Μισό αιώνα δημιουργίας και παραπάνω μετράει ο Παντελής Βούλγαρης, δεκαοχτώ ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, δύο τηλεοπτικές σειρές, σενάρια, θεατρικές παραστάσεις, σχέδια που δεν ολοκληρώθηκαν, μια ζωή όνειρα και υπέροχες εικόνες.
Έξι ηθοποιοί που πρωταγωνίστησαν σε ταινίες του, η Άννα Βαγενά του εμβληματικού «Προξενιού της Άννας» (1972), ο Δημήτρης Καταλειφός των «Πέτρινων χρόνων» (1985), του «Όλα είναι δρόμος» (1992) και της διεθνούς παραγωγής «Νύφες» (2004), η Θέμις Μπαζάκα των «Πέτρινων χρόνων», της «Φανέλας με το 9» (1988), του «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» (1991) και του «Ακροπόλ» (1995), ο Στράτος Τζώρτζογλου, η «ανακάλυψη» του σκηνοθέτη στη μεταφορά του μυθιστορήματος του Μένη Κουμανταρέα «Η φανέλα με το 9» στην οθόνη, η Σοφία Κόκκαλη και ο Ανδρέας Κωνσταντίνου της «Μικράς Αγγλίας» (2013) αλλά και του «Τελευταίου σημειώματος» (2017) ο δεύτερος, θυμούνται στιγμές τους με τον σημαντικό σκηνοθέτη, με αφορμή την αποκατάσταση των ταινιών του σε 4K από το Cinobo και το αφιέρωμα «Όλα είναι δρόμος» που πραγματοποιείται στο Cinobo Όπερα.
«Όσο και να ψάξεις, δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό να πεις για τον Παντελή Βούλγαρη. Είναι ένας σκηνοθέτης που λατρεύει τους ηθοποιούς. Ένας γλυκύτατος άνθρωπος που μπορεί να μετατρέψει σε ηθοποιό ακόμα και κάποιον που δεν έχει πάει ούτε σχολή».
Άννα Βαγενά
Θυμάμαι πάντα με αγάπη τον Παντελή, και ιδιαίτερα εκείνον τον έναν μήνα που κράτησαν τα γυρίσματα σε φυσικό χώρο, σε ένα παλιό σπίτι που του είχε δοθεί στο Μαρούσι, μια παλιά μονοκατοικία. Πηγαίναμε νωρίς το πρωί, ήταν σαν να πήγαινα στο σπίτι μου, σε έναν πολύ αγαπημένο χώρο. Υπήρχε καταπληκτική ηρεμία, ιδιαίτερα σε μια δύσκολη σκηνή που έπρεπε να είμαι συγκινημένη. Ερχόταν και μου έλεγε «Όλα ωραία, Άννα μου, θα ξεκινήσουμε τώρα, γλυκιά μου, την επόμενη σκηνή». Τίποτα σημαντικό, αλλά το έλεγε τόσο ήρεμα και γλυκά. Με αγκάλιαζε και ξεκινούσαμε τη σκηνή κι εγώ ετοιμαζόμουν και έκλαιγα. Όταν τέλειωνε, αναρωτιόταν το συνεργείο «Μα τι της λες, ρε Παντελή, και κλαίει;» κι εκείνος απαντούσε «Τίποτα, ότι έπαιξε χθες καλά ο Παναθηναϊκός και πήγε καλά και τέτοια».
Αυτά είναι τα πράγματα που θυμάμαι και γενικώς όλη την όμορφη ατμόσφαιρα που αποτυπώθηκε και στην ταινία, γι’ αυτό και σάρωσε τα βραβεία το ’72. Πήραμε 5 βραβεία εκείνη τη χρονιά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, εγώ καλύτερης γυναικείας ερμηνείας, ο Παντελής πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, και καλύτερης ταινίας. Όταν ξαναείδαμε την ταινία μαζί σε μια προβολή, μου είπε: «Βρε Άννα, δεν είχα καταλάβει πόσο καλή ήσουν σε αυτή την ταινία. Ήσουν καλύτερη απ’ ό,τι θυμόμουν». Να σου το λέει ο σκηνοθέτης μετά από τόσα χρόνια, είναι φοβερό. «Πού τη βρήκες αυτή την ωριμότητα τόσο νέα που ήσουν;», μου είπε.
