Διαβάσαμε το βιβλίο που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Στο "Τοστ ζαμπόν" ο Μπουκόφσκι ανοίγει την καρδιά του.
Ο μεγάλος συγγραφέας καταγράφει την παιδική και εφηβική του ηλικία, που σημαδεύτηκε από την προκατάληψη των Αμερικανών για τη γερμανική καταγωγή του, από τον βίαιο πατέρα του, από την οδύνη που του προκαλούσε η παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του από την ανεξέλεγκτη ακμή.
Η μετάφραση είναι του Γιώργου- Ικαρου Μπαμπασάκη. Είναι κοφτή, άμεση, απλή, κάνει τον αναγνώστη συνεπιβάτη σε όλο αυτό το άγριο ταξίδι ενηλικίωσης.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου είναι ότι ενώ μοιάζει απολύτως αληθινό δεν ξέρεις ποτέ τί είναι βιογραφικό και τί ανήκει στην σφαίρα της μυθοπλασίας.
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι μιλά στο "Τοστ ζαμπόν" για όλα.
Τα πρώτα ερωτικά αγγίγματα, περιπέτειες –που σήμερα θα ονομάζαμε bulling- με συμμαθητές στο σχολείο, η ανακάλυψη της σεξουαλικής πράξης στην τετάρτη τάξη. Φίλους δεν είχε, το σχολείο δεν το ήθελε, το πρόσωπό του ήταν κουρελιασμένο.
Οι γονείς λαχταρούσαν να είναι πλούσιοι, συχνά τον ξεχνούσαν αφοσιωμένοι στους καυγάδες τους και κάθε Τετάρτη πήγαιναν σινεμά.
Ο πατέρας του έκανε ανόητο χιούμορ για τους Κινέζους. Έδιωχνε πάντα τα παιδιά της γειτονιάς από το σπίτι. Πάντα κοπανούσε την πόρτα, βάδιζε και μιλούσα δυνατά. Η λουρίδα ήταν το αγαπημένο του αξεσουάρ.
Η μητέρα ήταν διακοσμητική. Για την ακρίβεια ήταν η φωνή που νομιμοποιούσε τις βαρβαρότητες του πατέρα. «Καλά θα κάνουν να σε ακούν άντρα μου», έλεγε όταν ο μικρός μελάνιαζε από το ξύλο.
"Ήταν ένας ξένος ο πατέρας μου. Κι η μάνα μου μια ανύπαρκτη. Ήμουν καταραμένος. Όποτε κοίταζα τον πατέρα μου δεν έβλεπα παρά αναξιοπρεπή βαρεμάρα... Αιώνες ολόκληροι χωριάτικου αίματος και χωριάτικης νουθεσίας", γράφει.
Τα οικογενειακά τραπέζια μετατρέπονταν εύκολα σε εφιάλτη: «Έτρωγα λες κι έτρωγα τους γονείς μου, ναι αυτούς έτρωγα λες κι έτρωγα όσα πίστευαν, λες κι έτρωγα όσα ήταν. Δεν τους μασούσα απλώς τους κατάπινα αμάσητους για να τους ξεφορτωθώ».
Συγχρόνως είχε ένα ακόμα τέρας να αναμετρηθεί: την ασύλληπτη ακμή. Την πολεμούσε με τους πιο παράδοξους κι επώδυνους τρόπους. Περνούσε ώρες στις ιατρικές καρέκλες, υπέμενε τις καυτές βελόνες και τις υπεριώδεις ακτίνες, κυκλοφορούσε μπανταρισμένος με γάζες, άντεχε στον διασυρμό.
"Μου έβαλες μια υπέρτατη δοκιμασία μέσα από τους γονείς μου και τούτα τα κωλόσπυρα", αναφέρει στο βιβλίο. Και μέσα σε όλα υπήρχε και η γιαγιά του που έδινε την θρησκευτική διάσταση του πράγματος: "Θεέ μου διώξε τον διάβολο από το σώμα τούτου του άμοιρου παιδιού".
Είναι φανερό πως η σχέση του συγγραφέα με τον πατέρα του υπήρξε το μεγάλο αγκάθι της ζωής του. Γι' αυτό και το "Τοστ Ζαμπόν" ξεκινά με την εξής αφιέρωση: "Σε όλους τους πατεράδες".
Ας λειτουργήσει αυτό το βιβλίο ως παράδειγμα αποφυγής...