ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΣΥΧΝΑ ΣΤΟ πατρικό μου σπίτι. Τώρα τελευταία όλο και συχνότερα, καθώς οι γονείς μεγαλώνουν, και ανακαλύπτω συνεχώς μια σχέση αντίστροφη: όσο μεγαλώνουν οι γονείς μου τόσο μικραίνουν στα μάτια μου. Όσο μεγαλώνω εγώ τόσο μικραίνει το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα. Αυτά τα ρήματα, «μικραίνω» - «μεγαλώνω», σχετίζονται πια με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό.
Τα ίδια τετραγωνικά που φιλοξένησαν μια τετραμελή οικογένεια –και με έκαναν να νιώθω τυχερή για την απλωσιά τους– έχουν μετατραπεί σε ένα διαμέρισμα του κέντρου που δύσκολα θα χωρούσε ένα ζευγάρι με δύο παιδιά. Ή μάλλον δύσκολα ένα ζευγάρι με δύο παιδιά θα χωρούσε σε αυτό το σπίτι όλα του τα πράγματα, τα αναγκαία και κυρίως τα περιττά της καθημερινότητας – και μιλάω πάντα για όσους έχουν ακόμα το δικαίωμα της επιλογής και δεν αναγκάζονται να συμβιβαστούν με οτιδήποτε, εκεί που έχουν φτάσει τα ενοίκια της Αθήνας.
Η κουνελότρυπα της ζωής είναι one way διαδρομή χωρίς επιστροφή και το πατρικό σπίτι σκηνικό ενός παραμυθιού που έμεινε όπως το άφησες, για να θυμίζει ότι κάποτε χωρούσες μέσα σε αυτό.
Είναι μια αποκάλυψη αυτή η συνειδητοποίηση του πόσο σχετικά είναι όλα. Αν, μάλιστα, διαλέξω αυστηρά τα σημεία του πατρικού που έχουν αλλάξει δραματικά σε διαστάσεις, αυτά είναι τρία: η βεράντα, η ντουλάπα του δωματίου μου και το τραπέζι της κουζίνας.
Στην πρώτη έμαθα ποδήλατο, πράγμα που μοιάζει αδύνατο έτσι όπως βλέπω τώρα εκείνον τον χώρο που φάνταζε σαν μικρό οικογενειακό στάδιο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια μέτρια βεράντα που χωράει ένα τραπέζι με ασορτί φερφορζέ καρέκλες –κρατάνε ακόμα, αν και ξεφτισμένες–, μια πλαστική ντουλάπα που βοηθάει στην αποθήκευση και μπόλικες γλάστρες, προσθήκη των τελευταίων ετών για να μη μας βλέπουν οι απέναντι, που όταν ήμουν μικρή δεν υπήρχαν ως απειλή ηδονοβλεψίας.
Ούτε λόγος για ποδηλατικές βόλτες και εξάσκηση πάνω-κάτω μέχρι να μάθω να μην πέφτω.
Στη δεύτερη χώρεσα άπειρα ρούχα της εφηβείας μου, όταν πήρα τον έλεγχο του λουκ μου και μαζί το κλειδί στον fashion παράδεισο των ’90s. Από σκισμένα τζιν και φαρδιές μπλούζες μέχρι σακάκια με βάτες, τα πρώτα t-shirts από μπάντες και φυσικά άπειρα αξεσουάρ – must εκείνης της εποχής. Βλέποντας τώρα τα συρτάρια της πρώην ντουλάπας μου, νιώθω ότι δεν θα χωρούσε ούτε τα βρεφικά ρούχα που είχα όταν τα παιδιά μου ήταν μωρά. Πόσο μάλλον τα ρούχα της δικής τους εφηβείας ή τα δεκάδες παπούτσια που επιβάλλουν οι influencers και τα reels των social media.
Όσο για το τραπέζι της κουζίνας, μια εικόνα της παιδικής μου καθημερινότητας, αυτό κι αν είναι που έγινε μικρό, τόσο δα, και με το ζόρι χωράει το γεύμα των ηλικιωμένων γονιών μου. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι εκεί απλώνονταν οι καθημερινές οικογενειακές συναντήσεις με πρωταγωνιστή το φαγητό της μητέρας μου, ακόμα κι αν αυτό ήταν απλώς μακαρόνια με κέτσαπ. Μόνο σταθερό στοιχείο, το διάφανο νάιλον για να μη λερώνεται το κεντητό τραπεζομάντιλο – αν και δεν υπάρχει πια κάποιος που μπορεί να το λερώσει.
Το πιο περίεργο σε όλα αυτά είναι πως, κατά μία έννοια, βλέποντας τη σμίκρυνση όλων εκείνων μέσα στα οποία μεγάλωσα, νιώθω ότι βρίσκομαι ακόμα μέσα στο παιδικό μου σώμα, μόνο που εκείνο έχει αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις. Καμιά γραμμική έννοια του χρόνου δεν εμπλέκεται εδώ, παρά μόνο μια αίσθηση στιγμιαίας αλλαγής, όπως ακριβώς με την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων που πίνει το μαγικό υγρό και μεγαλώνει τόσο που δεν χωράει πια μέσα στο δωμάτιο. Η μόνη διαφορά είναι πως δεν ονειρεύεσαι. Δεν ξυπνάς για να ξαναβρεθείς στο παιδικό σου κρεβάτι. Η κουνελότρυπα της ζωής είναι one way διαδρομή χωρίς επιστροφή και το πατρικό σπίτι σκηνικό ενός παραμυθιού που έμεινε όπως το άφησες, για να θυμίζει ότι κάποτε χωρούσες μέσα σε αυτό.