ΤΑ ΕΡΓΑ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ «Evil Nigger» και «Gay Guerilla», που θα παιχτούν από το ντουέτο P 4 2 στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ (19/1) σε μια συναυλία υπό τον γενικό τίτλο «You Don’t Know My Place/ Η μουσική του Τζούλιους Ίστμαν», μας εισάγουν στο καινοτόμο και κοινωνικοπολιτικά φορτισμένο έργο του πρωτοπόρου Αφροαμερικανού συνθέτη που αναγνωρίστηκε ευρέως μετά θάνατον. Το ενδιαφέρον για τη ζωή και τη δουλειά του έχει ανανεωθεί τα τελευταία χρόνια.
Ονομαστός μουσικοσυνθέτης, ερμηνευτής και μαέστρος, ήταν από τους πρώτους που πειραματίστηκαν με μινιμαλιστικές μουσικές φόρμες στο πλαίσιο αυτού που ονόμασε «οργανική μουσική». Γεννήθηκε στο Μανχάταν το 1940 και έδειξε από μικρή ηλικία το ταλέντο του στο πιάνο και το τραγούδι. Στα 14 του χρόνια ήταν ήδη σοπράνο ενώ στη συνέχεια σπούδασε μουσική και μπαλέτο αρχικά στο κολέγιο Ithaca και μετέπειτα στο Μουσικό Ινστιτούτο Curtis με δάσκαλο τον μεγάλο πιανίστα Mieczysław Horszowski, σπουδές προνομιακές τότε για ένα μαύρο παιδί, ακόμα και στον φιλελεύθερο αμερικανικό Βορρά.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Τζούλιους εντάχθηκε στο Κέντρο Δημιουργικών και Παραστατικών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Μπάφαλο, τμήμα στο οποίο αργότερα προέδρευσε και δίδαξε, χάρη στη συνεργασία του με τον συνθέτη Λούκας Φος. Το 1966 έκανε το ντεμπούτο του ως σολίστ στο Town Hall της Νέας Υόρκης με ένα πρόγραμμα που περιείχε κυρίως δικές του συνθέσεις.
Ο κόσμος της μουσικής και του θεάματος εν γένει ήταν από τους ελάχιστους όπου μπορούσε να γίνει αποδεκτός ως ισότιμος και να διακριθεί ένας μαύρος εκείνες τις εποχές, γρήγορα όμως ο Τζούλιους συνειδητοποίησε ότι το χρώμα του δέρματός του δεν ήταν το μόνο «στίγμα» που είχε να αντιμετωπίσει.
Ντροπαλός και συνεσταλμένος ως έφηβος, εξελίχθηκε σε χαρισματική όσο και ασυμβίβαστη προσωπικότητα και με τα χρόνια απέκτησε ευρύτερη αναγνώριση τόσο ως συνθέτης όσο και ως τραγουδιστής. Ανέπτυξε στενή καλλιτεχνική σχέση με τον Άρθουρ Ράσελ, συνεργάστηκε ακόμη με τη Μέρεντιθ Μονκ, τον Ζούμπιν Μέτα, τον Πιερ Μπουλέζ αλλά και τον Τζον Κέιτζ, με τον οποίο συμμετείχαν στην ορχήστρα SEM Ensemble. Υπήρξε επίσης αργότερα «μέντορας» των The Lounge Lizards.
Στην εναρκτήρια μάλιστα παράσταση του SEM Ensemble με τα «Song Books» του Κέιτζ τον Ιούνιο του 1975, ο Τζούλιους είχε δώσει μια διάλεξη για «ένα νέο σύστημα αγάπης», στην οποία έγδυσε δημόσια έναν εθελοντή (πιθανώς το τότε αγόρι του) και συμπεριέλαβε ομοερωτικές σεξουαλικές αναφορές στην περφόρμανς του, προς μήνιν του Κέιτζ, ο οποίος θεώρησε ότι αναφερόταν και στη δική του σεξουαλικότητα! Ο Ίστμαν δοκιμάστηκε σε διάφορα μουσικά στυλ, από την κλασική και την τζαζ μέχρι το crossover, προτού εξελίξει τον δικό του πρωτότυπο ήχο. Το 1973 προτάθηκε για το βραβείο Grammy για την ηχογράφηση του Πίτερ Μάξγουελ Ντέιβις «Eight Songs For A Mad King».
