Ούτε κακό παιδί, ούτε ζεν πρεμιέ, ούτε ψώνιο, ούτε δημοσιοσχεσίστας. Αρκετά μειλίχιος. Καθόλου διπλωμάτης. Πολύ συνεπής στον αξιακό του κόσμο, ακόμα περισσότερο αφοσιωμένος σ’ εκείνους που συμπληρώνουν το παζλ της ζωής του. Το πρόσωπο που συγκινεί τους πιο διαφορετικούς σκηνοθέτες. Το βλέμμα του γεμίζει την οθόνη, αποθεώνοντας τα γκρο πλαν. Η υποκριτική του δεινότητα διατηρεί ανεπηρέαστο τον έρωτά του με το θεατρικό σανίδι.
Είναι πολλά χρόνια τώρα που ο Ανδρέας Κωνσταντίνου μας έχει πείσει για το πόσο του αρέσει να υποδύεται τους πιο ετερόκλητους ήρωες, να φλερτάρει με τις μεταμορφώσεις, να δουλεύει ακατάπαυστα, συνεχίζοντας τον προσωπικό του ερμηνευτικό μαραθώνιο.
Δεκαεπτά χρόνια μετά τη μέρα που μας συστήθηκε ως ο ζόρικος Κρητικός Μίνως Σταυρακωμανιός στην Ψυχραιμία του Νίκου Περάκη, μοιάζει να μην έχει συμφιλιωθεί ακόμα με ό,τι συνεπάγονται οι τόσο παραγωγικές του σεζόν σε τηλεόραση, κινηματογράφο και θέατρο. Είναι σαν να χαρίζει όλο του του 24ωρο σε μελέτη, γυρίσματα και πρόβες, αναζητώντας κινηματογραφική και θεατρική αδρεναλίνη, αλλά να μην εκχωρεί ούτε εκατοστό από το προσωπικό του όριο.
Εξαρτάται από το τι εννοούμε όταν λέμε “παίρνω θέση”. Κάποιοι θεωρούν ότι ξεμπερδεύουν βάζοντας το σημαιάκι της Παλαιστίνης στη φωτό προφίλ τους στο Facebook ή επαναλαμβάνοντας μεγαλοστομίες για την ισότητα των γυναικών. Δεν λέει τίποτε όλο αυτό. Δημιουργεί ένα ψευδές αίσθημα, λες και το χρέος μας τελειώνει εκεί.
Ο Σπύρος Μαλταμπές στη Μικρά Αγγλία του Παντελή Βούλγαρη· ο Τσιτσάνης ο ίδιος στην κινηματογραφική βιογραφία (Ουζερί Τσιτσάνης) του Μανούσου Μανουσάκη· ο αγωνιστής του λαϊκού κινήματος Ναπολέων Σουκατζίδης στο Τελευταίο σημείωμα του Παντελή Βούλγαρη (ερμηνεία για την οποία κέρδισε και το Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου)· ο Κάσσιος στον σαιξπηρικό Οθέλο του Χάρη Φραγκούλη· ο Σέργιος Σεβαστός στις Άγριες Μέλισσες· ο εσωστρεφής αρχαιολόγος Τζόζεφ στο Καρτ Ποστάλ· ο ευαίσθητος και μοναχικός μπαμπάς στο Milky Way του Βασίλη Κεκάτου· ο Πέτρος της λογικής στο Ακίνητο Ποτάμι του Άγγελου Φραντζή· ο εισαγγελέας της τηλεοπτικής Διάφανη αγάπης· αλλά και εκείνος που θα ερμηνεύσει τον Γιάννη, τον σύζυγο της Μαρίνας, στην τηλεοπτική μεταφορά της Μεγάλης χίμαιρας που ξεκινά οσονούπω γυρίσματα σε σκηνοθεσία Βαρδή Μαρινάκη.
Τόσοι ήρωες, τόσα χιλιόμετρα μπροστά στις κάμερες, τόσο εκφραστικό και διαφορετικό κάθε φορά το όμορφο πρόσωπό του, με τις χαρακτηριστικές καλοφτιαγμένες αιχμές και το ευγενικό βλέμμα. Κι όμως, όταν τον έχεις απέναντί σου, τα μάτια του φωτίζονται κυρίως όταν μιλά για το θέατρο: για εκείνη την πρώτη του παράσταση που είχε ονομάσει Eργασία Bάκχες (πόσο την καμαρώνει), για την οπτικοακουστική σόλο περφόρμανς Μοth, για τις βασανιστικές πρόβες που κάνουν με τον φίλο του Χάρη Φραγκούλη για να ανεβάσουν τα πιο απαιτητικά κείμενα, για την παράσταση που μας έφερε ένα πρωί (το μόνο, όπως μου ξεκαθάρισε, που είχε ελεύθερο σε ένα σερί δέκα ημερών) σε ένα καφέ στα Εξάρχεια.
