ΣΗΜΕΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΘΗΚΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ την απώλεια ενός κορυφαίου μουσικανθρώπου, του Quincy Jones. Γεννημένος στο Σικάγο, το 1933, ο Jones θα έφευγε από τη ζωή 91 χρόνια αργότερα, στο σπίτι του στο Λος Άντζελες. Μέσα στις ενεργές μουσικές δεκαετίες του ο Jones θα κατάφερνε τόσα πολλά όσο ελάχιστοι άλλοι της εποχής του – και όχι μόνον αφροαμερικανοί, γιατί εκεί υπήρξε πρωτοπόρος και ασυναγώνιστος, και μάλιστα σε πολύ δύσκολες εποχές για την φυλή, όπως ήταν οι δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Ανάμεσα στα πολύ βασικά, που αξίζει κάποιος να θυμάται για τον Quincy Jones, ιδίως από τις παλαιές δεκαετίες, είναι εκείνα που έχουν να κάνουν και με το συνθετικό-ενορχηστρωτικό έργο του, όπως και μ’ εκείνο του παραγωγού, καθώς δουλεύει με Frank Sinatra, Count Basie, Ella Fitzgerald, Sarah Vaughan, Peggy Lee και πάμπολλους άλλους και άλλες, ευρισκόμενος πίσω και από πολύ μεγάλες επιτυχίες της εποχής (πάντα ως παραγωγός), σαν το “It’s my party” (1963) της Lesley Gore.
Ο Jones δουλεύει χωρίς σταματημό για την δισκογραφία, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, συνδυάζοντας την τζαζ με κάθε μορφή της ποπ, που θα εμφανιζόταν στο προσκήνιο. Είναι ανακατεμένος δηλαδή σε δουλειές που προβάλλουν την τζαζ μαζί με το lounge, την μποσανόβα, τον ήχο των ποπ-ροκ συγκροτημάτων, τη σόουλ, το φανκ, την ντίσκο κ.λπ. Σε κάθε μορφή της μαύρης μουσικής, και ευρύτερα της ποπ, είναι εκεί για να απλώσει τον δικό του λόγο και τον δικό του ήχο.
Για το πόσο μεγάλος υπήρξε ο Quincy Jones μπορούν να «μιλήσουν» οπωσδήποτε οι δίσκοι του και οι παραγωγές του (όλα αυτά που συμπυκνωμένα προαναφέραμε), και βεβαίως τα βραβεία του (τα 28 Grammy ας πούμε ή οι 80 υποψηφιότητες).
Σαν συνθέτης για το σινεμά διακρίνεται ήδη από την εποχή του “The Pawnbroker” (Ο Ενεχυροδανειστής) (1964), της περίφημης ταινίας του Sidney Lumet, με τον Rod Steiger, ενώ κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει ταινίες σαν το κατασκοπικό “The Deadly Affair” (1967) ξανά του Lumet, το δράμα “In the Heat of the Night” (1967) του Norman Jewison, το περιώνυμο “In Cold Blood” (Εν Ψυχρώ) (1967) του Richard Brooks, από την νουβέλα του Truman Capote, το γουέστερν «Το Χρυσάφι του Μακένα» (1969) του J. Lee Thompson, την δραματική-κομεντί “Bob & Carol & Ted & Alice” (1969) του Paul Mazursky, που είχε ιδιαίτερη σημασία και μέσα στο χώρο της αντικουλτούρας, το περίφημο “The Getaway” (1972) του Sam Peckinpah ή ακόμη και το “The Color Purple” (1985) του Steven Spielberg – ταινίες με άλλα λόγια, για τις οποίες ο Quincy Jones θα έγραφε σπουδαία και αξιομνημόνευτα σάουντρακ. Ακόμη και η μουσική του στο πρώτο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς “Roots” (1977), που θα την βλέπαμε κι εμείς εδώ στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να λησμονηθεί ή η παραγωγή του για το “The Wiz” (1978), με Diana Ross, Michael Jackson και τόσα άλλα...