Δημήτρης Καταλειφός
Μου έρχεται αυθόρμητα μια εικόνα από όταν είχα παίξει στο «Όλα είναι δρόμος», που είναι μια πολύ αγαπημένη μου εμπειρία. Κάναμε τα γυρίσματα στη βόρεια Ελλάδα που είχε κάτι μαγευτικά τοπία, τα οποία με επηρέαζαν πάρα πολύ σε σχέση με την ατμόσφαιρα της ταινίας και της ιστορίας που είχα να παίξω. Ήταν φθινόπωρο και έβλεπες όλη την ομορφιά της Θράκης στα χρώματα που υπήρχαν γύρω σου.
Υπήρχε μια σκηνή όπου έπρεπε να οδηγήσω αυτοκίνητο και χρειάστηκε, ως άσχετος, να κάνω μαθήματα. Εν τέλει κατάφερα να το πάω το αυτοκίνητο, πράγμα που είναι αξιοθαύμαστο για κάποιον που δεν είχε ιδέα από αυτά. Είναι η μόνη ταινία στην οποία οδηγώ. Ο Παντελής είναι πάντα ένας άνθρωπος τόσο γλυκός και μειλίχιος με τους ηθοποιούς.
Τέλος πάντων, κάναμε τη σκηνή, που είχε πάει ωραία, και γυρίζαμε με το αυτοκίνητο του διευθυντή φωτογραφίας Γιώργου Φρέντζου και τον Παντελή. Ήταν ένα δειλινό που τα χρώματα ήταν μαγευτικά, το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου έπαιζε ένα κομμάτι του Χατζιδάκι και μαζί με την ικανοποίηση που είχαμε από το γύρισμα έβγαινε όλη αυτή η ομορφιά τού να έχεις κάνει κάτι και να σε διακατέχει αίσθημα πληρότητας. Θυμάμαι ότι ο Παντελής, ήρεμος και ευχαριστημένος, μουρμούριζε τη μελωδία, είχε γύρει το κεφάλι του στο κάθισμα και κάπνιζε, απολαμβάνοντας το τραγούδι και τα χρώματα.
Ήταν μια στιγμή που αντικατόπτριζε όλη τη γλυκύτητα που έχει αυτός ο άνθρωπος όταν κάνει γυρίσματα και τη μεταδίδει με έναν μοναδικό τρόπο στους ηθοποιούς, κάνοντάς τους να αισθάνονται ωραία που συμμετέχουν. Το θυμάμαι σαν μια από τις πολύ ωραίες στιγμές στην πορεία μου ως ηθοποιού, γιατί δεν συμβαίνει και πολύ συχνά να νιώθεις αυτό το συναίσθημα της πληρότητας.
Θέμις Μπαζάκα
Ο Παντελής Βούλγαρης είναι ένας σκηνοθέτης που σου αφήνει πολλά περιθώρια. Δεν σου λέει τι να κάνεις και πώς να το κάνεις, είναι πάντα μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Όταν κάναμε τις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου», όπου έκανα τη νεαρή γυναίκα που παρακολουθεί από το παράθυρο την Παΐζη, τον ρωτάω κάποια στιγμή «δηλαδή αυτή τι είναι; Είναι κλεφτρόνι ή προάγγελος θανάτου;». Και μου λέει «δεν ξέρω». Αυτό δεν είναι άγνοια, δηλαδή εγώ δεν το πήρα έτσι. Μου έδωσε το περιθώριο να έχω μια ερμηνεία πιο ανοιχτή και όχι τόσο ρεαλιστική. Να μην είναι μια ερμηνεία κυριολεκτική, να παίζω μια έτσι και μια αλλιώς. Εμένα μου αρέσουν πάρα πολύ αυτού του τύπου οι οδηγίες, που δεν είναι κυριολεκτικές. Έτσι ήταν και ο Βολανάκης.