Έχει τίτλο Αιαυτός και είναι ο λόγος που εδώ και δύο εβδομάδες θα τον βρείτε τα Δευτερότριτα στο θέατρο Σφενδόνη. Ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης έγραψε για εκείνον και τον Χάρη Φραγκούλη ένα θεατρικό έργο που υφαίνει με δικές του λέξεις τον μύθο του Αίαντα. Η ιστορία της παράστασης ξεκινά πριν από χρόνια. Γοητευμένοι από τον μυθικό ήρωα, ο Ανδρέας κι ο Χάρης ζήτησαν από τον Δημητριάδη να επιχειρήσει μια νέα μετάφραση του Αίαντα. Εκείνος, τελικά, σκέφτηκε να γράψει ένα καινούργιο έργο και σήμερα, δέκα χρόνια μετά την περιπέτειά του, ανεβαίνει στη σκηνή.
Για τον Σοφοκλή, ο Αίας, άλλοτε ανδρείος πολεμιστής των Ελλήνων στην Τροία, μετατρέπεται σε εξοργισμένο ήρωα καθώς θεωρεί ότι αδίκως δεν του δόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα μετά τον θάνατό του. Νιώθοντας εξαιρετικά μειωμένος που κρίθηκε κατώτερος των περιστάσεων, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τους αρχηγούς των Αχαιών. Όμως, η θεά Αθηνά του προκάλεσε πνευματική διαταραχή και τον έκανε να ξεσπάσει πάνω σε ένα κοπάδι πρόβατα. Όταν συνήλθε το πρωί και διαπίστωσε πόσο είχε ντροπιαστεί, αυτοκτόνησε.
«Μα πρέπει ή με τιμή να ζει ένας άντρας ή να πεθαίνει με τιμή», γράφει ο Σοφοκλής για τον Αίαντα. Κι ίσως αυτή η φράση που έρχεται από τα βάθη των αιώνων να ξεκλειδώνει αυτούς που καλούνται σήμερα να τον υπερασπιστούν από τη σκηνή της Σφενδόνης.
Σε τι διαφέρει, όμως, ο Αίας του Σοφοκλή από τον Αιαυτό του Δημητριάδη; «Αυτό που κυρίως αλλάζει στην υπόθεση του έργου μας είναι πως οι αρχηγοί των Ελλήνων, δηλαδή ο Αγαμέμνονας, ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος, απαιτούν από τον Αίαντα να αυτοκτονήσει για να πληρώσει. Έτσι ξεκινά το έργο. Επικαλούνται μια ηθική τάξη και μια κοσμική ισορροπία. Για να ισοσταθμίσει το κρίμα, για να αποκαταστήσει την τιμή του, για να μπορέσουν η γυναίκα του και ο γιος του να συνεχίσουν χωρίς το στίγμα της πράξης του οφείλει να αυτοκτονήσει».
Στα στενά κάτω από την Ακρόπολη ένας άνθρωπος μόνος ουρλιάζει στους θεούς, αναμετριέται με το ηθικό του ανάστημα, επιλέγει τον μη αυτονόητο δρόμο. Κάπως έτσι η σκηνή της Σφενδόνης μετατρέπεται σε έναν έρημο τόπο θυσίας, ενώ ο Αίας, με έναν λόγο χειμαρρώδη και παράφορο, θα ψιθυρίσει μπροστά στο κοινό μια τελευταία προσευχή.