Ο κόσμος της μουσικής και του θεάματος εν γένει ήταν από τους ελάχιστους όπου μπορούσε να γίνει αποδεκτός ως ισότιμος και να διακριθεί ένας μαύρος εκείνες τις εποχές, γρήγορα όμως ο Τζούλιους συνειδητοποίησε ότι το χρώμα του δέρματός του δεν ήταν το μόνο «στίγμα» που είχε να αντιμετωπίσει. Η έλξη που ένιωθε για το ίδιο φύλο ήταν ηθικά καταδικαστέα τόσο στη λευκή όσο και στη μαύρη κοινότητα, όμως εκείνος, παρασυρμένος από τους ανέμους της αλλαγής και της αμφισβήτησης που φύσαγαν δυνατά στις ΗΠΑ και τον πλανήτη ολόκληρο τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, είχε αποφασίσει να διεκδικήσει τη ζωή του ολόκληρη, τόσο ως μαύρου όσο και ως γκέι άνδρα, και να το επικοινωνήσει αυτό μέσα και από την τέχνη του.
Wild Up — Julius Eastman: Stay On It
Η μουσική που έγραφε δεν ήταν απλώς πρωτοποριακή, ήταν επίσης πολιτική με τον τρόπο της, και διέθετε έναν ιδιαίτερο δυναμισμό που αποτυπωνόταν και στους «προκλητικούς» τίτλους κάποιων κομματιών, όπως αυτά που θα ακούσουμε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στην εκδοχή τους για δύο πιάνα, από το εξαιρετικό ντουέτο P 4 2 (Μπεάτα Πίντσετιτς και Χρήστος Σακελλαρίδης, ζευγάρι στην τέχνη και στη ζωή).
Το πρώτο, το «Evil Nigger» («Κακός Νέγρος»), αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα «οργανικής» μουσικής και κορυφώνεται με την ενσωμάτωση του θρησκευτικού ύμνου του Μαρτίνου Λούθηρου «Θεός το φρούριον ημών» («Ein' feste Burg ist unser Gott»), διασκευασμένου σε έναν ύμνο της ομοφυλόφιλης απελευθέρωσης, που τότε βρισκόταν στο κινηματικό αποκορύφωμά της. Το δεύτερο, το «Gay Guerilla» («Γκέι Αντάρτης»), εξελίσσεται μέσα από 29 ενότητες όπου η σταδιακά δομημένη τονικότητα, που θυμίζει στρατιωτικό εμβατήριο, καταλήγει σε μια απογειωτική αφαίρεση. «Ναι, θα γινόμουν άνετα ένας τέτοιος αντάρτης και ευχαρίστως θα θυσιαζόμουν για τις απόψεις μου αν μου ζητούνταν», έλεγε μάλιστα στην προφορική εισαγωγή της «Νέγρικης Τριλογίας». Άλλες εξαιρετικές συνθέσεις του είναι το «Unjust Malaise» (1973) και το καθηλωτικό «Femenine» που έγραψε με το SEM Ensemble (1974). Στο πρώτο μάλιστα κονσέρτο του «Femenine» ο Ίστμαν σέρβιρε, καθώς λέγεται, σούπα στο κοινό φορώντας μαγειρική ποδιά.
Femenine — Julius Eastman
Δεν άρεσαν, ωστόσο, σε όλους στην «πιάτσα» αυτές του οι καινοτομίες. Και μαύρος και ανοιχτά γκέι και πολιτικοποιημένος, ήταν ακόμα τότε ένας απαγορευτικός συνδυασμός για μια εμπορική καριέρα. Σε συνδυασμό με τις προστριβές που δημιουργούσε ακόμα και με ανθρώπους που ήθελαν να τον βοηθήσουν, καθότι είχε γίνει εριστικός και αλλοπρόσαλλος, οι πόρτες έκλειναν η μία πίσω από την άλλη, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει σοβαρές προσωπικές και επαγγελματικές δυσκολίες στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Τα ψυχολογικά προβλήματα που τον ταλαιπωρούσαν από καιρό διογκώθηκαν και μάταια προσπαθούσε να τα ξεγελάσει κάνοντας χρήση αλκοόλ και άλλων ουσιών. Αφότου μάλιστα, εκεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, του έκαναν έξωση από το διαμέρισμα που νοίκιαζε στο East Village, πολλές παρτιτούρες του χάθηκαν ή κατέληξαν στα σκουπίδια μαζί με άλλα υπάρχοντά του όταν το σπίτι εκκενώθηκε.