Μια άλλη φορά, όταν κάναμε τη «Φανέλα με το 9», στην τελευταία σκηνή που συναντιέμαι με τον Τζώρτζογλου στο μπαρ, η οδηγία για ένα κοντινό πλάνο ήταν «θα ήθελα η γυναίκα αυτή να είναι και μάνα και ερωμένη και σύζυγος». Εν τω μεταξύ, ανυπομονούσα ιδιαιτέρως να τελειώσω, γιατί έφευγα την επομένη για Νέα Υόρκη και ήμουν σε έξαψη. Κάναμε μια λήψη, δεν ήταν ικανοποιημένος. Κάναμε τρεις, τέσσερις, αλλά δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε. Αλλά κι εγώ δεν ήξερα πώς να το κάνω. Λέει «στοπ, κάνετε ένα διάλειμμα, φάτε μια τυρόπιτα» και με παίρνει έτσι πως ήμουν με την περούκα, βαμμένη και με τα ρούχα της μπαργούμαν, και βγαίνουμε από το υπόγειο που κάναμε γύρισμα, 11 το πρωί έξω στη Μιχαλακοπούλου, Νοέμβρης μήνας με κρύο και βαριά συννεφιά, να κάνουμε βόλτα. Κι αρχίζει να μου μιλάει και να μου λέει για τον κόσμο που ξυπνάει το πρωί και τους βλέπει να περιμένουν στη στάση του λεωφορείου, πως παρατηρεί τα πρόσωπά τους, τι περιμένουν από τη μέρα, τη θλίψη, την ανυπομονησία, τη βαριεστημάρα, την αγωνία που τους διακατέχει. Να μου λέει διάφορα τέτοια. Εγώ δεν μιλάω, ακούω και περπατάω μαζί του, μέχρι που κάποια στιγμή λέει «πάμε πίσω» και με βάζει μπροστά από την κάμερα. Λέει «πάμε» και κάνουμε μια λήψη όπου εγώ πραγματικά δεν ξέρω τι έκανα, και μου λέει «Μπράβο, Θέμις». Θέλω να πω ότι εμένα μου λείπει αυτή η επικοινωνία μεταξύ σκηνοθέτη και ηθοποιού. Συνήθως σου λένε τι να κάνεις ή σου υπεραναλύουν και δεν αφήνουν ένα παράθυρο προς κάτι άγνωστο, κάτι αλλιώτικο, που μπορεί να είναι το τυχαίο, το οποίο μπορεί να έρθει από μια συλλογική δουλειά που έχεις κάνει.
Στράτος Τζώρτζογλου
Όσο και να ψάξεις, δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό να πεις για τον Παντελή Βούλγαρη. Είναι ένας σκηνοθέτης που λατρεύει τους ηθοποιούς. Ένας γλυκύτατος άνθρωπος που μπορεί να μετατρέψει σε ηθοποιό ακόμα και κάποιον που δεν έχει πάει ούτε σχολή –γιατί εγώ ήμουν πρωτοετής στο Θέατρο Τέχνης όταν με πήρε, με είχε δει στον «Ήχο του όπλου»–, και να στηρίξει με έναν ερασιτέχνη ολόκληρη ταινία. Δεν ήμουν ηθοποιός, είχα τελειώσει το πρώτο έτος όταν με επέλεξε για τη «Φανέλα με το 9» και με μετέτρεψε σε μια κινηματογραφική φιγούρα που δεν χρειαζόταν καθόλου να παίζει. Αυτό επιθυμούσε ο Παντελής. Μάλιστα, μετά από χρόνια είπε ότι ένα από τα ελάχιστα πράγματα που αντέχουν στον χρόνο είναι η ερμηνεία του Τζώρτζογλου στη «Φανέλα με το 9», γιατί ήμουν αυθεντικός, ήμουν ο εαυτός μου. Αφού βλέπω την ταινία και δεν υπάρχει ούτε μία στιγμή που να υποκρίνομαι. Έφερα τον Πειραιά και τον «αλήτη» των δρόμων που θέλει απελπισμένα να πετύχει, να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
