Έχεις πει ότι ήσουν από μικρός λάτρης του Μάνου Χατζιδάκι, τον οποίο ήθελες να γνωρίσεις από κοντά αλλά δεν πρόλαβες, γιατί μεσολάβησε ο θάνατός του.
Δυστυχώς έτσι είναι. Η ιστορία έχει ως εξής: είχε επικοινωνήσει μαζί μου μέσω ενός κοινού γνωστού και με κάλεσε στο σπίτι του. Εγώ όμως δεν ήθελα να εμφανιστώ ως «απλός» τραγουδιστής αλλά ως συνθέτης, και να του δείξω κάτι κουαρτέτα που έγραφα τότε –τα οποία αργότερα πέταξα, καθώς ήταν ανάξια λόγου–, ώστε να τον εντυπωσιάσω. Μέχρι όμως να τα ολοκληρώσω, εκείνος αρρώστησε, σύντομα έφυγε από τη ζωή κι έτσι η γνωριμία αυτή δεν συντελέστηκε ποτέ. Μου έδωσε, εντούτοις, και χωρίς βέβαια να το ξέρει, ένα τεράστιο μάθημα: αφενός να είμαι λίγο πιο σεμνός, αφετέρου να ζω τη ζωή στο τώρα, και να μην αναβάλλω πράγματα για αργότερα.
— Κρίμα, νομίζω ότι θα ταιριάζατε πολύ! Έχεις ωστόσο εντρυφήσει στη μουσική του όλα αυτά τα χρόνια.
Έχω συνεργαστεί πολύ και για πολλά χρόνια με το μουσικό σύνολο Μάνος Χατζιδάκις, τόσο συναυλιακά όσο και δισκογραφικά. Έπαιξα και συναναστράφηκα με ανθρώπους που είχαν μακρά συνεργασία μαζί του και που καθόρισε, καθώς οι ίδιοι λένε, όχι μόνο την τέχνη αλλά και τις ζωές τους. Πρόλαβα την «παλιά φρουρά» των μουσικών του, δηλαδή τον ήχο του. Και η αλήθεια είναι ότι ευνοήθηκα πολύ γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να τραγουδήσω μαζί τους σε πρώτη ζωντανή παρουσίαση έργα όπως ο «Μεγάλος Ερωτικός», η «Εποχή της Μελισσάνθης» ή το «Reflections».
«Πλέον αποφεύγουμε να αφήνουμε το συναίσθημά μας να βαθύνει ώστε να αφομοιώσουμε τα γεγονότα, τα αισθήματα, τις σκέψεις, τις στιγμές ή τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα».
Αργότερα παρουσιάσαμε επίσης ζωντανά ακυκλοφόρητα έργα του όπως οι «Παίδες επί Κολωνώ» και ο «Κοινός Βίος», ενώ δισκογραφικά τραγούδησα τον «Ματωμένο Γάμο», το «Παραμύθι χωρίς όνομα» και τον «Κύκλο με την κιμωλία». Μπορώ λοιπόν να πω ότι έζησα αρκετά μέσα στον κόσμο του Χατζιδάκι κι ας μην κατάφερα να τον συναντήσω. Το έργο του με διαμόρφωσε ως ακροατή, ερμηνευτή και δημιουργό. Με καθόρισε ως άνθρωπο. Αισθάνομαι δε την ευλογία των τραγουδιών του καθημερινά, και ειδικά όσο καιρό τα δουλεύουμε με το νέο και εξαιρετικό «Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις» για τη συναυλία του Ηρωδείου. Τον τελευταίο καιρό, στην προετοιμασία και στις πρόβες, ζούμε όλοι οι συμμετέχοντες μέσα σε τεράστιες δόσεις αλήθειας και ομορφιάς. Είναι μια ευλογία.
— Μπορούν άραγε αυτοί οι στίχοι και αυτές οι συνθέσεις να συγκινήσουν σήμερα το ίδιο με την εποχή που γράφτηκαν;
Το ερώτημα είναι αν είμαστε σε θέση να συγκινηθούμε σήμερα έτσι κι αλλιώς. Αν δεν μπορεί να σε συγκινήσει ο «Μεγάλος Ερωτικός», αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να σε συγκινήσει το οτιδήποτε. Διότι πλέον αποφεύγουμε να αφήνουμε το συναίσθημά μας να βαθύνει ώστε να αφομοιώσουμε τα γεγονότα, τα αισθήματα, τις σκέψεις, τις στιγμές ή τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα.
