ΕΙΧΑ ΝΑ ΠΑΩ πολλά χρόνια –πάνω από δεκαετία ίσως–, παρότι πού και πού αναδυόταν η ιδέα μέσα στην παρέα («ρε, μήπως να πάμε στις Κούκλες;») κάποιο σαββατόβραδο της απελπισίας, πριν απορριφθεί ή αφεθεί να ξεθωριάσει, για διάφορους, τεχνικούς κυρίως, λόγους («είναι αργά, μέχρι να πάμε θα έχει τελειώσει το πρόγραμμα»).
Προχθές όμως έφτασε αναπάντεχα το πλήρωμα του χρόνου, μετά την τυχαία συνάντηση μ' έναν παλιό φίλο που είχε σχεδιάσει να πάει με την παρέα του στο ιστορικό μαγαζί της Ζαν Μωρεάς, στην κοίτη της Συγγρού. Αργότερα, συνειδητοποίησα ότι φέτος συμπληρώθηκαν και τα τριάντα χρόνια από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά την πόρτα του –λειτουργώντας έκτοτε για πολύ κόσμο ως η πύλη εισόδου στην τρανς/drag κουλτούρα–, γεγονός που έκανε την επίσκεψη ακόμη πιο επιτακτική και καίρια.
Είναι τόσο ωραίο να ξαναπηγαίνεις σ’ ένα μέρος και να το βρίσκεις τόσο φιλικό και τόσο καθησυχαστικά αλώβητο από τον οδοστρωτήρα της ακατάστατης «αναπαλαίωσης» και τη διαβρωτική φούρια του ακατάσχετου gentrification που μαστίζει εδώ και καιρό την έξοδο στην αθηναϊκή νύχτα.
Υπήρχε ίσως μια σκιά από το πρόσφατο τραγικό τέλος της «Άννας από την Κούβα» που εμφανιζόταν στο μαγαζί και βρέθηκε άγρια δολοφονημένη στο διαμέρισμά της στον Άγιο Παντελεήμονα στην αρχή του περσινού καλοκαιριού, αμέσως μετά το τέλος άλλης μια σεζόν «αισθήσεων και παραισθήσεων», όπως είναι ο προσδιορισμός που συνοδεύει τις Κούκλες από την έναρξή τους, όμως όλοι οι πιθανοί δυσάρεστοι συνειρμοί ξεχάστηκαν με την επανασύνδεση με τον χώρο, την οικειότητα, τη ζεστασιά του, τη συμπυκνωμένη στην ατμόσφαιρα ανθρωπιά του.
Ίδιο κι απαράλλαχτο σε γενικές γραμμές στη «δομή», το ντεκόρ και την ψυχογεωγραφία του, το μαγαζί ήταν γεμάτο (όχι ασφυκτικά) στα τραπέζια και στο μπαρ, από ένα ετερόκλητο (και στην πλειοψηφία του ετεροκανονικό) κοινό που έμοιαζε να απολαμβάνει την «εξωτική» για κάποιους εμπειρία και να καταγραφεί μέσω των κινητών το σόου επί της σκηνής. Εκεί όπου παρέλασαν τη συγκεκριμένη βραδιά πολλές από τις αιώνιες ντίβες και τις θεές που στοιχειώνουν εδώ και δεκαετίες τον χώρο με έναν τρόπο απόκοσμο και συνάμα βαθιά γήινο.
Ανάμεσά τους η Λάιζα, η Μάρλεν, η Εντίθ, η Ζωζώ, η Κατερίνα (Στανίση). Όχι όμως η Αλίκη, για κάποιο λόγο. Σ’ ένα από τα τραπέζια στεγαζόταν κι ένα bachelorette πάρτι, με τη νύφη και τις κολλητές της να κερδίζουν σποραδικά, σύμφωνα με το άγραφο τελετουργικό, σπαρταριστές γκριμάτσες ξινής αποδοκιμασίας από τις ντίβες στη σκηνή.
Πάνω από τα τραπέζια, στη hall of fame πινακοθήκη που καλύπτει τον τοίχο και εμπλουτίζεται διαρκώς, οι διάσημοι που έχουν κατά καιρούς περάσει την πόρτα του μαγαζιού –από τον Ζαν-Πολ Γκοτιέ και τη Ζωή Λάσκαρη μέχρι τη Βίκυ Λέανδρος και την Τίλντα Σουίντον– για να δουν, σε πολλές από τις περιπτώσεις, τον «εαυτό» τους στο παλκοσένικο.
Μπορεί να μην υπάρχει πια η αιχμηρή αίσθηση ενός βελούδινου underground που συνόδευε κάποτε την επίσκεψη, ιδίως ενός στρέιτ «τουρίστα», σ’ έναν τέτοιο χώρο, είναι τόσο ωραίο όμως να ξαναπηγαίνεις σ’ ένα μέρος και να το βρίσκεις τόσο φιλικό και τόσο καθησυχαστικά αλώβητο από τον οδοστρωτήρα της ακατάστατης «αναπαλαίωσης» και τη διαβρωτική φούρια του ακατάσχετου gentrification που μαστίζει εδώ και καιρό την έξοδο στην αθηναϊκή νύχτα.