Main Title: The Pawnbroker
Η δισκογραφία του Quincy Jones, εν τω μεταξύ, είναι «άπειρη», αξίζουν πολύ πάρα πολλά άλμπουμ του, απ’ όλες τις δεκαετίες (ακόμη και από τα φίφτις, από το ξεκίνημά του δηλαδή), και κάπως έτσι θα ξεχωρίζαμε, σε μια πρώτη φάση, τα “The Birth of a Band!” [Mercury, 1959], “Big Band Bossa Nova” [Mercury, 1962], “The Quintessence” [Impulse!, 1962], “Plays the Hip Hits” [Mercury, 1963], “Golden Boy” [Mercury, 1964] (με φοβερό συμφωνικό groove όλα αυτά τα LP) και βεβαίως το “Body Heat” [A&M, 1974], που κινείται σ’ ένα σόουλ-ποπ ύφος, το “Sounds... and Stuff Like That!! [A&M, 1978], στο οποίο συνδυάζεται η τζαζ με την ντίσκο, και οπωσδήποτε το “The Dude” [A&M, 1981], από το οποίο θα έβγαινε και η επιτυχημένη διασκευή του στο “Ai no corrida” (των Jankel και Young).
INSTRUMENTAL SOUL - ( Quincy Jones - comin home baby)
Η παγκόσμια δόξα που αποκτά στο τέλος των σέβεντις και στα έιτις ο Quincy Jones, ως παραγωγός, μέσω των all time classics δίσκων του Michael Jackson, του “Off the Wall” [Epic, 1979], του “Thriller” [Epic, 1982] και του “Bad” [Epic, 1987], είναι κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί εύκολα (και) με λόγια. Ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα στην εμπροσθοφυλακή του ήχου, παίζει στα δάκτυλά του όλες τις εξελίξεις στην τεχνολογία και κάπως έτσι, με το ταλέντο και τις γνώσεις του, έχει τον τρόπο να δημιουργεί νέα δεδομένα, επηρεάζοντας παντού στον κόσμο.
Μέσα σ’ αυτά τα κατορθώματά του, από πλευράς διεύθυνσης και παραγωγής, δεν μπορεί παρά να εντάσσεται και το “We are the world” (1985), το τραγούδι των Michael Jackson και Lionel Richie που θα απέδιδαν οι USA for Africa – μερικές δεκάδες, δηλαδή, τραγουδιστές και οργανοπαίκτες, κορυφαία ονόματα της εποχής. Το πώς συνδυάστηκαν οι ιδιαιτερότητες φωνών όπως εκείνες των Bob Dylan, Lionel Richie, Stevie Wonder, Paul Simon, Billy Joel, Michael Jackson, Diana Ross, Willie Nelson και όλων των υπολοίπων είναι ένα ζήτημα, που μόνο ένας άνθρωπος της μουσικής, με τη δύναμη και τις γνώσεις του Quincy Jones, θα μπορούσε να πετύχει.
Ιδιαίτερης μνείας, τέλος, χρήζουν, το άλμπουμ “Miles & Quincy: Live at Montreux” [Warner Bros., 1993], στο οποίο καταγράφεται η συνεργασία δύο γιγάντων της τζαζ, λίγους μήνες πριν από τον θάνατο του Miles, με παλαιό υλικό ξανακοιταγμένο από τους δύο, και ακόμη η παρουσία του Jones στο “We All Love Ennio Morricone” [Sony Classical, 2007].
Για το πόσο μεγάλος υπήρξε ο Quincy Jones μπορούν να «μιλήσουν» οπωσδήποτε οι δίσκοι του και οι παραγωγές του (όλα αυτά που συμπυκνωμένα προαναφέραμε), και βεβαίως τα βραβεία του (τα 28 Grammy ας πούμε ή οι 80 υποψηφιότητες).
Soul Saga (Song Of The Buffalo Soldier)
Κάτι άλλο πολύ σημαντικό, γι’ αυτόν τον τεράστιο μουσικό, είναι το πόσο μπορεί να επηρέασε την τζαζ και το ποπ τραγούδι σε διάφορες χώρες του κόσμου. Είμαι σίγουρος πως οι Γάλλοι, οι Σουηδοί και άλλοι διάφοροι μπορούν να μιλήσουν για την συμβολή του στην γαλλική ποπ, την σουηδική τζαζ κ.λπ., και πάνω σ’ αυτή τη βάση κι εμείς οι Έλληνες μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο Quincy Jones επηρέασε με τον τρόπο του δικές μας μουσικές και ήχους.