Έζησε στερημένα, αλητεύοντας για μερικά χρόνια στο Tompkins Square Park, και εν τέλει πέθανε φτωχός, άστεγος και ξεχασμένος από όλους σχεδόν, αλλά χωρίς να ποτέ να απωλέσει το μπρίο του, όπως λένε όσοι τον γνώριζαν, σε ένα νοσοκομείο στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης στις 28/5/1990, σε ηλικία μόλις 49 ετών. Η ακριβής αιτία θανάτου δεν έγινε γνωστή, αλλού αναφέρεται ότι έπασχε από την καρδιά του, αλλού ότι έφυγε από επιπλοκές της λοίμωξης HIV-AIDS. Όσα γνωρίζουμε για τη ζωή του οφείλονται κατά κύριο λόγο στο βιβλίο «Gay Guerrilla: Julius Eastman and his Music» (University of Rochester, 2015) που συνεπιμελήθηκαν οι Renée Levine Packer και Mary Jane Leach.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια προτού το έργο του Ίστμαν και ιδίως η «Nέγρικη Tριλογία» («The Nigger Series») αποκτήσει την αναγνώριση που άξιζε. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη μουσική του τα τελευταία χρόνια οφείλεται κατά ένα, τουλάχιστον, μέρος στο κίνημα Black Lives Matter, που πυροδότησε και μια επανεκτίμηση της «μαύρης δύναμης» στην αμερικανική κουλτούρα, γεγονός είναι πάντως ότι εάν δεν τον ξέρεις, αξίζει να τον ανακαλύψεις!
Χρήστος Σακελλαρίδης, πιανίστας, συνθέτης, ντουέτο P 4 2:
«Ο Τζούλιους Ίστμαν ήταν ένας σπουδαίος μουσικός κι ένας σημαντικός τραγουδιστής με ιδιαίτερο μέταλλο στη φωνή του. Υπήρξε ένας καλλιτέχνης προικισμένος και πολυτάλαντος που θα είχε, πιθανότατα, διαφορετική αντιμετώπιση και άλλη εξέλιξη αν ζούσε σε μια διαφορετική εποχή, αναφορικά όχι μόνο με το χρώμα του δέρματος αλλά και με την κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Είχε επιπλέον κοινωνικοπολιτική συνείδηση: “Θέλω να είμαι μαύρος στον υπερθετικό, μουσικός στον υπερθετικό και ομοφυλόφιλος στον υπερθετικό”, δήλωνε στην εφημερίδα “Buffalo Evening News” το 1976. Εντάσσεται στους πρώιμους μινιμαλιστές, αλλά ανέπτυξε ένα δικό του, ιδιαίτερο μουσικό ιδίωμα, που τον ξεχώριζε από συνθέτες όπως ο Φίλιπ Γκλας και ο Στιβ Ράιχ. Τα μοτίβα του επαναλαμβάνονται μεν αλλά “χτίζεται” το ένα πάνω στο άλλο, κάποιες φορές μάλιστα χάνεται αυτή η επανάληψη. Η μουσική του είναι έντονα δραματική με πολλές εξάρσεις∙ είναι μεν αβανγκάρντ αλλά διατηρεί και το ποπ στοιχείο. Τα έργα του παίζονται από μουσικά σύνολα με μοιρασμένα τα φωνητικά, ενώ αντί για τις κλασικές παρτιτούρες με τις νότες χρησιμοποιεί χρονόμετρο, με τα μουσικά δρώμενα να αντιστοιχούν σε διαφορετικούς χρόνους. Από τα δύο έργα του που θα παίξουμε στο πιάνο με την Μπεάτα Πίντσετιτς στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, το “Evil Nigger” είχε παρουσιαστεί στη Στέγη το 2016 ενώ το “Gay Guerilla” παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα».