ΟΙ ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, για τις ζωές των οποίων θα διαβάσετε παρακάτω, δεν γνωρίζονταν μέχρι πρότινος. Ωστόσο, τις ενώνει το εξής: είναι και οι δύο ιδιαίτερα ενεργές σε κλειστά διαδικτυακά fora για ανθρώπους που εκδηλώνουν υπερφαγική συμπεριφορά. Η ανωνυμία τους τούς έχει επιτρέψει απόλυτη ειλικρίνεια και αυτή με τη σειρά της τους επέτρεψε να βρουν σε μικρά «ψηφιακά σπιτάκια» ένα είδος οικειότητας που δεν βρήκαν στην αναλογική ζωή.
H αρχή
Κ.: Ας πούμε ότι με λένε Κλάρα. Ο τρόπος που βλέπω τον εαυτό μου έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό οριστεί από το γεγονός ότι κάποιες φορές τρώω πάρα πολύ. Αυτό ξεκίνησε απ’ όταν ήμουν παιδί. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα αυτό που σήμερα θα λέγαμε «υπερφαγικό επεισόδιο». Ήμουν 8 χρονών και με είχε μαλώσει πολύ η γιαγιά μου επειδή έσπασα την άκρη ενός ξύλινου επίπλου που ήταν οικογενειακό κειμήλιο. Έκλαιγα για ώρες. Όταν σταμάτησα να κλαίω πήγα στην κουζίνα, ελπίζοντας να συμφιλιωθούμε. Με αγριοκοίταξε.
Πήγα στο κελάρι όπου οι γονείς μου φύλαγαν τα φαγητά μακράς διάρκειας. Έφαγα τρία βάζα μαρμελάδα πορτοκάλι με σκέτο βούτυρο. Δεν τα ανακάτεψα. Δάγκωνα λίγο βούτυρο και έτρωγα μια κουταλιά μαρμελάδα. Κάποια στιγμή αναγούλιασα τόσο πολύ απ’ τη ζάχαρη, που σταμάτησα να στενοχωριέμαι. Αν έπρεπε να εντοπίσω την αρχή της συμπεριφοράς μου, θα την τοποθετούσα πιο παλιά, αλλά δεν θυμάμαι πότε, κι ας το ’χω προσπαθήσει. Αυτή όμως ήταν σίγουρα η πρώτη φόρα που θυμάμαι ότι αυτό που έκανα με ηρέμησε, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να το κρύψω.
«Το φαγητό για μένα δεν είναι φαγητό. Είναι καθαρά τρόπος να ηρεμήσω. Σαν το νανούρισμα της μητέρας στο μωρό. Με αποφορτίζει. Δεν το σέβομαι, δεν το απολαμβάνω και δεν το εκτιμώ. Το χρειάζομαι».
I.: Με λένε Ίζι. Τρώω όταν βαριέμαι. Η δική μου αρχή δεν εντοπίζεται νωρίς, μάλλον αργά, θα έλεγα. Δεν θυμάμαι κάποιο πρώτο περιστατικό. Πολύ απλά, έφυγα απ’ τη μάνα μου, πήγα να σπουδάσω, δεν ήξερα να μαγειρεύω και ψώνιζα ό,τι είχα στερηθεί: πίτσες, μπέργκερ, τζανκ κάθε είδους. Σπούδαζα Λογιστική και δεν είχα ιδιαίτερα πολλά λεφτά, ενώ ταυτόχρονα, μετακομίζοντας, διαπίστωσα ότι δεν ξέρω να κάνω παρέες.
Μετά από μια μέρα στη σχολή, δίωρο πήγαινελα και μη έχοντας την οικονομική δυνατότητα να ακολουθήσω τους άλλους για ποτό όταν με καλούσαν, η ευχαρίστησή μου ήταν να τρώω τη φτηνή και μπόλικη σαβούρα που είχα αγοράσει. Τώρα πια είμαι λογίστρια, δουλεύω πολύ, ξέρω με ακρίβεια τις επιπτώσεις αυτής της συμπεριφοράς στον οργανισμό μου, αλλά όταν πιέζομαι ή βαριέμαι, αυτή είναι η τάση μου.
— Είστε και οι δύο ενεργές σε διαδικτυακές κοινότητες. Έχετε επιλέξει την ανωνυμία και, κρίνοντας απ’ το ιστορικό σας, έχετε δημιουργήσει σχέσεις μέσα σ’ αυτές. Τι σας προσφέρει η σύνδεση με άλλα άτομα με υπερφαγική συμπεριφορά;
K.: Προτού μάθω τον όρο «διατροφική διαταραχή», ήξερα ότι δεν είμαι φυσιολογική. Στο σχολείο, ας πούμε, ζήλευα τα φαγητά των άλλων παιδιών. Ζήλευα τα παιδιά που έρχονταν στο σχολείο με χειροποίητα κέικ, που έτρωγαν σάντουιτς με βαριά σαλάμια, που έρχονταν με τα «έτοιμα». Είχα πάντα κι εγώ φαγητό στο σχολείο, αλλά δεν το ένιωθα «αληθινό». Ήταν ας πούμε φρούτα με μαύρο ψωμί και τυρί. Είχα καταλάβει πολύ νωρίς ότι αυτό που πραγματικά θέλω, αυτό που ένιωθα πως έχω ανάγκη ήταν τροφές λιπώδεις, με άπειρους υδατάνθρακες – δεν θα πρεπε να τις θέλω τόσο πολύ.
Ας πούμε, οι φίλες μου δεν κοιτούσαν τι έτρωγα εγώ όπως εγώ κοιτούσα το δικό τους φαΐ, και το ήξερα. Όταν βρήκα τυχαία μια διαδικτυκή κοινότητα πριν από δέκα-έντεκα χρόνια, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που διάβασα ιστορίες με αντίστοιχες αναμνήσεις. Έκλαιγα για ώρες. Ένιωθα ταυτόχρονα λιγότερο και περισσότερο τερατώδης. Με πολλές απ’ τις γυναίκες που συνάντησα τότε κρατάμε ακόμα επαφή, αν και δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ από κοντά. Αυτό θα τα κατέστρεφε όλα.
I.: Καταφεύγω στο ίντερνετ για τα πάντα στη ζωή μου. Είμαι ενεργή σε ομάδες λογιστών στο Facebook και κηπουρών, μια και τώρα ασχολούμαι πολύ με την κηπουρική, σε μικρές ομάδες μαμάδων. Το να είμαι ενεργή και σε κοινότητες με άτομα με υπερφαγία είναι φυσική προέκταση του γεγονότος ότι είμαι ευγνώμων για το ίντερνετ και το χρησιμοποιώ για ό,τι με αφορά. Όσο για την ανωνυμία, είναι απαραίτητη. Δεν μπορώ να πω τα πράγματα που θέλω αν ξέρω ότι κάποιος θα με βρει στην πραγματική ζωή. Στις διαδικτυακές κοινότητες έχω γνωρίσει ανθρώπους όλων των ηλικιών. Κυρίως μου δόθηκε η ευκαιρία να δω πώς επηρεάζει η υπερφαγία τούς άντρες. Όταν έκανα παιδί, διαπίστωσα πως αυτό θα μιμούνταν εμένα και τον πατέρα του.
Ο άντρας μου είναι λιγόφαγος, πίνει έναν καφέ το πρωί, τρώει μια σαλάτα το μεσημέρι και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Ούτε εγώ τρώω σπίτι πολύ, συνήθως είμαι στο γραφείο, με το παιδί ή στο γυμναστήριο. Όμως υπάρχουν μέρες που κάθομαι στον καναπέ με μια μερίδα τεσσάρων ατόμων μακαρόνια με θαλασσινά και βλέπω ταινίες. Στο ίντερνετ διάβασα ιστορίες αντρών που γνώρισα καλύτερα, οι οποίοι παλεύουν χρόνια με την εξάρτησή τους απ’ το φαγητό και έχουν να θυμούνται ότι τη συμπεριφορά αυτή την υιοθέτησαν βλέποντας τους γονείς τους. Δεν θα ήθελα ο γιος μου να πάρει ούτε από μένα ούτε απ' τον πατέρα του. Θα ήθελα να έχει μια υγιή σχέση με το φαγητό και σ’ αυτό είναι σύμφωνος και ο άντρας μου.