«Με συγκινεί ο άνθρωπος που αναλαμβάνει όλη την ευθύνη, που επωμίζεται το κόστος, που δεν μετακινείται ανάλογα με το συμφέρον, που θεωρεί ότι από τη στιγμή που ταπεινώθηκε όλα αυτά για τα οποία ζούσε και πολεμούσε παύουν να έχουν αξία», λέει ο Ανδρέας καθώς εξηγεί τι τον ιντριγκάρει στον ρόλο. «Αυτή η αίσθηση ευθύνης σπανίζει στις μέρες μας. Σήμερα ο σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος αναιρεί με ευκολία οτιδήποτε ή πιστεύει ότι με τη δύναμη της θέλησης μπορεί να σβήσει και να αλλάξει οτιδήποτε προκύπτει. Όμως, εγώ θεωρώ ότι κάποια πράγματα εξ αντικειμένου γράφουν και δεν ξεγράφουν. Όπως λέει και ο Καζαντζάκης στην Ασκητική, “εσύ έχεις ευθύνη να σώσεις τον κόσμο. Κι αν θα χαθεί, εσύ θα φταις”».
Δύο ηθοποιοί που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ένα έργο για δύο πρόσωπα, δύο ηθοποιοί που θα ερμηνεύσουν όλους τους ρόλους. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος υποδύεται την Τέκμησσα, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου τον Αίαντα, τον αδελφό του Τεύκρο, και τον Οδυσσέα. Και ο Χάρης Φραγκούλης, σε ένα αιματοβαμμένο σκηνικό, «χορογραφεί» τα βήματα του ήρωα προς το αναπόφευκτο τέλος.
Όλοι τους σαν θηρία σε μια θεατρική αρένα με καύσιμο ένα κείμενο που πρώτη φορά ζωντανεύει στα χέρια τους. Ελευθερία ή μια περαιτέρω ευθύνη απέναντι στον συγγραφέα; «Αισθάνομαι την ευθύνη που αναλαμβάνω απέναντι σε κάθε κείμενο. Την ελευθερία δεν τη βλέπω ακόμα, μόνο την οσμίζομαι. Δεν την έχω δει ούτε για πλάκα και μάλλον είναι ένα ζητούμενο που θα υπάρχει όσο θα παίζω αυτή την παράσταση. Είναι πολύ σκληρή και τόσο δυνατή που πασχίζω να βρω τρόπο να την απολαύσω».
Μαθημένος στις ευκολίες της τηλεόρασης, αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να βιώνει με τόσο βασανιστικό τρόπο το θέατρο. «Μα μόνο αν περάσεις μέσα από αγκάθια, λόγχες, ηλεκτροφόρα καλώδια και γκρεμούς θα μπορέσεις να πιεις ένα νερό που δεν το πίνεις πουθενά αλλού στον κόσμο και στη ζωή. Ακόμα αναρωτιέμαι αν μπορώ να το κάνω. Αλλά ξέρω ότι το νερό που μπορώ να πιω στο θέατρο και ο αέρας που θα ανασαίνω, αν καταφέρω να περάσω από όλη αυτήν τη διαδικασία, δεν συγκρίνεται με τίποτε απ’ όσα κάνω ούτε στο σινεμά ούτε στην τηλεόραση».
Προφανώς. Πώς να συγκρίνεις τη λάμψη και τους μισθούς της τηλεόρασης με μια παράσταση χειροποίητη που εδώ και μήνες ετοιμάζεται με πολύ κόπο και τα λίγα μέσα που διαθέτουν, αναζητώντας τη θέση της στην πολυπληθή θεατρική Αθήνα; Θα έλεγε κανείς πως ο λόγος που κάνει τηλεόραση είναι για να αντέχει αυτό το δημιουργικό, θεατρικό βάσανο.
«Η τηλεόραση σού δίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο, μια ευκολία η οποία μεταφράζεται σε χρήματα και σε αναγνωρισιμότητα. Αυτή την εποχή τελειώνω μια σειρά στον Αlpha που λέγεται Διάφανη αγάπη, στην οποία δούλεψα με ένα φανταστικό συνεργείο και σκηνοθέτη σε εξαιρετικές συνθήκες. Τέτοιες δουλειές πράγματι μου αποφέρουν χρήματα με τα οποία φτιάχνουμε με τους φίλους μου κάτι τόσο προσωπικό και χειροποίητο στο θέατρο. Αισθάνομαι ότι επιλέγω την τηλεόραση για να ικανοποιήσω τις επιθυμίες μου.
Διαβάζοντας τον Αίαντα, πάντα εισέπραττα τον παλμό του ταπεινωμένου πρωταγωνιστή, πάντα έρχονταν στον νου όλα εκείνα τα παιδιά που μπαίνουν στη γωνία, αναλαμβάνουν μια ευθύνη που ενδεχομένως δεν τους αναλογεί, αυτοτιμωρούνται “επιμένοντας” να πληρώσουν κάτι που ποτέ δεν προκάλεσαν.