Να μην ξεχάσουμε λοιπόν να πούμε πως ο Quincy έρχεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1956, ως μέλος της μπάντας του Dizzy Gillespie – η οποία (μπάντα) θα εμφανιζόταν στο Θέατρον Κοτοπούλη, στο διάστημα 12-21 Μαΐου, όταν στην Αθήνα επικρατούσε πανικός σε σχέση με το Κυπριακό. Δύο μέρες νωρίτερα οι Εγγλέζοι είχαν απαγχονίσει, στην Κύπρο, τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ Καραολή και Δημητρίου, με την πρωτεύουσα να «καίγεται» από τις διαδηλώσεις (υπήρχαν τρεις τουλάχιστον νεκροί διαδηλωτές και πάνω από 200 τραυματίες, απλός κόσμος και αστυφύλακες). Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό μια συναυλία τζαζ θα μπορούσε να φαντάζει κάπως σαν «πολυτέλεια» ή εκτός τόπου και χρόνου. Παρά ταύτα το πρόγραμμα τηρήθηκε και φοιτητές –κάποιοι από τους οποίους θα συμμετείχαν και στις διαδηλώσεις προφανώς– βρέθηκαν να παρακολουθούν την περίφημη αυτή ορχήστρα. Ανάμεσα στους θεατές και ο Μίμης Πλέσσας, που πάντα θα μιλούσε για την... τέταρτη τρομπέτα στην μπάντα του Gillespie, που δεν ήταν άλλη από εκείνη του Quincy Jones! Φυσικά, ως τρομπετίστας και ενορχηστρωτής, ο Jones θα συμμετείχε και στο ιστορικό LP “Dizzy in Greece” [Verve, 1957], που μπορεί να μην ήταν ηχογραφημένο στην Ελλάδα, έπιανε όμως τον απόηχο εκείνων των συναυλιών.
Ο Quincy Jones βρισκόταν πίσω και από ένα άλλο LP μεγάλου ελληνικού ενδιαφέροντος, που είχε τίτλο “The Girl from Greece Sings” [Fontana, 1962] και που υπογραφόταν από την Νάνα Μούσχουρη, όταν η ελληνίδα τραγουδίστρια θα βρισκόταν να ερμηνεύει, υπό τις οδηγίες του αμερικανού παραγωγού, το great american songbook – τραγούδια, δηλαδή, των Harold Arlen, Ray Noble, Arthur Kent, Jerome Kern κ.ά. Μεγάλη στιγμή και για την Μούσχουρη, μα και για την ευρύτερη ελληνική δισκογραφία (με το άλμπουμ να κυκλοφορεί για πρώτη φορά στη χώρα μας, σε CD, το 1999).
Και βεβαίως ο Quincy Jones ήταν ο άνθρωπος πίσω από τον, για πολλούς, κορυφαίο δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι, το “Gioconda’s Smile” [Fontana, 1965], το περίφημο «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας» [Columbia], όπως θα το μαθαίναμε στην Ελλάδα, που παρουσιαζόταν στην Αμερική με τον υπότιτλο «more exotic new musical impressions by world famous cinema composer / creator of the brilliant film score “Never on Sunday”». Είναι σίγουρο πως χωρίς τον ήχο του Jones οι συγκλονιστικές εκείνες μελωδίες του Χατζιδάκι δεν θα ακούγονταν με τον ίδιο τρόπο.
Η θάνατος του Quincy Jones κλείνει, οπωσδήποτε, ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο, ίσως το μεγαλύτερο, σε αυτό που αποκαλούμε «μουσική παραγωγή» – αν και οι δίσκοι του και βεβαίως οι εκατοντάδες «μαθητές» του θα είναι πάντα εδώ, για να προβάλλουν και να μας θυμίζουν τα επιτεύγματά του.
Ai No Corrida