Στα έργα του Κώστα Πανιάρα, το χρώμα συνδυάζει τα βασικά στοιχεία της γλυπτικής και της ζωγραφικής του και συντελεί στη δημιουργία των συνθέσεών του. Στην γκαλερί The Breeder, που από τις 13 Μαρτίου έως τις 12 Απριλίου παρουσιάζει την έκθεση «Day and Night, Then Day Again», τα εντυπωσιακά τελάρα με τις βινύλ πτυχωτές επιφάνειες δεν μπορεί να αφήσουν κανέναν θεατή ασυγκίνητο.
Ο Πανιάρας, που στα πενήντα χρόνια της καλλιτεχνικής του διαδρομής ανέπτυξε ένα εντυπωσιακά πολυδιάστατο έργο, το οποίο αμφισβήτησε τα όρια των καλλιτεχνικών μέσων, με αυτήν τη σειρά έσπασε την παραδοσιακή επίπεδη επιφάνεια ενός καμβά, προσθέτοντας ανάγλυφη, κυματιστή υφή, ερεθιστική όχι μόνο για την όραση αλλά και για την αφή. Ποιος δεν θα ήθελε να αγγίξει αυτά τα κύματα του υλικού που υποκαθιστά το χρώμα και δημιουργεί την αίσθηση ενός δυναμικού γλυπτού, ταυτόχρονα με ένα ταξίδι στον κόσμο του χρώματος και του φωτός που εκπέμπουν οι γυαλιστερές υφές;
Αψηφώντας τις παραδοσιακές μεθόδους ζωγραφικής, ο Πανιάρας πειραματίστηκε με βιομηχανικά υλικά, χρησιμοποιώντας φύλλα βινυλίου που δίπλωνε προσεκτικά για να δημιουργήσει δυναμικές εντάσεις. Η προσέγγισή του υπήρξε ταυτόχρονα ριζοσπαστική και ποιητική, ενσαρκώνοντας μια μινιμαλιστική διάθεση που ανέδειξε τις δυνατότητες της αφαίρεσης.
«Μεταχειρίζομαι την τέχνη μου για να μαντέψω νέες εικόνες… Έτσι κι αλλιώς το έργο τέχνης φεύγοντας από τα χέρια του δημιουργού του αρχίζει μια ανεξάρτητη πορεία, κάθε φορά ανάλογη με την ανάγκη και την αισθητική άποψη εκείνου που το βλέπει και το ζει»
Η σειρά «Ημέρα και Νύχτα» ξεδιπλώνεται σαν ένα χρωματικό ταξίδι, όπου οι αποχρώσεις εξελίσσονται σταδιακά −από το σκοτάδι στο φως, από το θερμό στο ψυχρό−, συχνά διακοπτόμενες από λαμπερά χρυσά και ασημένια στοιχεία. Αυτό το παιχνίδι του φωτός αντανακλά το πέρασμα του χρόνου και τον συνεχή ρυθμό της ημέρας που χάνεται στη νύχτα. Μέσα από τη σχολαστική διαδικασία της πτύχωσης των υλικών του, ο Πανιάρας μετέτρεψε τις προσωπικές του παρατηρήσεις για τα φυσικά φαινόμενα και το τοπίο σε μια υποβλητική οπτική γλώσσα.

Η έκθεση με αυτά τα εμβληματικά έργα επαναφέρει στο προσκήνιο μια καθοριστική στιγμή της πορείας του αλλά και της ζωής του στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η σύντροφος της ζωής του, Μέτα Πανιάρα, μας ξεναγεί στον κόσμο αυτών των έργων που κινητοποιούν με την πλαστικότητά τους όχι μόνο την όραση αλλά και την αφή, προκειμένου να τα κατανοήσουμε, και μας φιλοδωρεί με τις ιστορίες που συνδέονται με τη δημιουργία τους. Η ίδια, ιδιοκτήτρια της πρώτης γκαλερί εκτός κέντρου, της Αίθουσας Τέχνης Ψυχικού, εργαζόταν εθελοντικά και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας όταν ήρθε σε επαφή, μέσω της Νίκης Γουλανδρή, με τον Αλέξανδρο Ιόλα. Ήταν αυτός που τη βοήθησε να παρουσιάσει στην γκαλερί της εκθέσεις των Άντι Γουόρχολ, Ρομπέρτο Μάτα και Νίκι ντε Σεν Φαλ πριν από το 1983.