Πάρα πολλά παιδιά, σε ευαίσθητες ηλικίες, ζουν δίπλα μας ανυπεράσπιστα. Η ζωή όμως έτσι είναι. Είναι ένα θέμα που έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια και δικαίως ανοίγει η κουβέντα και ο προβληματισμός. Εγώ θα έλεγα να οδηγηθούμε και σε κάτι πιο βαθύ: στα παιδιά που κάνουν το μπούλινγκ, στους θύτες. Με αυτούς τι συμβαίνει; Ψάχνουμε τρόπους να σταματήσουμε τη βία, αλλά κανείς δεν ασχολείται με το τι οπλίζει το χέρι του θύτη. Όταν εγώ ήμουν μικρός, αυτά ήταν πάντα τα “κακά παιδιά”. Αυτή η ταμπέλα κι αυτός ο τίτλος είναι κάτι εξίσου σκληρό. Κανείς δεν αναρωτιέται από πού προκύπτει η ανάγκη ή η επιθυμία αυτών των παιδιών να προκαλούν πόνο. Τι χώρο και βήμα έχουν τα “κακά παιδιά” να εκφράζουν τον θυμό τους. Αν θες τη γνώμη μου, η βία είναι στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και δεν πρόκειται να σταματήσει. Ίσα ίσα, όσο καταπιέζεται θα εκτονώνεται με πιο κρυφό και πλάγιο τρόπο, αλλά δεν θα πάψει. Αν θέλουμε να δούμε και να εξετάσουμε την αλήθεια, ας στρέψουμε το βλέμμα και στις δύο πλευρές, αλλιώς θα διαιωνίζουμε το δίπολο, θα φανατιζόμαστε και θα χωριζόμαστε για όλα τα θέματα σε δεξιό και αριστερό, σε καλό και κακό, σε εμβολιασμένο και ψεκασμένο, στον υπέρ της Ουκρανίας και στο φιλορώσο, στον υπερασπιστή των Ισραηλινών και στον υπέρ της Γάζας... Είναι σαν να κυνηγάμε την ουρά μας. Το μόνο που καταφέρνουμε είναι να βλέπουμε τους άλλους κακούς, κι εκείνοι, με τη σειρά τους, να βλέπουν τον εχθρό σε μας».
Το θέατρο, όμως, είναι ένας χώρος στον οποίο καλείσαι έτσι κι αλλιώς να παίρνεις θέση. «Εξαρτάται από το τι εννοούμε όταν λέμε “παίρνω θέση”. Κάποιοι θεωρούν ότι ξεμπερδεύουν βάζοντας το σημαιάκι της Παλαιστίνης στη φωτό προφίλ του Facebook ή επαναλαμβάνοντας μεγαλοστομίες για την ισότητα των γυναικών. Δεν λέει τίποτε όλο αυτό. Δημιουργεί ένα ψευδές αίσθημα αγώνα για τη δικαιοσύνη και συμμετοχής στα κοινά αυτή η μικρή, ασήμαντη κίνηση, λες και το χρέος μας τελειώνει εκεί. Υπάρχει στ’ αλήθεια ένας κρίκος που να με συνδέει με αυτό που συμβαίνει; Μπορώ να τον αναγνωρίσω και να τον ακολουθήσω με ειλικρίνεια και ψυχραιμία; Μου αλλάζει τη ζωή η συμφορά; Τι σημαίνει για την καθημερινότητά μου το να είμαι υπέρ των αδυνάτων; Δεν με ενδιαφέρουν τα quotes, με ενδιαφέρει η στάση ζωής από τη στιγμή που ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί, ο τρόπος που λες καλημέρα και κοιτάς αυτόν που ζει δίπλα σου· το πώς μιλάς σε ένα σερβιτόρο· το ύφος που ζητάς κάτι από κάποιον που δεν έχεις ανάγκη. Αυτή η καθημερινότητα δημιουργεί τη στάση απέναντι στα πράγματα, όχι τα ποστ».
