— Τι σηματοδοτεί η πτώση του καθεστώτος Άσαντ;
Είναι ορόσημο για τη Μέση Ανατολή, καθώς σηματοδοτεί το τέλος μιας αυταρχικής δυναστείας η οποία διοίκησε με σιδηρά πυγμή για πάνω από μισόν αιώνα μια χώρα με μεγάλη στρατηγική σημασία για την περιοχή. Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ αυξάνει την περιφερειακή αστάθεια σε μια εποχή που πληθαίνουν οι εστίες πολέμου και αντιπαραθέσεων.
Είναι απολύτως κατανοητοί οι πανηγυρισμοί των Σύρων πολιτών για το τέλος ενός απηνούς και αυταρχικού καθεστώτος· η αβεβαιότητα και η απαισιοδοξία, ωστόσο, όσον αφορά το μέλλον της χώρας, βαραίνουν πολύ. Η σταθεροποίηση της χώρας υπό το νέο καθεστώς και δεδομένων των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων θα είναι δύσκολο έργο. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία ένδειξη αυτήν τη στιγμή ότι η νέα Συρία θα είναι ασφαλέστερη, δικαιότερη και πλέον ευημερούσα και δημοκρατική από την παλαιά.
Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ αυξάνει την περιφερειακή αστάθεια σε μια εποχή που πληθαίνουν οι εστίες πολέμου και αντιπαραθέσεων.
— Μπορεί να σημάνει αυτό το γεγονός ένα νέο μεταναστευτικό κύμα προς την Ευρώπη;
Είναι πολύ νωρίς για να γίνουν οριστικές εκτιμήσεις, πάντως προς το παρόν η νέα κυβέρνηση της Συρίας δείχνει να αποφεύγει τις ενέργειες οι οποίες θα οδηγούσαν σε νέο κύμα προσφύγων. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, κάτι τέτοιο να προκύψει στην πορεία των γεγονότων, αν υποτροπιάσουν οι συγκρούσεις ανά τη χώρα και οι πολλές μειονότητες της Συρίας απειληθούν με αφανισμό.
— Πόσο μπορεί να επηρεαστεί η χώρα μας από αυτό το γεγονός;
Η Τουρκία, η Ιορδανία και ο Λίβανος θα δεχθούν τα πρώτα κύματα προσφύγων αν η έκρηξη νέων συγκρούσεων στη Συρία θέσει σε κίνδυνο τις μειονότητες της χώρας. Από τη στιγμή που οι πρόσφυγες θα φθάσουν στην Τουρκία, ένας ικανός αριθμός αυτών λογικά θα επιδιώξει να μετακινηθεί προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ήδη βρίσκονται εγκατεστημένοι εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες. Ο δρόμος αυτών τότε θα περάσει κυρίως από την Ελλάδα.
— Πώς βλέπετε τις σχέσεις μας με την Τουρκία αυτή την περίοδο;
Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία βρίσκονται σε σημείο πολύ καλύτερο σε σχέση με πριν από μερικά χρόνια. Γίνεται προσπάθεια να εντοπισθούν ζητήματα στα οποία η ύπαρξη των διμερών διαφορών δεν αποτρέπει την προώθηση της διμερούς συνεργασίας, και η προσπάθεια αυτή έχει απτά αποτελέσματα.
— Από τις έρευνες που έχετε κάνει στο παρελθόν, ποια είναι η άποψη των Τούρκων για την Ελλάδα; Εσείς ασπάζεστε όλες αυτές τις «φωνές» που μιλούν τελευταία για υποχωρητικότητα της Ελλάδας απέναντι στην Άγκυρα;
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας σειράς πέντε δημοσκοπήσεων που διεξήχθησαν ταυτοχρόνως στην Ελλάδα και την Τουρκία, με τη συνεργασία του ΕΛΙΑΜΕΠ και του Istanbul Policy Center (IPC) και την υποστήριξη της ΔιαΝΕΟσις, η πλειονότητα της τουρκικής –αλλά και της ελληνικής– κοινής γνώμης υποστηρίζει τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών με ειρηνικά και διπλωματικά μέσα.
Είναι σαφές ότι υπάρχει μια ασυμμετρία όσον αφορά το ενδιαφέρον και τις γνώσεις της ελληνικής και της τουρκικής κοινής γνώμης όσον αφορά την Τουρκία και την Ελλάδα αντιστοίχως. Τα πορίσματα της έρευνας δείχνουν πάντως ότι η τουρκική κοινή γνώμη δεν αποτελεί ισχυρό ανασχετικό παράγοντα σε μια πιθανή προσπάθεια επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Δεν συμφωνώ με αυτές τις «φωνές». Στην Ελλάδα υπάρχει μια στρεβλή αντίληψη της εξωτερικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία ο διπλωματικός διάλογος προϋποθέτει την εκ των προτέρων αποδοχή των θέσεών μας από την άλλη πλευρά. Διάλογος απαιτείται ακριβώς επειδή υπάρχουν διαφορετικές θέσεις, και ο διάλογος γίνεται και μεταξύ αντιπάλων και εχθρών, δεν γίνεται μόνον μεταξύ φίλων, ακριβώς επειδή η εναλλακτική επιλογή είναι ο πόλεμος. Εξάλλου, η διεθνής θέση της Ελλάδας έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια σε πολλά επίπεδα, οπότε δεν δικαιολογείται μια φοβική προσέγγιση του ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Δεν υπάρχει καμιά απόκλιση από τις επίσημες ελληνικές θέσεις, υπάρχει όμως μια προσπάθεια οικοδόμησης διαύλων επικοινωνίας και καλλιέργειας ενός κλίματος εμπιστοσύνης στις διμερείς σχέσεις. Δεν είναι βέβαιο ότι αυτές οι προσπάθειες θα οδηγήσουν σε βήματα για την επίλυση των διμερών διαφορών, σίγουρα όμως η καλύτερη επικοινωνία συμβάλλει στην αποτροπή και καλύτερη διαχείριση κρίσεων που μπορεί να ανακύψουν στις διμερείς σχέσεις.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.