Το σπίτι του Δημήτρη Ζαφειρίου είναι ένα διαμέρισμα με χιούμορ, φαντασία και κάτι στοργικό που σε «κρατάει».
Στο πικάπ παίζει σταθερά ’70s γαλλικά τραγούδια αλλά και Μαρινέλλα. Εδώ θα ακούσεις τα άπαντα, σε ό,τι εκτέλεση υπάρχει.
Τριγυρίζω στον χώρο και εντυπωσιάζομαι που έχει καταφέρει να κάνει το παλιό να φαίνεται καινούργιο. Τον ρωτάω πώς έγινε όλη αυτή η σύνθεση των αταίριαστων αντικειμένων που δένουν όμως τελικά αρμονικά. «Με καλή θέληση», απαντά ειλικρινά. Μου εξηγεί ότι τα πιο πολλά έπιπλα τα έφερε από το πατρικό του, που ήταν στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια, τους άλλαξε τα φώτα, όπως μου λέει κάπως σκανταλιάρικα.
«Το σπίτι αποτελείται κατά τα τρία τέταρτα από έπιπλα απ’ το πατρικό, λίγες αντίκες που αγόρασα ίδιος, λίγο ΙΚΕΑ και έπιπλα που μου έχουν χαρίσει φίλοι. Όποιος ήθελε να ξεφορτωθεί κάτι και βαριόταν να φωνάξει τον παλιατζή μου έλεγε “έλα να το πάρεις”. Έτσι βρέθηκα και μ’ αυτόν τον καθρέφτη», μου δείχνει τον καθρέφτη και διάφορα αλλά αντικείμενα στον χώρο, «που όμως τα αγαπώ πολύ. Το σκουπίδι του άλλου μπορεί να γίνει δικός σου θησαυρός. Αυτό ισχύει και στα ερωτικά».
Έμαθε από μικρός σε αυτό το mix ‘n’ match που έγινε μέρος και της δικής του πραγματικότητας. Του αρέσει να ταιριάζει τα αταίριαστα και να φτιάχνει τα δικά του συναισθηματικά παλίμψηστα.
Τον ρωτάω αν και το ωραίο λαβομάνο είναι απ’ το πατρικό. «Αυτό είναι από την Ελάτη, που ’χει καταγωγή η μητέρα μου. Δεν είχε κάτι άλλο να πάρω από εκεί. Μόνο το λαβομάνο και φλοκάτες. Φλοκάτες έχω πάρα πολλές. Αν χρειαστείτε, να σας δώσω», μας λέει. Καπαρώνω μια λευκή για τον χειμώνα.
Στον τοίχο έχει δικά του έργα, άλλων καλλιτεχνών αλλά και μια συλλογή με κέρατα και κουφάρια ζώων. «Πού το βρήκες αυτό το κρανίο ζώου;» ρωτάω εντυπωσιασμένη – είναι κάτι που έψαχνα μανιωδώς. Ένας φίλος είχε βρει ένα στα Ψαρά, έτσι πήγα κι εγώ και με έφαγαν τα βουνά και οι μέλισσες. Τίποτα δεν βρήκα, καλά τη λένε «ολόμαυρη ράχη». Έναν χρόνο μετά μου το ’φέρε ένας άλλος φίλος από το χωριό του στη Λάρισα, που το βρήκε τυχαία. «Γιατί σου αρέσουν τα κέρατα;» τον ρωτάω. «Νομίζω πως αν έχω κέρατα στο σπίτι θα ξορκίσω τα άλλα, τα ερωτικά» μου απαντάει και χαμογελάει πονηρά.
«Τα design έπιπλα σου αρέσουν;» τον ρωτάω. Μου λέει ότι του αρέσουν, αλλά προτιμά να επενδύσει σε ένα ταξίδι στην Κοπεγχάγη και να πάει τα δει στο Design Museum όλα μαζεμένα, και να κάνει και τις βόλτες του στην πόλη, που είναι μια κούκλα.
Στον τοίχο παρατηρώ μια μεγάλη φωτογραφία του σαν αφίσα.
«Τι είναι αυτό;»
«Ναρκισσιστικό τοτέμ», λέει αστειευόμενος. Είναι της καλλιτέχνιδας φίλης του, της Vago, απ’ το Εvagelion studio, που εμπνέεται από φωτογραφίες. «Την αγαπώ πολύ, μου θυμίζει μια εποχή μου ανέμελη», εξηγεί. Σερβίρει καφέ σε ένα φίνο πορσελάνινο τσαγιερό, πολύ «βασίλισσα Ελισάβετ». «Τα σερβίτσια μου είναι όλα μόνο πεθαμένων», λέει. Η συζήτηση καταλήγει σουρεαλιστική. Όποια θεία πέθαινε τού άφηνε το σερβίτσιο της, και ρούχα, τα πιο φαντεζί, ακόμα και ρόμπες. Μου δείχνει μια ρόμπα-αριστούργημα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Δημήτρης έχει μαζέψει τα προικιά του, και πολύ το χαίρεται. «Η ζωή το θέλει, Τζούλη, το σεμεδάκι της», λέει με ύφος βαθυστόχαστο.
«Τι είναι για σένα το σπίτι, Δημήτρη;» τον ρωτάω κι εγώ σε ανάλογο ύφος.
«Η χειρολαβή μου. Η ασφάλειά μου αλλά και η σύνδεση με το παρελθόν, όχι ως πισωγύρισμα αλλά ως παρακαταθήκη».