Είναι τόσο γρήγοροι οι χρόνοι στους οποίους εθιστήκαμε να ζούμε, τόσα πολλά τα ερεθίσματα και τόσο ταχεία η εναλλαγή γεγονότων, πραγμάτων, πληροφοριών και καταστάσεων, ώστε αναγκαζόμαστε να μένουμε στην επιφάνεια. Και ό,τι απαιτεί εμβάθυνση το αισθανόμαστε σαν ενόχληση, γιατί ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε. Και όμως, τα σπουδαία τραγούδια βρίσκουν τον τρόπο να μας θυμίσουν την ιερότητα της ύπαρξής μας. Γι' αυτό είναι πολύτιμα.
— Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον «Μεγάλο Ερωτικό», που γράφτηκε μέσα στη χούντα, έργο τρόπον τινά «αντιστασιακό», με έναν αλληγορικό βέβαια τρόπο;
Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο ήταν στις προθέσεις του Χατζιδάκι. Ωστόσο, ένα αριστούργημα που βγαίνει σε μια σκοτεινή εποχή αποτελεί από μόνο του μια επαναστατική πράξη, σαν ένα λουλούδι που ανθίζει μέσα σε έναν βάλτο. Δεν είναι βέβαια πολιτικοί οι στίχοι των τραγουδιών αυτών των τραγουδιών, αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα. Μικρή σημασία έχει το τι λέει κανείς σε πρώτο επίπεδο – ξέρω πολλά τραγούδια που λένε διάφορα, ενώ η ενέργειά τους ή το μυστικό κείμενο που κρύβεται από πίσω λένε τελείως άλλα πράγματα. Αν οι επαναστάσεις γίνονται για να κάνουν τον κόσμο καλύτερο, τότε η ομορφιά είναι πάντοτε επαναστατική.
— Μα ο ίδιος ο έρωτας μπορεί να είναι μια πράξη αντίστασης, όπως τουλάχιστον θέλουμε να πιστεύουμε οι αθεράπευτα ρομαντικοί.
Πιθανόν ναι — το σίγουρο είναι ότι ο έρωτας προϋποθέτει έναν αγώνα, και με τον άλλο και με τον ίδιο τον εαυτό σου, πολλές φορές σκληρό!
— Τι σε μαγεύει περισσότερο στη «Μυθολογία»; Κάποιο κομμάτι που θα ξεχώριζες;
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τραγούδι από τη «Μυθολογία». Την αντιλαμβάνομαι ως ενιαίο έργο και πάντα, όταν την ξεκινούσα, την άκουγα ολόκληρη. Υπάρχουν μεν κάποια κομμάτια πιο γνωστά, όπως ο «Ευαίσθητος Ληστής», το «Ήσουν παιδί σαν τον Χριστό» ή το «Αερικό», παραμένει όμως για μένα ένα αδιαίρετο σύνολο, ένα υλικό πολύ δυνατό και ταυτόχρονα εύθραυστο. Κυκλοφόρησε το 1965 και αντικατοπτρίζει μια μεταβατική εποχή, όταν η Ελλάδα είχε μόλις αρχίσει να βγαίνει από τα πολύ δύσκολα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά χρόνια, ενώ ετοιμαζόταν «εν αγνοία της» να μπει σε μια άλλη σκοτεινή περίοδο, αυτή της χούντας που θα ακολουθούσε· τα χρόνια εκείνα άνοιγε ένα «παράθυρο» που έκλεισε απότομα, αν και όχι ανεξήγητα, τον Απρίλιο του 1967.
Βλέποντας πώς διαμόρφωσε ο Μάνος Χατζιδάκις τις μελωδίες του και ο Νίκος Γκάτσος τους στίχους του, παρατηρώντας τη δομή των τραγουδιών, την ευφυΐα στην ενορχήστρωση, τα βαθιά συναισθήματα που εξέφραζε, την απόλυτη ισορροπία που πετυχαίνει μεταξύ σουρεαλισμού και ρεαλισμού, αντιλαμβάνεσαι τη σημασία της «Μυθολογίας» και της συγκυρίας στην οποία γράφτηκε.
Δεν είχε υπάρξει κάτι αντίστοιχο μέχρι τότε στη δισκογραφία, με εξαίρεση ίσως τον «Ματωμένο Γάμο» που είχε μελοποιήσει νωρίτερα ο Χατζιδάκις, με τον Γκάτσο να μεταφράζει τους στίχους του Λόρκα.