Ένα στοιχείο που λάτρεψα στον Βούλγαρη, παρόλο που είναι ιδιαίτερα καλλιεργημένος, και ζει μια εντελώς διαφορετική ζωή από εκείνη ενός «αλήτη», είναι η αλήτικη ψυχή του. Αυτό φάνηκε όταν κάναμε τις ποδοσφαιρικές σκηνές στο γήπεδο της ΑΕΚ, που είχαμε συνολικό χρόνο 20’, δηλαδή 10’ πριν ξεκινήσει ο αγώνας και 10’ στη μέση του αγώνα. Αυτός ήταν όλος ο χρόνος που είχαμε για να γυρίσουμε μία από τις επικότερες σκηνές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Μπαίνοντας στο γήπεδο οι οπαδοί της ΑΕΚ άρχισαν να ουρλιάζουν και να μας βρίζουν, χωρίς καν να παίξουμε μπάλα και να προσποιηθούμε τους ποδοσφαιριστές. Λέει ο Παντελής στον τερματοφύλακα «πιάσε, αν μπορείς, το πέναλτι του Τζώρτζογλου που θα σου ρίξει στο δεξιό Γ του τέρματός σου». Έρχεται σε μένα και μου λέει «σούταρε στο Γ». Του απαντάω «αποκλείεται, τι είμαι, ο Σαραβάκος; Θα κάνω ό,τι μπορώ». Μου απαντάει «εγώ το θέλω εντυπωσιακό».
Από την άλλη, δεν είχε σκοπό να γυρίσει σκηνές με τους θεατές, καθώς δεν ήταν κομπάρσοι αλλά οπαδοί που μας έβριζαν! Πρώτη προσπάθεια, άουτ. Δεύτερη προσπάθεια, προσευχήθηκα να μπει γιατί δεν είχαμε ούτε δευτερόλεπτο για χάσιμο, έπρεπε να τελειώσουμε για να μπουν οι ομάδες να παίξουν. Είχαμε 4-5 κάμερες να με κινηματογραφούν. Σουτάρω και μπαίνει, ήταν εντυπωσιακό, και φεύγω τρέχοντας προς τα κάγκελα κι αρχίζω να ζητωκραυγάζω. Ο Παντελής βέβαια μου είχε πει να μην πάω προς τα εκεί, αλλά εγώ αυτοσχεδίαζα. Και τότε 35.000 θεατές, οπαδοί της ΑΕΚ και του Εθνικού, αρχίζουν να ουρλιάζουν που έβαλα γκολ και να πετάνε τις φωτοβολίδες που είχαν για τον πραγματικό αγώνα. Ένιωσα ότι έβαλα γκολ με το πόδι του Θεού και μου θύμισε αργότερα το χέρι του Μαραντόνα με το οποίο έβαλε γκολ. Αρπάζει την ευκαιρία ο Παντελής και γυρίζει με τις 5 κάμερες τις αντιδράσεις του κόσμου σαν να είχε 35.000 κομπάρσους. Δεν κώλωσε σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή και στο τέλος με ευχαρίστησε.
Σοφία Κόκκαλη
Ο Παντελής είναι γεμάτος ιστορίες από στιγμιότυπα της ζωής του κι από ανθρώπους που έχει συναντήσει και η παρατήρησή του πάντα τους κάνει μυθιστορηματικά πρόσωπα. Κι όταν μας έλεγε ιστορίες, ακόμα και αν ήταν άσχετες με αυτό που γυρίζαμε, εμένα με γέμιζαν έμπνευση. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στιγμές ιδίως όταν τέλειωνε μια λήψη στο γύρισμα κι ερχόταν η στιγμή που πρέπει όλοι να μείνουν ακίνητοι για να γράψουν τον ήχο του χώρου.