Φαγητό και συναισθηματική φόρτιση
Κ.: Ένα πράγμα που θα ήθελα να ξέρω και δεν θα μάθω ποτέ είναι πώς αντιλαμβάνεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος το φαγητό· ένας άνθρωπος που τρώει για να ζήσει και απολαμβάνει, ας πούμε, τη γεύση· που μυρίζει κρουασάν να ψήνονται και σκέφτεται «α, τι ωραία, θα έτρωγα ένα»· που πάει σ’ ένα πάρτι γενεθλίων και σκέφτεται πώς θα περάσει όμορφα, πώς θα κοινωνικοποιηθεί, τι θα συζητήσει, και όχι το μπουφέ· ένας άνθρωπος που τρώει κανονικά. Εγώ, όταν τρώω κανονικά, δηλαδή με συναδέλφους, φίλες, οικογένεια, τρώω σαν να παίζω θέατρο.
Ήρεμα, μαλακά, με πιρούνι και μαχαίρι. Και μετά πάω σπίτι και τρώω «αληθινά», στον καναπέ ή στο τραπεζάκι του σαλονιού, με τα χέρια, μέχρι να θαμπώσει κάθε συναίσθημα και να μη μείνει παρά μόνο το τώρα, η δυσφορία και οι λεκέδες από μαγιονέζα στη φόρμα μου. Δεν θα έλεγα καν ότι πεινάω, μπορώ να μείνω χωρίς φαγητό πολλές ώρες, γι’ αυτό μού είναι εύκολες οι μακρές νηστείες. Το φαγητό για μένα δεν είναι φαγητό, είναι καθαρά τρόπος για να ηρεμήσω. Σαν το νανούρισμα της μητέρας στο μωρό. Με αποφορτίζει. Δεν το σέβομαι, δεν το απολαμβάνω και δεν το εκτιμώ. Το χρειάζομαι.
Αυτά τα πράγματα με βοήθησε να τα καταλάβω μια τρομερή ψυχίατρος, η οποία έκανε φανταστική δουλειά μαζί μου και με βοήθησε να θυμηθώ, να καταλάβω και να ελευθερώσω κομμάτια μου. Με βοήθησε να μην ντρέπομαι και να βρω κι άλλους τρόπους αποφόρτισης. Όμως, ακόμη και σήμερα, τρόπος σαν το φαγητό δεν υπάρχει κανείς. Υπάρχει ένα σημείο κορεσμού που σου προκαλεί πράγματα τα οποία διαβάζω ότι προκαλούν σε φωτισμένους ανθρώπους ο διαλογισμός και η γιόγκα. Δηλαδή ξεχνάς οτιδήποτε, είσαι παρούσα στη στιγμή και νιώθεις το σώμα σου. Μακάρι να μου ήταν αρκετά, βέβαια, ο διαλογισμός κι η γιόγκα.
Ι.: Συμφωνώ κάπως με το αποτέλεσμα που περιγράφει η Κλάρα. Για μένα η αιτία είναι διαφορετική. Το φαγητό αρέσει στο στόμα μου όπως αρέσει το μασάζ στο σώμα μου. Συμβαίνει κάτι. Τα κρατσανιστά πατατάκια, οι μαλακές πίτες με κρέμα, η υφή της σωστής μακαρονάδας με ελάχιστα τραγανές γαρίδες, το καυτερό ενός πραγματικού ταϊλανδέζικου μαζί με το ξινό. Έχεις υφή και γεύση. Και μετά έχεις αυτή την αίσθηση ότι είσαι πλήρης, μ’ αυτό ταυτίζομαι. Η ανία είναι κάτι άδειο και το φαγητό κάπως «γεμάτο».
Καταλαβαίνεις τι λέω; Μπαίνει μέσα σου και αυτό το κάνει διαφορετικό από άλλα πράγματα που κάνεις. Για παράδειγμα, αντλώ τεράστια ικανοποίηση απ' την κηπουρική. Αλλά έχεις ακούσει που λένε «αυτό που κάνω με γεμίζει» και το λένε για χόμπι ή για επιτεύγματα; Εγώ το θέλω κυριολεκτικά. Το μόνο πράγμα που έχω να συγκρίνω είναι η εγκυμοσύνη μου. Όσο ήμουν έγκυος ένιωθα πραγματικά γεμάτη, σωματικά, αληθινά. Και όταν γέννησα τον γιο μου, παρά το ότι ανακουφίστηκα γιατί ήταν δύσκολη εγκυμοσύνη, μια μέρα στο γραφείο, μήνες μετά, έβαλα τα κλάματα και κατάλαβα ότι έφταιγε το ότι ένιωθα άδεια.
