Σχεδόν έναν χρόνο πριν καθόμουν στην μπάρα του Σανταρόζα και κοιτούσα στα μάτια ένα εξαιρετικά όμορφο παιδί, λίγο πιο ψηλό από εμένα. Έναν άνθρωπο από αυτούς που κάνουν όλα τα κεφάλια σε ένα μπαρ να γυρνούν προς το μέρος του. Έναν χρόνο πριν ήμουν ερωτευμένος, με το τρέμουλο στην καρδιά και όλα. Έναν χρόνο μετά επιστρέφω για να επεξεργαστώ αυτή την ιδιότυπη συνθήκη, όπου ο ένας κρατά την ομορφιά στα χέρια, σαν όπλο ή ασπίδα- κι ο άλλος βρίσκεται στη θέση της παράκλησης.
Το κάνω αυτό μάλλον γιατί δεν είμαι πια. Το κάνω ως γνήσιο θύμα της ομορφιάς, όπως με αποκαλούσε τότε μια φίλη, προσπαθώντας να βρω τι πήγε λάθος. Το κάνω γιατί δεν νιώθω αρκετά όμορφος. Κι αυτός ο κόσμος στον οποίο ζούμε χωρίζεται –όσο τον γνωρίζω– ανελέητα στα δύο: οι όμορφοι και οι άσχημοι, οι νέοι και οι γέροι, οι υγιείς και οι άρρωστοι. Και όλο με ζορίζουν να πάρω θέση. Το κάνω γιατί, ακολουθώντας τα λόγια της Virginie Despentes, κάποιος πρέπει επιτέλους να γράψει και από τη μεριά των άσχημων για τους άσχημους. Γιατί τα στρατόπεδα είναι πλασματικά, και εχθροί δεν υπάρχουν. Ή γιατί βαρέθηκα να τα πιστεύω και να ακροβατώ πάνω σε στέγες αμφιβολίας και ανασφάλειας. Το κάνω για όλες τις γκρίζες ζώνες, για τα παιδιά που νιώθουν άσχημα, που επιθυμούν περισσότερο και συχνότερα απ’ όσο τα επιθυμούν, για τα παιδιά που όλοι βλέπουν ως πανέμορφα κι εκείνα νιώθουν κακάσχημα, που μια μέρα ξυπνάνε έτσι και μια μέρα αλλιώς. Ή, όπως γράφει η Μαρία Μήτσορα, στην αρχή του Ο ήλιος δύω, «για όσους έζησαν με την έλλειψη», που θα πει, για όλους τους ανθρώπους.
Κι αυτό το τεύxος λειτούργησε στο μυαλό μου λιγάκι ως το έργο της Sophie Calle, Take care of yourself. Μάζεψα, κάλεσα, κυνήγησα ανθρώπους που αγαπώ ή που μόλις γνώρισα, και τους είπα: παρηγορήστε με. Παρηγορήστε μας. Πιάνουμε ένα θέμα, ευρύ και κοινότοπο. Αλλά τα κίνητρά μας είναι καθαρά εγωιστικά. Μια εντελώς δική μας ανάγκη καλύπτουμε. Δεν σκιαγραφούμε κανέναν νέο κόσμο, δεν μιλάμε για μέλλον, αισιοδοξίες αλλά ούτε και για καταθλίψεις – κι ας είμαστε σχεδόν όλοι μας νέοι και με μια ροπή προς τη μελαγχολία. Αν κάποιος σας πει πως ήρθαμε για να φέρουμε το νέο, πείτε του «αρχίδια». Σας φέρνουμε μια δική μας φλούδα που θα θέλαμε να είναι όσο πιο ειλικρινής και αστεία γίνεται. Δουλέψαμε με μια παιδική αθωότητα, ακροβατώντας σε μια αφιλτράριστη γλώσσα – πολλά από όσα γράφονται κάποιοι θα φοβούνταν να τα τυπώσουν.
Καθετί όμορφο είναι τέλειο μονάχα για μια στιγμή, και τη στιγμή αυτήν τη φτιάχνουμε εμείς, μαζί του. Γιατί, τελικά, περισσότερο από θύμα της ομορφιάς, είμαι θύμα της αγάπης.