Συνήθως όλοι το υπομένουν γιατί βιάζονται να συνεχίσουν τις δουλειές τους. Αυτά τα λίγα λεπτά της σιωπής ο Παντελής έλαμπε και κοίταζε τους ανθρώπους και τις μορφές τις τοποθετημένες και ήσυχες στον χώρο και μου 'λεγε «κοίτα πώς στέκονται, αυτό δεν θα μπορούσα με τίποτα να τους ζητήσω να το κάνουν και να το σκηνοθετήσω». Αυτή η αίσθηση, νομίζω, δεν είναι καθόλου άσχετη με τον τρόπο που χειρίζεται τους ανθρώπους και τις μορφές στις ταινίες του.
Ανδρέας Κωνσταντίνου
Ήμασταν στην Άνδρο και γυρίζαμε μια σκηνή της «Μικράς Αγγλίας» με πάρα πολλούς κομπάρσους. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη σκηνή, ήταν ναυτικοί που επέστρεφαν από ένα μεγάλο μπάρκο και έσμιγαν με τις οικογένειές τους ή δοκιμή για τον Επιτάφιο; Ίσως ακόμα και ο Επιτάφιος. Εγώ δεν είχα γύρισμα, αλλά βρισκόμουν εκεί για να βοηθήσω μαζί με την Κωνσταντίνα Βούλγαρη και έναν φίλο που είχαν έρθει να βοηθήσουν στις σκηνές πλήθους. Έτρεχα λοιπόν μαζί τους να δώσω κι εγώ οδηγίες στον κόσμο. Κάπως με είδε ο Παντελής και μου φώναξε, προφανώς αστειευόμενος, «τι κάνεις εσύ εδώ; Έχουμε σκηνοθέτη, δεν χρειάζεται». Ξαφνιάστηκα και το πήρα πιο βαριά από το πώς το εννοούσε εκείνος.
Ντράπηκα και κρύφτηκα σε ένα από τα σοκάκια κι όσο γινόταν η πρόβα, ή το γύρισμα, προσπαθούσα να ακολουθώ τη λαοθάλασσα από ένα παράλληλο σοκάκι. Κάθε τόσο ξεμύτιζα στον κεντρικό δρόμο να δω σε ποια φάση βρισκόταν το γύρισμα. Μια χωνόμουν και μια επέστρεφα, αλλά συγχρόνως έψαχνα το βλέμμα του Παντελή. Προσπαθούσα να καταλάβω αν είχε νευριάσει μαζί μου ή κάτι τέτοιο, πράγμα που ήταν μόνο στη δική μου φαντασία. Μάλλον το αντιλήφθηκε αυτό και κάποια στιγμή με πετυχαίνει εκεί που είχα βγάλει το κεφάλι μου και, κλείνοντάς μου το μάτι, μου λέει «Σε αγαπώ πολύ». Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να έφυγε ένα μεγάλο βάρος από την καρδιά μου, σαν ένα απαλό αεράκι να μου χάιδεψε τα μαλλιά.
Κατηφόρισα και ο δρόμος με έβγαλε σε ένα μπαλκόνι που κοιτούσε τη θάλασσα. Ήταν απόγευμα με χρυσαφένιο τον ουρανό και τα νερά και κάπου μέσα μου, και στη θάλασσα και στον ουρανό και στον αέρα που φυσούσε, συνάντησα τον φίλο μου τον Παύλο που μας είχε αφήσει πριν από λίγες μέρες. Όλα έβγαλαν ένα νόημα όμορφο και τρομακτικό και βαθύ και ταυτόχρονα γαλήνιο, και άρχισα να κλαίω. Έκλαιγα πολλή ώρα και επιστρέφοντας στην πόλη είδα τη Χριστίνα, ένα κορίτσι που κουμαντάριζε τις βάρκες. Διασταυρώθηκαν για λίγο τα βλέμματά μας. Ήμουν κλαμένος κι εκείνη ξαφνιάστηκε. Δεν είπαμε τίποτα.
Το αφιέρωμα στο σινεμά του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος» θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 13 και 15 Δεκεμβρίου στο Cinobo Όπερα (Ακαδημίας 57, Αθήνα).