Στη διάρκεια της συνεργασίας τους, σε ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη μαζί του, είδε στο σπίτι ενός συλλέκτη ένα έργο του Πανιάρα με βινύλ και εντυπωσιάστηκε. «Ο Ιόλας μου είπε ότι είναι του Κώστα Πανιάρα και καθώς ήταν άνθρωπος που διψούσε να μαθαίνει στους άλλους, μου τον σύστησε σε μια βραδιά φίλων στο σπίτι του το 1983» λέει. Έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη ιστορία αγάπης που διήρκεσε 25 χρόνια, μέχρι τον θάνατο του Πανιάρα το 2014.
Ο Ιόλας είχε δείξει Πανιάρα από το 1961 στην γκαλερί Alexander Iolas στη Νέα Υόρκη, σε μια ατομική έκθεση στην οποία πουλήθηκαν τα περισσότερα από τα έργα του τη βραδιά που άνοιξε. Εκτός από τις διθυραμβικές κριτικές στη «New York Herald Tribune» και στους «New York Times», το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη απέκτησε δύο από αυτά. Η έκθεση αυτή ήταν η αρχή μιας 25χρονης συνεργασίας με τις γκαλερί του Iolas στη Νέα Υόρκη και με τις ευρωπαϊκές γκαλερί, με τον καλλιτέχνη να συμμετέχει στην Μπιενάλε του Παρισιού το 1961 και στην Μπιενάλε του Τόκιο το 1964, καθώς και στις Εκθέσεις Τέχνης του 1962 και του 1966 στην Αμερική, και σε πολλές άλλες διεθνείς ομαδικές εκθέσεις. Δυο δεκαετίες αργότερα, το 1982, ο Ιόλας εκθέτει έργα από τη σειρά του Πανιάρα «Μέρα και Νύχτα» στην Galerie Samy Kinge στο Παρίσι, με την έκθεση να γίνεται sold-out πριν από τα εγκαίνια, χάρη στον διεθνή συλλέκτη Τζέιμς Κένεντι. Έναν χρόνο αργότερα τα έργα του Πανιάρα παρουσιάζονται στη νέα γκαλερί Iolas-Jackson στη Νέα Υόρκη. «Ο Ιόλας τα έδειξε στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, αλλά δεν τα έδειξε ποτέ εδώ», λέει η κ. Πανιάρα. «Αν και είχε μεγάλη επιτυχία αυτή η σειρά έργων, ο Κώστας έλεγε “δεν μου αρέσει που έχουν τόση επιτυχία”, δεν ήθελε να επαναπαυθεί, έτσι αυτή η σειρά κράτησε μέχρι το 1986 περίπου. Τα σταμάτησε γιατί, όπως έλεγε, “δεν ήθελα να είμαι εμπορικός”. Τέσσερα από αυτά, λευκά, υπήρχαν στην κρεβατοκάμαρα του Ιόλα και μπροστά από αυτά είχε τα αρχαία γλυπτά του, ενώ στον ίδιο χώρο υπήρχε και το κρεβάτι του από τον Μάτα και η λάμπα του Νταλί».