— Η υπερφαγική συμπεριφορά είναι κάτι που έχετε αποδεχτεί ή κάτι που επιθυμείτε ν’ αλλάξετε;
Κ.: Εννοείς να μη συμβαίνει; Εγώ έχω πάει σε ψυχολόγους, διατροφολόγους και σε ψυχίατρο. Έχω βοηθηθεί. Έχω μάθει για το φαγητό, το λίπος, τους υδατάνθρακες, τις βιταμίνες. Έχω μάθει, για παράδειγμα, ότι κάποιοι άνθρωποι δεν σταματάνε την υπερφαγική συμπεριφορά αλλά κάνουν κάτι που λέγεται «volume eating», δηλαδή τρώνε μεν μεγάλες ποσότητες, αλλά φρούτα και λαχανικά. Εγώ το κάνω αυτό μερικές φορές, αλλά δεν είναι το ίδιο. Κατάλαβα μέσα στα χρόνια ότι βοηθιούνται αυτοί που θέλουν να βοηθηθούν. Και μέσω της ενδοσκόπησης και της επαφής με ειδικούς κατάλαβα ότι εγώ δεν θέλω.
Άλλα πράγματα που έκανα και δεν τα ήθελα τα έκοψα. Έκοψα το κάπνισμα, το αλκόολ, τον καφέ. Δεν ήθελα να τα κάνω, μ’ ενοχλούσαν και τα έκοψα, και χωρίς μεγάλη δυσκολία. Άλλες συνήθειες που μ’ ένοχλούσαν τις άλλαξα. Ας πούμε, δεν γυμναζόμουν, τώρα γυμνάζομαι. Δεν ξύπναγα όσο νωρίς χρειαζόταν για να πετύχω τους στόχους μου, τώρα ξυπνάω. Απλώς τις φορές εκείνες που είμαι εγώ και το ψυγείο, δεν ξέρω πώς να σ' το πω, βιώνω μια ανάταση και μετά δυσφορία. Και ο κύκλος αυτός μού είναι τόσο οικείος που δεν θέλω να μην υπάρχει γιατί με βοηθά να ισορροπώ. Αυτό που έκανα είναι ότι μπήκα στη διαδικασία να προσέχω την υγεία μου και να κάνω εξετάσεις συχνά. Επίσης, δεν τρώω επεξεργασμένες τροφές. Δηλαδή πλέον τα υπερφαγικά μου επεισόδια προκαλούνται από λιπώδεις, αλλά φρέσκιες τροφές.
I.: Έχω μιλήσει με κορίτσια πολύ νεότερα από μένα που όταν έμειναν πια μόνα τους ισορρόπησαν γιατί μαγείρευαν για τον εαυτό τους, κατάλαβαν ότι η υπερφαγία ήταν αντίδραση στο κακό οικογενειακό τους περιβάλλον και σταδιακά το φαγητό έγινε απλώς φαγητό. Εγώ είχα την αντίθετη πορεία, ταύτισα την ελευθερία με το «τρώω ό,τι θέλω» και τον χρόνο μου, που πια δεν οριζόταν απολύτως από το σχολείο ή τους γονείς μου, τον διαχειρίστηκα πολύ άσχημα, δεν είχα συνηθίσει να έχω αρκετό χρόνο ώστε να βαρεθώ.
Δεν ξέρω αν η υπερφαγική μου συμπεριφορά αλλάζει. Αν είναι δεκτική σε μια διαδικασία αναπροσαρμογής που διαβάζω σε κάθε βιβλίο σχετικά με το ζήτημα. Μια λύση που διάβασα και λειτούργησε για μένα είχε να κάνει με το είδος του φαγητού. Ικανοποιούμαι και με καρότα, με χούμους, φιστίκια, καρύδια, σέλινο ή τσιπς ρυζογκοφρέτας. Αλλά, καμιά φορά, θέλω την ένταση, το βάθος και την υφή του υπερεπεξεργασμένου φτηνού κέικ με νουτέλα απ’ το χειρότερο σούπερ μάρκετ ή κάποιο συγκεκριμένο street food της γειτονιάς μου. Δεν έχω απευθυνθεί σε ψυχολόγο, αν και στο forum το λέμε πολύ. Πήγαινα, πηγαίνω και θα πηγαίνω σε διατροφολόγο, με την οποία δεν θα είμαι ποτέ απολύτως ειλικρινής. Με κουράζει απίστευτα η διαδικασία να εξηγώ πράγματα για τον εαυτό μου, όσο υποθέτω ότι θα χρειαζόταν για να μπορέσω να τον αλλάξω.