Αλλά επιxειρούμε και κάτι άλλο, ίσως ακόμα πιο πολύτιμο, κι αυτό είναι να φέρουμε κοντά τις διαφορετικές φυλές αυτής της πόλης στο τώρα. Να πούμε, έλα, πλησίασε, δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί τελικά, από το μπαλκόνι της Κimi στο Περιστέρι ως το πάτωμα της Gia στα Εξάρχεια. Έλα να παίξουμε λίγο, τώρα που ο πλανήτης μας ακόμη υπάρχει. Όσο ακόμη έχουμε χαρτζιλίκι. Όσο η δουλειά, το σύμπαν, το νέφος, ο σατανάς, δεν μας έχουν καταβάλει σαν υψηλός πυρετός. Να πούμε πως πέρα μακριά από τα υστερικά και τελικά άνυδρα χωράφια του TikΤok υπάρχουν κι άλλες ζωές που απλώνονται και ξοδεύονται. Αλλά για να γίνουν όλα αυτά έπρεπε πρώτα να συναντηθούμε στον πραγματικό κόσμο κι αυτό το τεύχος ήταν η πονηρή αφορμή μου.
![843](/sites/default/files/inline-images/843_COVER_600px.jpg)
Κάπως έτσι έφτασα ως το γραφείο του κύριου Στάθη, ζητώντας του να με αφήσει να παίξω μαζί με φίλους μου, φτιάχνοντας ένα πειραγμένο τεύχος της LiFO γύρω από την ομορφιά και την ασχήμια. Γιατί όσο και να το παίζουμε κουλ, όσο και να καυλώνουμε με τις ευρυζωνικές ταχύτητες στις οποίες τρέχει η ζωή μας σε ψηφιακά και μη δίκτυα, έχουμε ανάγκη να συναντιόμαστε κάπου και το ναρκισσιστικό σύννεφο του ενός να συναντήσει αυτό κάποιου άλλου και να γίνουν ένα – για λίγο. Γιατί αν το ομορφότερο παιδί που γνώρισα ποτέ μού έμαθε κάτι, είναι αυτό, πως ο μεγαλύτερός μου φόβος φαίνεται ότι είναι η μοναξιά. Και η ομορφιά μας πάνω σε αυτά τα βράχια συντρίβεται διαρκώς.
Κλείνω αυτό το κείμενο λίγο μετά τα 24α γενέθλιά μου, και δεν έχω τίποτα το επείγον ή το απολογιστικό να σας πω. Έχω βάλει τα σεντόνια μου για πλύσιμο και κάθομαι γυμνός πάνω στο στρώμα. Ξέθαψα κι ένα πλαστικό σακουλάκι με μια γόπα. Διαβάζω ξανά όλα τα κείμενα του τεύχους προτού τα στείλω οριστικά, και τα λόγια των φίλων μου σαν να με χτυπάνε ελαφρά στην πλάτη ή να με γραπώνουν κάθε φορά που το μυαλό μου πάει να κυλήσει προς τα ρηχά, φτωχά του ένστικτα. Ένα ελαφρύ κούνημα του τιμονιού μου, αρκετό για να με ξυπνήσει. Γιατί, όπως μου λέει και η φίλη μου η Α., «κοπελιά, εγώ ήμουν πάντα άσχημη, αλλά το παιχνίδι δεν παιζότανε ποτέ εκεί».
Και ώσπου να τελειώσω την ανάγνωση μου φαίνονται πλέον όλοι τους πανέμορφοι, όλοι όσοι συμμετείχαν σε αυτό το τεύχος που κρατάτε τα χέρια σας, όλοι όσοι έγραψαν ή φωτογραφήθηκαν. Σε μένα, το πρώτο θύμα της ρηχής ομορφιάς. Και είμαι τώρα ερωτευμένος με τον καθένα από αυτούς για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Γιατί, αν τραβήξεις λίγο την κουρτίνα, είναι το πλησίασμα, η εστίασή μας σε ένα σημείο, αυτά που μας αποκαλύπτουν την ομορφιά του άλλου. Γιατί καθετί όμορφο είναι τέλειο μονάχα για μια στιγμή, και τη στιγμή αυτήν τη φτιάχνουμε εμείς, μαζί του. Γιατί, τελικά, περισσότερο από θύμα της ομορφιάς, είμαι θύμα της αγάπης.
Κι όταν αυτό το τεύxος τελικά βγει και το διαβάσετε με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια, έντρομοι και αποκαρδιωμένοι για τον κόσμο που απλώνεται μπροστά μας, ας νιώσει ωραίος όποιος δεν ένιωσε ποτέ.
— Ίωνας Καλλιμάνης