Η «Μυθολογία» με αφορά απολύτως σήμερα ως σύνολο, αλλά και κάθε ένα τραγούδι της ξεχωριστά: για παράδειγμα ένας Ροβινσώνας με δίκαννο στη Μύκονο, ή ο Τζώνης ο μπόγιας, ένα παιδί που δεν έλαβε αγάπη και σημασία και κατέληξε να σφάζει τους φίλους, τα αδέρφια και τελικά τη μάνα του, ή ο ευαίσθητος ληστής με την καρδιά παιδιού που τον γράψανε φονιά γιατί ήθελε να κάνει το δάκρυ μας γέλιο. Αυτά είναι απολύτως σημερινά πράγματα!
Η «Μυθολογία», ξέρεις, έχει αρχέτυπα μέσα της και, όπως συμβαίνει με όλες τις μυθολογίες, τα αρχέτυπα αυτά είναι διαχρονικά, αιώνια, δεν παλιώνουν. Και μπορεί η παράσταση του Ηρωδείου να φέρει την ονομασία «Τριάντα», υπονοώντας τα τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά στην ουσία το «Τριάντα» αναφέρεται στον αριθμό των τραγουδιών που θα παρουσιαστούν. Δεν πρόκειται λοιπόν ούτε για μνημόσυνο, ούτε για «γιορτή». Στόχος μας είναι η συναυλία αυτή να είναι μια στιγμή καθαρότητας, με τριάντα αριστουργήματα που τα έχουμε, πιστεύω, απόλυτη ανάγκη σε αυτή την τόσο ταραγμένη περίοδο.
— Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν περιοριζόταν στην τέχνη του, είχε το θάρρος της γνώμης του, την οποία εξέφραζε σθεναρά με δημόσιες παρεμβάσεις –κι ας του είχε στοιχίσει αυτό–, κάτι που κι εσύ κάνεις συχνά.
Μου είναι αδύνατο να μην παίρνω θέση σε κάποια πράγματα, κι όταν αυτό συμβαίνει δεν το κάνω, ξέρεις, από οργή, αλλά από απελπισία. Ποτέ δεν οργίζομαι, συμβαίνει όμως να απελπίζομαι και δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Η σύγκριση όμως θα αδικούσε τον Χατζιδάκι, ο οποίος κοντά στα άλλα ήταν ένας πραγματικά θαρραλέος άνθρωπος. Δεν το έκανε για να εισπράξει κάποια ευτελή εύσημα, αλλά για να εκπροσωπήσει ή να υπερασπιστεί μια λεπτότητα, μια ευγένεια, μια ομορφιά ή μια αλήθεια, δίνοντας έτσι πρόσωπο στον τόπο μας, σε μια εποχή που ακόμα αυτός διαμορφωνόταν.
Πιστεύω, μάλιστα, ότι αν είχαμε ακολουθήσει περισσότερο την κατεύθυνση που με τον τρόπο και την αισθητική του μας υπέδειξε –η οποία αισθητική στο τέλος γίνεται ηθική–, θα ήμασταν σήμερα μια άλλη χώρα.
— Υπάρχουν, αλήθεια, σήμερα τέτοια μεγέθη;
Με δυσκολεύει πολύ η ανάγκη να ψάχνουμε να βρούμε κάθε φορά το αντίστοιχο ενός ανθρώπου που έφυγε. Καλλιτέχνες ή μη, καθένας και καθεμιά μας είμαστε μοναδικοί, δεν υπάρχει καμία αντιστοιχία με κανέναν και καμία πριν ή μετά από μας, παρά τα όσα κοινά έχουμε ως είδος, κι αυτή η μοναδικότητα είναι, αν θες, η μαγεία μας. Ένας άνθρωπος που φεύγει είναι για πάντα εδώ γιατί δεν θα ξαναϋπάρξει άλλος σαν εκείνον. Ό,τι έκανε, όποιο χαμόγελο μοίρασε είναι ακόμα μαζί μας.
— Μιλώντας για τον «πολιτικό» Χατζιδάκι, θυμήθηκα ένα δικό σου παλιότερο κομμάτι, την «Πολιτική Τοποθέτηση».
Ενδιαφέρομαι για την πολιτική από μικρός γιατί καθορίζει τις ζωές μας και θέτει το επίπεδο μέσα στο οποίο θα λειτουργήσουμε. Διαβάζω, μελετάω, συγκρίνω, σκέφτομαι, χωρίς ποτέ να έχω αποκτήσει οποιαδήποτε κομματική ταυτότητα. Είμαι φανατικά ακομμάτιστος. Θεωρώ την ελευθερία μου αδιαπραγμάτευτη και δεν τη διακινδυνεύω.
