τα προηγούμενα άλμπουμ αυτού του καταραμένου αιώνα. Εσύ προχώρησες κι εγώ έχω μείνει καθηλωμένος στα παλιά – μέχρι και στο The Boatman’s Call του 1999, που ήταν και παραμένει ένα αριστούργημα αλλά επίσης, εκ των υστέρων, ήταν και ένα προμήνυμα του ατέλειωτου εσπερινού που θα ακολουθούσε.
Στρογγυλοκάθισες στο πιάνο και δεν λες να σηκωθείς. «Δεν πιστεύω σ’ έναν παρεμβατικό Θεό / ξέρω όμως, αγάπη μου, ότι εσύ πιστεύεις», έλεγες τότε. Ο Θεός πάντα σε γυρόφερνε και ήξερε ότι κάποτε θα σε αποσπάσει οριστικά από τις δυνάμεις του σκότους. Και τώρα είσαι κι εσύ επίσημα πλέον μια μεσσιανική φιγούρα για κεντρώους μεσήλικες. Ένας ροκ ευπατρίδης, ένας επίτιμος. Είσαι πια ένας θεσμός, είσαι πια καθεστώς.
Συχώρα με, δεν φταις εσύ, εγώ φταίω. Ξέρω ότι αυτό είναι το κλισέ που χρησιμοποιούν οι δειλοί για να χωρίσουν, αλλά το πιστεύω εν προκειμένω. Εσύ ωρίμασες, εγώ προφανώς όχι.
Την ώρα αυτή που σου γράφω φοράω ένα λερωμένο μακό κι ένα σορτσάκι. Αναρωτιέμαι αν εσύ έχεις φορέσει ποτέ μπλου τζιν. Αθλητική φόρμα; Τι να φοράς άραγε στο σπίτι τα βράδια; Δεν μπορεί να φοράς κι εκεί αυτά τα σκούρα κουστούμια που ράβει τόσο τέλεια πάνω σου η φίλη σου η Bella Freud, θα τσαλακωθούν. Εθεάθης, λέει, προ τριετίας στην Ύδρα με σορτς –λευκό μάλιστα–, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιο φωτογραφικό ντοκουμέντο που να το πιστοποιεί.
Σ’ αφήνω με χιλιάδες ευχές και με δυο στιχάκια του Κοέν (βοήθειά μας), που ξέρω πόσο τον αγαπάς, από το You want it darker:
If you are the dealer, let me out of the game / If you are the healer, I'm broken and lame / If thine is the glory, mine must be the shame.
Με αγάπη πάντα,
Δ.Π.