— Έχετε βρεθεί ποτέ σε χώρους «Ανώνυμων Υπερφάγων» στην πραγματική ζωή;
Κ.: Όχι.
Ι.: Nαι. Ξαναλέω, έχω την τάση ως άνθρωπος να ψάχνω κοινότητες, την απέκτησα λόγω της απόλυτης μοναξιάς που ένιωθα στα πανεπιστημιακά μου χρόνια. Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει κάτι τέτοιο μέχρι που είδα μια αφίσα στην είσοδο ενός κτιρίου στην πόλη μου. Η αφίσα έλεγε «Ανώνυμοι υπερφάγοι - Δωρεάν ψυχολογική βοήθεια - Αν έχεις πρόβλημα με το φαγητό δεν είσαι μόνος, μπορούμε να βοηθήσουμε», και από κάτω τις ώρες λειτουργίας και τον τόπο των συναντήσεων. Δεν πήγα αμέσως, και δεν πήγα ποτέ ελπίζοντας ότι θα βρω βοήθεια. Πήγα από περιέργεια.
Έχω πολλά να πω γι’ αυτή την εμπειρία. Αρχικά, μιλούσαν για το φαγητό ακριβώς όπως μιλάμε για το αλκοόλ και η συγκεκριμένη ομάδα ακολουθούσε τη λογική των 12 βημάτων. Το πρώτο που έκανες ήταν να παραδεχτείς ότι είσαι ανυπεράσπιστος μπροστά στο φαγητό και ότι είναι μια εξάρτηση που έχει διαλύσει τη ζωή σου. Εγώ δεν πίστευα σε αυτό, ωστόσο δεν είχαν πρόβλημα να συμμετέχω και με άφηναν να μιλάω για όσα ήθελα. Όμως δεν με κάλυπτε αυτή η προσέγγιση. Δεν νομίζω ότι το φαγητό είναι το ίδιο με τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Το βασικότερο είναι ότι τα άλλα δύο τα κάνεις για να ξεφύγεις. Εγώ, όταν τρώω, τρώω για να γίνω πιο πολύ εγώ.
— Είδατε την ταινία «Η Φάλαινα»; Ποια η γνώμη σας για τις υπερφαγικές σκηνές;
Κ.: Ναι. Η ταινία δεν μου άρεσε. Οι σκηνές στις οποίες αναφέρεσαι μου άρεσαν. Πιστεύω ότι έχω φάει ακριβώς τα ίδια, με τον ίδιο τρόπο. Είναι φοβερό το συναίσθημα όταν το βλέπεις στην οθόνη. Δηλαδή καταλαβαίνεις μ’ αυτή την ταινία πώς σε βλέπουν οι άλλοι. Τα επεισόδια υπερφαγίας της εφηβείας μου ήταν κρύες πίτσες με μαρμελάδα και έξτρα τυρί.
Ι.: Πιστεύω ότι η ταινία έπεσε μέσα στο «τρώω για να γεμίσω τα κενά». Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς είναι να σου το προκαλεί κάτι αντίστοιχο το πένθος. Έκλαψα πολύ. Σκέφτηκα τον πρωταγωνιστή σαν να ήταν γιος μου, σκέφτηκα πώς θα ’ταν το αγοράκι μου να περάσει κάτι τέτοιο. Είναι αλήθεια ότι η μοναξιά πρέπει κάπως να αντιμετωπιστεί, έτσι δεν είναι; Υπάρχει κάτι πιο πρακτικό απ’ το φαγητό, όταν τα υπόλοιπα σε δυσκολεύουν; Kάποια στιγμή λέει «πάντα ήμουν μεγαλόσωμος», αλλά είναι σαφές ότι η υπερφαγική συμπεριφορά προκλήθηκε από απώλεια. Μου άρεσε που επέλεξαν να δείξουν αυτό και όχι κάποιον που «πάντα ήταν έτσι». Έχω δει ταινίες με διατροφικές διαταραχές, αυτή ξεχώρισε για μένα επειδή έβλεπε με τρυφερότητα τον πρωταγωνιστή και ήταν αληθινή ως προς το ότι στη φύση δεν αρέσουν τα κενά.