— Υπάρχει κάποιο καινούργιο στοιχείο στην ερμηνεία και τη συνεργασία σου με τους μουσικούς που θα σε συνοδεύσουν;
Το καινούργιο είμαστε πάντα εμείς. Τα έργα είναι πάντοτε εκεί, γίνονται «καινούργια» επειδή αλλάζουμε εμείς, οι εκτελεστές και οι ακροατές. Οπότε δεν ψάχνουμε το καινούργιο στο έργο, αλλά στον εαυτό μας, τι νέο μπορεί να γεννήσει σε μας έτσι όπως είμαστε αυτήν τη στιγμή. Και επειδή περνάμε δύσκολα χρόνια και υπάρχει πολλή μαυρίλα γύρω μας, οτιδήποτε μπορεί να φωτίσει την ουσία των πραγμάτων και να φανερώσει το πρόσωπό μας είναι πολύτιμο.
Αυτό ισχύει τόσο για μένα, την ορχήστρα και όλους όσοι συμμετέχουμε σε αυτό το εγχείρημα όσο και για τους ακροατές και τις ακροάτριες που θα έρθουν να μας δουν. Θα μοιραστούμε κάτι πολύ αληθινό, μια αξία ανεκτίμητη, σε μια εποχή που η ευτέλεια περισσεύει.
— Θυμάμαι ότι ο Χατζιδάκις απαιτούσε απόλυτη ησυχία στη διάρκεια των συναυλιών του. Θα ζητούσες κάτι ανάλογο;
Αν και δεν μπορώ φυσικά να μιλήσω εκ μέρους του, δεν είχε νομίζω την απαίτηση να επικρατεί κάτι σαν «νεκρική σιγή». Εκείνο που ζητούσε από εμάς –και για εμάς– είναι να σεβαστούμε τη στιγμή μας, τον χρόνο μας και την τέχνη που υπηρέτησε τόσο άξια. Πρώτα μας ζητούσε να σεβαστούμε τον εαυτό μας. Και ο σεβασμός πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη αξία στην τέχνη, στον έρωτα και στη ζωή. Μια αξία που καταντήσαμε να θεωρούμε «παραξενιά».
— Δεν ξέρω πάντως πώς θα αντιδρούσε σήμερα αν είχε να αντιμετωπίσει ένα κοινό που οι μισοί θα έπαιζαν κάθε τόσο με τα κινητά τους, π.χ. Εσύ, αλήθεια, πώς αντιμετωπίζεις τέτοιες καταστάσεις;
Κοίτα, στις δικές μου συναυλίες παρατηρώ με χαρά το κοινό να γίνεται μέσα στα χρόνια όλο και ουσιαστικότερο κι αυτό κάνει εμένα καλύτερο και μου δίνει μεγάλο κουράγιο. Η μοιρασιά της ψυχής βαθαίνει, η κοινή μας παρουσία γίνεται μια γιορτή συνύπαρξης. Αυτά όμως δεν είναι μετρήσιμα πράγματα. Μετρήσιμα είναι άλλα, πιο ταπεινά δείγματα. Για παράδειγμα, τα σκουπίδια που μένουν στον χώρο μετά το τέλος μιας συναυλίας. Ακούγεται ίσως χαζό, αλλά πάντοτε τα παρατηρώ και με χαροποιεί που είναι όλο και λιγότερα. Είναι κι αυτό ένα δείγμα ποιότητας, μικρό μεν, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητο.
– Χρειαζόμαστε άραγε σήμερα καινούργιους μύθους, σαν αυτούς που είχε γράψει ο Μάνος για τη «Μυθολογία» του;
Νομίζω ότι κάθε εποχή έχει ανάγκη τους μύθους της κι ο μύθος, ξέρεις, δεν έχει καμία σχέση με το ψέμα. Είναι, αντίθετα, το απόσταγμα της αλήθειας, η ουσία της ύπαρξής μας και ναι, σίγουρα χρειαζόμαστε καινούργιους μύθους – άλλωστε και ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος γι’ αυτό τους είχαν γράψει, επειδή ο νεαρός τότε τραγουδιστής, ο Γιώργος Ρωμανός, τους είχε ζητήσει. Οι μύθοι λένε τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, γιατί μπορεί να αλλάζουν οι συνθήκες, οι συνήθειες, το περιβάλλον, όχι όμως και η ανθρώπινη αλήθεια. Αυτή παραμένει σταθερή και αναλλοίωτη.