Γεννημένος στη Γερμανία και μεγαλωμένος στην Κρήτη και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, ο Ανδρέας ήταν ένα ανήσυχο (στη λέξη «κακό» αντιδρά ακόμα) παιδί που έδινε έναν καθημερινό αγώνα με τη διάσπαση προσοχής. Υπήρχε διάγνωση τότε για όλο αυτό; «Τη διάγνωση εμπεριείχε μια λέξη: άτακτος. Οι καθηγητές και οι δάσκαλοι έλεγαν πάντα στους γονείς μου: “Τι κρίμα, φαίνεται ικανός και έξυπνος, αλλά δεν συγκεντρώνεται για να διαβάσει. Ποτέ δεν είναι ήσυχος”. Σκέψου ότι σε όλο το Δημοτικό, που είχαμε την ίδια δασκάλα, τη λατρεμένη μου κυρία Ελένη Ζαχαριάδου, δεν καθόμουν σε θρανίο αλλά στην έδρα δίπλα της, γιατί αλλιώς δεν μπορούσα να μείνω ήσυχος. Ήταν πολύ εύκολο για όλους να με βαφτίζουν “άτακτο”, άρα “κακό” παιδί, αλλά εγώ κατάφερα πολύ περισσότερα από αυτά που πίστευα για τον εαυτό μου ή από αυτά που κατάφεραν κάποια “ήσυχα” παιδιά. Ποτέ δεν πίστεψα ότι δεν θα πετύχω. Στράφηκα στη σφαίρα του ονείρου και φλέρταρα μαζί του. Και στην πρώιμη ενήλικη ζωή μου το δοκίμασα κάνοντας θέατρο. Είχα ανεπτυγμένη φαντασία και μου άρεσε να λέω ιστορίες. Διάβαζα λογοτεχνία, έφτιαχνα εικόνες, τις ζωγράφιζα, έκανα μιμήσεις, έκανα τον Καραγκιόζη και τον κλόουν. Ένιωθα αστείος και έπαιρνα μεγάλη αξία από την έκθεση».
Την ίδια στιγμή, βέβαια, ερχόταν στα χέρια του το πτυχίο του κοινωνικού λειτουργού. «Όχι μόνο. Για το χαρτζιλίκι και για την ψυχαγωγία μου δούλευα σε έναν παιδότοπο στην Κρήτη, έκανα τον εμψυχωτή πάρτι για τα παιδάκια. Μου άρεσε πολύ αυτή η περιπέτεια. Παρατηρούσα τις συμπεριφορές των παιδιών, τις δυναμικές που αναπτύσσονται, καταλάβαινα τις ανάγκες που έχουν για να μάθουν, να συμμετάσχουν, να ακουστούν, να γίνουν αποδεκτά. Θυμόμουν πώς ήμουν εγώ στην ηλικία τους. Πολύ δυνατή και πλούσια εμπειρία».
Από εκείνες τις πρώιμες παραστάσεις βρέθηκε το 2007 στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. «Πρωτοετής στη σχολή ήμουν και μου ζητήθηκε να πρωταγωνιστήσω στην Ψυχραιμία του Νίκου Περάκη. Ήταν η πρώτη στιγμή που είπα “όπα, κάτι γίνεται εδώ”. Εκεί μπήκα στον χάρτη των ανθρώπων που εκτίθενται πολύ. Μετά τη Μικρά Αγγλία, προφανώς λόγω της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας, κατάλαβα πώς είναι να σε αναγνωρίζουν στον δρόμο. Δεν ξέρω αν ήμουν προετοιμασμένος, αλλά όλο αυτό έχει ένα κόστος ψυχικό που δεν μου αρέσει. Όμως όλα έχουν να κάνουν με το πώς στέκεσαι απέναντι στην αναγνωρισιμότητα. Αν όλο αυτό που προκύπτει επειδή πρωταγωνιστώ σε μια ταινία εγώ το ταΐσω με συνεντεύξεις, με το να βγω σε τηλεοπτικές εκπομπές, με το να παίξω και σ’ ένα τηλεπαιχνίδι, ε, τότε, δεν μπορώ να παραπονιέμαι ότι μου στερούν την ιδιωτικότητά μου. Δεν είναι ότι το παίζω δύσκολος ή ήρωας. Απλώς δεν θέλω να θρέψω κάτι που εισβάλλει στη ζωή μου χωρίς να του το επιτρέπω. Δεν με ενδιαφέρει όλο αυτό το παιχνίδι. Δεν θέλω τέτοιες σκοτούρες στο κεφάλι μου».