«Δεν σε κουράζει που έχεις τόσα πράγματα απ’ το χθες; Δεν είναι σαν να κουβαλάς συναισθηματικά μπαγκάζια;» ρωτάω.
«Όχι, καθόλου, γιατί αφενός είχα μια χαρούμενη παιδική ηλικία και μου αρέσει να συνδέομαι με αυτήν και αφετέρου πολλά πράγματα από εκείνη την περίοδο πλέον δείχνουν εντελώς διαφορετικά».
Τον ρωτάω αν το πατρικό του έμοιαζε με το σπίτι που έφτιαξε εδώ.
«Το πατρικό μου πέρασε και αυτό τις φάσεις του. Αρχικά είχε μια αισθητική ρουστίκ, μετά είχε επιρροές αρ νουβό, με αντίκες».
Έμαθε από μικρός σε αυτό το mix ‘n’ match που έγινε μέρος και της δικής του πραγματικότητας. Του αρέσει να ταιριάζει τα αταίριαστα και να φτιάχνει τα δικά του συναισθηματικά παλίμψηστα.
«Προσέχεις ποιοι μπαίνουν σπίτι σου; Είναι το δικό σου άβατο;» τον ρωτάω. «Άβατο; Ούτε καν. Όσοι θέλετε, προσέλθετε. Μου αρέσει πολύ το σπίτι να ’ναι γεμάτο φίλους, καινούργιους ανθρώπους, φίλους φίλων. Όλοι καλοδεχούμενοι».
«Και αν μπει ο λάθος άνθρωπος και σου κάνει την ενέργεια μάνταρα;» τον ρωτάω.
«Σώπα, καλέ, με τις ενέργειες, δεν μπορώ να τα ακούω αυτά. Τα σπίτια πρέπει να τα ζεις. Ωραία, και πες ότι μπήκε κάποιος με παράξενη ενέργεια· από την ίδια πόρτα που μπήκε, θα βγει. Αερίζεις, λιβανίζεις και τέλος. Και μετά από έναν χωρισμό το σπίτι δεν δείχνει πιο λυπημένο; Όλα είναι πιο λυπημένα, κυρίως όμως η όψη σου στον καθρέφτη. Η ψυχή είναι το θέμα. Το ντουβάρι δεν καταλαβαίνει, δεν λυπάται. Μόλις συνέλθεις εσύ, πάλι χαρούμενο θα μοιάζει το σπίτι».
Μου λέει ότι αναβαθμίστηκε το διαμέρισμά του, πήγε απ’ τα χαμηλά στα πιο ψηλά, και όχι το αντίθετο, που είναι καταστροφικό. Ζούσε για πολλά χρόνια σε πενήντα τετραγωνικά, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στη Νεάπολη, και μετακόμισε ακριβώς στον από πάνω όροφο, όταν ξενοικιάστηκε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα.
«Δηλαδή τα μετέφερες όλα απ’ τη σκάλα;»
«Μεταφορική ο Δημητράκης», λέει και δείχνει τα μπράτσα του. «Άλλαξα όροφο, τετραγωνικά, απ’ το πιο σκοτεινό διαμέρισμα ήρθα σε πιο φωτεινό». Ξεκάθαρη αναβάθμιση, παρατηρώ.
Τον ρωτάω αν είναι λειτουργικό που πλέον μέσα στο σπίτι του έχει και τον χώρο όπου σχεδιάζει, ζωγραφίζει και φτιάχνει και τα κοσμήματά του.
«Ναι, είναι βολικό, κερδίζω χρόνο και χρήμα. Όποια ώρα μού έρθει η έμπνευση πετάγομαι σαν ελατήριο και μπορεί να ζωγραφίζω και όλη τη νύχτα. Τον τελευταίο καιρό ζωγραφίζω με τρομερό κέφι. Είναι κάτι που πάντα αγαπούσα, έκανα εκθέσεις και στο παρελθόν. Ετοιμάζω δεκατρία έργα που εμπνέομαι από δεκατρείς αληθινούς ανθρώπους· συνδέω τον καθένα με ένα διαφορετικό ζώο και τους αποδίδω όπως τους φαντάζομαι, με τα ερωτικά ένστικτα που κρύβουν μέσα τους». «Εγώ τι ζώο θα ήμουν;» – θέλει να το σκεφτεί.
Ο Δημήτρης είναι πολύ φιλόξενος και απ’ τη φύση του γενναιόδωρος: αν έχει έναν ντενεκέ λάδι, θα σου τον δώσει όλο και ο ίδιος θα μείνει χωρίς λάδι. Πάντα φεύγω με κάτι που μου χάρισε γιατί είναι ο άνθρωπος που αν του πεις «μου αρέσει αυτό», το βγάζει και σ’ το δίνει επί τόπου, με όλη του την καρδιά.
Φοράω ένα κιμονό απ’ την καινούργια του σειρά και μου λέει «κράτα το», καθώς μου χαρίζει και ένα κομπολόι, που μου μαθαίνει να το γυρίζω μόρτικα.
Αχ, Δημήτρη, στο σπίτι σου ανοίγει η καρδιά μου, μονολογώ. «Μόνο η Μαρινέλλα σου ανοίγει την καρδιά» λέει και δυναμώνει το τραγούδι. «Κοίτα σύμπτωση». Όσο με ξεπροβοδίζει, τραγουδάμε και οι δύο το ρεφρέν.