Το 1960, ο Ρόμπερτ Φρανκ δημοσίευσε ένα μικρό λεύκωμα 83 φωτογραφιών με τίτλο «The Americans», το οποίο παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά έργα από τότε που εφευρέθηκε το μέσο της φωτογραφίας στα μέσα του 19ου αιώνα. Το βιβλίο προέκυψε από περίπου 27.000 εικόνες που τραβήχτηκαν κατά τη διάρκεια ενός διετούς ταξιδιού ανά την αμερικανική επικράτεια αποτυπώνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ένα έθνος με βαθιές ταξικές και φυλετικές διαιρέσεις – ανήσυχο, επιφυλακτικό και καχύποπτο. Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες του μοιάζουν χαμένοι ή θυμωμένοι, αβέβαιοι για τα βήματά τους στις τεχνολογικές, πολιτισμικές και πολιτικές αλλαγές της νεωτερικότητας.
Το «The Americans» συνδύαζε την απόκοσμη ειλικρίνεια της φωτογραφίας δρόμου με μια αυστηρή φωτογραφική τεχνική και μια λεπτή οργάνωση σε κεφάλαια και θέματα, με κάθε φωτογραφία να απηχεί, να προμηνύει ή να ανατρέπει τις διπλανές της. Δεν ήταν ένα άμεσο σουξέ, αλλά ένας αργός θρίαμβος και καθώς η δεκαετία του '60 κυλούσε, κάθε φωτογράφος στην Αμερική ήθελε να γίνει ο Ρόμπερτ Φρανκ – εκτός από τον ίδιο τον Φρανκ, ο οποίος αντιπαθούσε τη δημοσιότητα, τη φήμη και τους λεονταρισμούς.
Και τότε συνέβη μια περίεργη καλλιτεχνική μεταστροφή, καθώς ο Φρανκ σχεδόν αποκήρυξε το βιβλίο και απομακρύνθηκε από το είδος της φωτογραφίας που τον είχε κάνει διάσημο. Αποφάσισε να διερευνήσει τις δυνατότητες τον κινηματογράφο, ευθυγραμμίστηκε με τους Beats, συμπεριλαμβανομένου του Τζακ Κέρουακ (ο οποίος είχε γράψει την εισαγωγή στο «The Americans» όταν αυτό εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες) και έστρεψε την κάμερά του όλο και περισσότερο προς ένα εσωτερικό σύμπαν, εξερευνώντας μια ζωή που γινόταν όλο και πιο μικρή, πιο απομακρυσμένη και πιο στοιχειωμένη από το μυστήριο της θνητότητας και το αναπόφευκτο του θανάτου.
Μέχρι τη στιγμή που δημοσιεύτηκε το «The Americans», ο Ρόμπερτ Φρανκ ένιωθε να περιορίζεται από την ακίνητη εικόνα, λαχταρώντας την αυτοσχεδιαστική και εξερευνητική δύναμη του κινηματογράφου, και όταν επέστρεψε στην φωτογραφία, συχνά χρησιμοποιούσε τεχνικές μοντάζ, κολάζ και επικάλυψης, εμπνευσμένες από την εμπειρία του με την κινούμενη εικόνα.
Η έκθεση που εγκαινιάστηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης με τίτλο «Life Dances On: Robert Frank in Dialogue», επικεντρώνεται στο έργο που δημιούργησε ο Φρανκ μετά το «The Americans», συμπεριλαμβάνοντας σε μια παράλληλη έκθεση, το «Robert Frank's Scrapbook Footage», έναν θησαυρό από αθέατες ταινίες που βρέθηκαν μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη το 2019. Παραδόξως, πρόκειται για την πρώτη του ατομική έκθεση στο MoMA.
Η έκθεση εξετάζει το αινιγματικό μεταγενέστερο έργο του Φρανκ, ακολουθώντας τις αυτοβιογραφικές προτροπές του ίδιου του καλλιτέχνη. Μέχρι τη στιγμή που δημοσιεύτηκε το «The Americans», ο Ρόμπερτ Φρανκ ένιωθε να περιορίζεται από την ακίνητη εικόνα, λαχταρώντας την αυτοσχεδιαστική και εξερευνητική δύναμη του κινηματογράφου, και όταν επέστρεψε στην φωτογραφία, συχνά χρησιμοποιούσε τεχνικές μοντάζ, κολάζ και επικάλυψης, εμπνευσμένες από την εμπειρία του με την κινούμενη εικόνα.
Ο Φρανκ έβρισκε πιο ικανοποιητική τη συνεργασία από τη μοναχική εργασία και τόνιζε την ρομαντική διάσταση της σχέσης του με τη φωτογραφία: «Την αγαπούσα, ξόδευα όλο το ταλέντα μου σ’ εκείνη, της ήμουν αφοσιωμένος – αλλά όταν ήρθε η επιτυχία και η καταξίωση, τότε ήταν καιρός να ψάξω για άλλη ερωμένη ή σύζυγο». Στην πραγματική ζωή, ο Φρανκ παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε δύο παιδιά, τα οποία πέθαναν με τραγικό τρόπο – αλλά ως καλλιτέχνης, θα μπορούσε να πει κανείς ότι έφυγε από το σπίτι του μια μέρα και δεν επέστρεψε ποτέ.
Συχνά στο κινηματογραφικό έργο του, η κάμερα μιμείται το μάτι ενός φωτογράφου δρόμου, αναζητώντας ένα σημείο ενδιαφέροντος, ένα μοτίβο, ένα κέντρο δράσης. Στο υλικό μιας αντιπολεμικής διαδήλωσης στη Νέα Υόρκη το 1972, η κάμερά του κινείται δεξιά κι αριστερά, εστιάζει και μετά απομακρύνεται, μιμούμενη τον τρόπο με τον οποίο τα μάτια μας επεξεργάζονται τα οπτικά δεδομένα. Δεν πρόκειται για ένα βλέμμα που παρατηρεί τον κόσμο, αλλά για ένα βλέμμα που βρίσκεται μέσα στον κόσμο.
Οι συνεργασίες του με τον Γκίνσμπεργκ, το ακυκλοφόρητο ντοκιμαντέρ του για τους Rolling Stones και τα εξώφυλλα δίσκων του για περιθωριακά συγκροτήματα όπως οι New Lost City Ramblers υποδηλώνουν μια ανεπαίσθητη αλλά κρίσιμη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο σχετιζόταν με τον κόσμο ως καλλιτέχνης. Ο Ρόμπερτ Φρανκ είχε κουραστεί να στέκεται μακριά από τον κόσμο και να τον παρατηρεί, όπως υποτίθεται ότι κάνουν οι καλοί φωτογράφοι. Πλέον ενδιαφερόταν περισσότερο για τις πρώτες σκέψεις παρά για τις τελευταίες.
Robert Frank x Steidl
Με στοιχεία από The Washington Post