ΤΟ 2009 Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ (The Boy) κυκλοφόρησε το «Please, make me dance». To τελευταίο τραγούδι του δίσκου, το «Σ’ αγαπάω να της λες», είναι το μόνο τραγούδι που ένιωσα ποτέ πως μιλά για την Αθήνα όπως τη νιώθω εγώ. «Είναι φέρετρο να μένει κανείς σε αυτή την πόλη / που κοιμάται και νομίζει ότι σκίζει».
Η Αθήνα μού προκαλεί πια τρομερή αμηχανία, κάπως σαν να βλέπεις τυχαία στον δρόμο μια παλιά σου φίλη και να είναι αγνώριστη, με πρόσωπο παραμορφωμένο από τις πλαστικές, και την ώρα που σου μιλάει να μην ακούς τι λέει αλλά να κοιτάς το πρόσωπό της υπνωτισμένος και να αναρωτιέσαι: «Μα γιατί το έκανε αυτό;».
Το καλοκαίρι που μας πέρασε κατάλαβα πως ασυναίσθητα απέφευγα πια να κατεβαίνω στο κέντρο για ψώνια. Είχε παντού ουρές και ενθουσιώδεις τουρίστες, πανευτυχείς και χαμογελαστούς, σαν κάτι πλαστικά σκυλάκια με κουνιστά χαρούμενα κεφαλάκια που κολλούσαν παλιά στα ταμπλό των αυτοκινήτων.
Η Αθήνα πρέπει να είναι η μόνη πόλη που καταφέρνει να είναι gentrified και παράλληλα ταλαιπωρημένη και κατουρημένη.
«Δεν βρίσκω να αγοράσω καρπούζι», μας έλεγε συνωμοτικά μια συνάδελφος που έμενε στο Κουκάκι. «Τα ψωνίζουν όλα οι τουρίστες. Αδειάζουν τα σούπερ μάρκετ και τα τρώνε στο Airbnb τους», πρόσθετε έξαλλη. «Έρχονται οι τουρίστες και μας παίρνουν τις ντομάτες», λέγαμε στο γραφείο και γελάγαμε.
Η πόλη μοιάζει κούφια, σαν κάποιος να την άδειασε και να την ξαναγέμισε με πλαστικά λουλούδια και πάνκεϊκ. Το Σύνταγμα και το Μοναστηράκι έχουν αρχίσει πλέον να μου θυμίζουν τη γειτονιά γύρω από τη Leicester Square στο Λονδίνο: μια πελώρια μαύρη τρύπα που οι ντόπιοι κοροϊδεύουν, γεμάτη κράχτες, παμπ και φαστ-φουντ από αλυσίδες, σουβενίρ, τύπους ντυμένους με στολές Μickey Μouse και μιλιούνια τουρίστες. Την ίδια ώρα πνιγόμαστε στην αισθητική τελειότητα κάποιου νέου μαγαζιού με φυσικά κρασιά, με καφέ τρίτου κύματος και φυτά εσωτερικού χώρου που θα μπορούσε να είναι στη Λιουμπλιάνα, στο Βερολίνο ή στο Σαν Φρανσίσκο.
Άρχισα να αναρωτιέμαι αν άλλαξε η πόλη ή εγώ, μέχρι που βρέθηκα στην Ομόνοια. Η Αθήνα πρέπει να είναι η μόνη πόλη που καταφέρνει να είναι gentrified και παράλληλα ταλαιπωρημένη και κατουρημένη. Προφανώς, το ζήτημα είναι πιο βαθύ εδώ, κάτι σαν αυτοματισμός. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια και στρώματα μπογιάς και χλωρίνης πρέπει να περάσουν από πάνω – αν φτάνουν κι αυτά. Όπως πήγα να μπω στο μετρό, έπεσα στα σπασμένα πλακάκια του πεζοδρομίου – αυτό το «τέλειο» που πατάς στη μια πλευρά και η άλλη κάνει πλατς και το μισό σου πόδι σου χώνεται στη νερολακκούβα.
Το ίδιο απόγευμα ξαναμπήκα στον προαστιακό μετά από χρόνια. Στη Δουκίσσης Πλακεντίας κάθισα δίπλα σε δυο απορημένους τουρίστες που πήγαιναν στον Πειραιά. Τα ρολόγια ήταν σταματημένα, οι πίνακες άδειοι. Τηλεματική δεν υπάρχει. Στα τρένα που φτάνουν δεν αναγράφεται καν ο προορισμός, πολλές φορές δεν γνωρίζεις πού πάει το τρένο ή από πού έρχεται. Άνω Λιόσια; Πειραιάς; Αεροδρόμιο; Το υπερπέραν; Ποιος ξέρει.
Δεν πήγα πουθενά. Μια ζωή εδώ / και τώρα το μόνο που μου απομένει / είναι αυτή η πανάκριβη μπόχα / Η μονάκριβή μου αγάπη / Η πουτάνα./ Η καριόλα./ Αυτή η πόλη που κοιμάται και νομίζει ότι σκίζει.
The Boy - Σ' αγαπάω να της λες
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.