Δεν χρειάστηκε πολύ για να με πείσει. Αναρωτιέμαι μόνο αν όλη αυτή η στάση είναι κατάκτηση και η ωριμότητα των 42 χρόνων του. «Μπα, πάντα έτσι ήμουν. Πότε δεν δυσκολευόμουν να λέω όχι. Ούτε παλιότερα, που είχα περισσότερο ανάγκη τα χρήματα, ούτε και σήμερα, που μπορεί να είμαι πιο άνετος, αλλά καταλαβαίνω την αξία των χρημάτων καλύτερα απ’ ό,τι παλιότερα. Αν δεν πεις τα μεγάλα “όχι”, δεν μπορείς να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μεγάλα “ναι”. Έχω πια μεγαλύτερο χώρο γι’ αυτά μέσα μου. Αν και η εμπειρία μου έως τώρα στην τηλεόραση είναι καλή, ίσως και να μην έκανα ξανά αν το σινεμά έδινε καλύτερα χρήματα από αυτά που δίνει».
Μα, γιατί το λες σαν να σε βλάπτει, τον ρωτάω λίγο πριν τον αποχαιρετήσω. «Αισθάνομαι ότι στην ηλικία που είμαι, με τον χαρακτήρα που έχω και αυτά που θέλω να καταφέρω, η δουλειά στην τηλεόραση με δυσκολεύει ως ηθοποιό στο θέατρο. Μαθαίνω σε μια επικίνδυνη ευκολία. Κακά τα ψέματα, τα σίριαλ, στην πλειοψηφία τους, δεν έχουν ιδιαίτερες υποκριτικές απαιτήσεις και κατά τη γνώμη μου ούτε σκηνοθετικές, και είναι κρίμα γιατί διαθέτουμε καλούς ηθοποιούς και καλούς σκηνοθέτες και καλά συνεργεία. Δεν σου ζητάνε πολλά. Είναι όλα με τον ίδιο τρόπο φτιαγμένα: από τα σενάρια, τον χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας, την αισθητική. Βλέπεις πολλούς ηθοποιούς τηλεόρασης που είναι κακοί ηθοποιοί και έχεις την αίσθηση πως μπορεί ο καθένας να σταθεί μπροστά από μια τηλεοπτική κάμερα. Ευτυχώς, δεν μπορεί ο καθένας να σταθεί στο θέατρο».
Έχει τύχει ποτέ να σου πει κάποιος «δεν βλέπω τηλεόραση, δεν σε έχω δει, αλλά σε ξέρω από το θέατρο»; «Γενικώς, όταν με πλησιάζουν και μου λένε “σε είδα στην τάδε παράσταση”, νομίζω πως αλλάζει αμέσως το βλέμμα μου, ο τρόπος που τους κοιτάω. Δύο άτομα σε όλη μου τη ζωή έχουν έρθει και μου έχουν πει: “Σε είδα σε αυτή την παράσταση, το Μoth!”. Αυτό με είχε συγκινήσει πολύ».
Αντιθέτως, υποθέτω ότι τον ενοχλούν όσοι αναφέρονται στην ομορφιά του, διευκρινίζοντας όμως ότι έχεις και μυαλό. «Αν κάποιος σκοντάφτει στην ομορφιά και δεν μπορεί να δει κάτι άλλο, είναι δικό του πρόβλημα. Όταν ήμουν μικρότερος, με προβλημάτιζε. Αναρωτιόμουν μήπως αυτό που έχω μέσα μου αδυνατεί να βγει προς τα έξω, μήπως ο κόσμος δεν μπορεί να το διακρίνει. Ενίοτε ήθελα και να κρύβω το πρόσωπό μου για να λάμψει η οποία ψυχή είχα. Τα τελευταία χρόνια είμαι πιο ήρεμος σε σχέση με αυτό, κάτι έχει αποκατασταθεί και δικαιωθεί μέσα μου. Πλέον με απασχολούν ζητούμενα που θέλουν εμένα ολόκληρο με ό,τι έχω, με ό,τι είμαι».
O Ανδρέας Κωνσταντίνου θα πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Αιαυτός» στο θέατρο Σφενδόνη σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη από τις 11 Νοεμβρίου. Επίσης θα πρωταγωνιστεί στην τηλεοπτική σειρά «Η Μεγάλη χίμαιρα» που θα προβληθεί σύντομα στην ΕΡΤ.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Αιαυτός» εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.