Όταν τη ρωτώ αν είχαν συζητήσει ποτέ για την ιδέα του, μου επισημαίνει ότι ο δραστήριος μέχρι το τέλος Πανιάρας ήταν ένας καλλιτέχνης λιγόλογος σε ό,τι αφορούσε την τέχνη του, πολύ αφοσιωμένος σε αυτή, που έφτιαχνε τα πάντα μόνος του, από τα τελάρα μέχρι τα χρώματα, που δούλευε χωρίς βοηθούς τα υλικά του, ενώ κλεινόταν με τις ώρες στο εργαστήριό του ακούγοντας όπερα, που λάτρευε, στη διαπασών. Δεν ήθελε να μπαίνει κανένας στο εργαστήριό του, ζούσε μια μοναχική διαδικασία δημιουργίας. Έλεγε «έτσι έρχονται οι ιδέες, ξαφνικά» και η κ. Πανιάρα θυμάται να ψάχνουν για τα υλικά του, τα βινύλια που χρησιμοποιούσε σαν χρώμα, στις αποθήκες με τα υφάσματα στο κέντρο της Αθήνας.
Ο Κώστας Πανιάρας, που γεννήθηκε στο Κιάτο το 1934, μπήκε στη Νομική και πήγαινε στο βιβλιοπωλείο του Κάουφμαν, στο πατάρι, για να ξεφυλλίσει τα ακριβά τότε βιβλία τέχνης. «Όταν είπε στον πατέρα του ότι ήθελε να αφήσει τις σπουδές του στη Νομική και να γίνει ζωγράφος, εκείνος έσπασε την πόρτα», λέει η κ. Πανιάρα. «Ευτυχώς μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών και ο Μόραλης, που ήταν δάσκαλός του, είπε στον πατέρα του “έχει ταλέντο, άσ’ τον”. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Πανιάρας τον λάτρευε. Ο Μόραλης είπε στη συνέχεια στον πατέρα του “Έχεις χρήματα; Στείλε τον στο Παρίσι”. Έτσι έφυγε ο Κώστας και έμεινε εκεί για είκοσι χρόνια, εκεί γνώρισε και τον Ιόλα, που του τον σύστησε ο φίλος του, Κώστας Γαβράς. Πήγε ο Ιόλας στο σπίτι του τότε και αγόρασε ένα μικρό έργο για 100 δολάρια, που ήταν για τον Πανιάρα σαν να κέρδιζε θησαυρό. Όταν πήγε να τυλίξει το έργο, του είπε ο Ιόλας “τα έργα θέλω να τα πιάνω, δεν θέλω να είναι τυλιγμένα”».



Σαράντα χρόνια μετά τη δημιουργία τους, η The Breeder επανασυστήνει στο κοινό μια ιστορική σειρά έργων, επισημαίνοντας τη διαχρονικότητά τους αλλά και καλώντας μας να ανακαλύψουμε εκ νέου έναν δημιουργό που οραματιζόταν την τέχνη ως έναν ανοιχτό διάλογο και έλεγε: «Μεταχειρίζομαι την τέχνη μου για να μαντέψω νέες εικόνες… Έτσι κι αλλιώς το έργο τέχνης φεύγοντας από τα χέρια του δημιουργού του αρχίζει μια ανεξάρτητη πορεία, κάθε φορά ανάλογη με την ανάγκη και την αισθητική άποψη εκείνου που το βλέπει και το ζει».
Τα έργα της έκθεσης «Day and Night, Then Day Again» φανερώνουν τη δύναμη του οράματος του Πανιάρα, που ξεπροβάλλει μέσα από την ισορροπία ευαισθησίας, έντασης και αφαίρεσης, επιτρέποντάς μας να ανακαλύψουμε την παρακαταθήκη του ως ενός Έλληνα καλλιτέχνη με σημαντική διεθνή παρουσία. Μέσα από την ύλη καλούμαστε να φανταστούμε μια συναισθηματική και υπαρξιακή εξερεύνηση του χρόνου, της μνήμης και της μεταμόρφωσης, μέσα από μια δυναμική και σήμερα καλλιτεχνική φωνή και αφήγηση.







