Aπό τον Νίκο Κουλούσιο
Μια από τις τελευταίες τηλεοπτικές σκανταλιές της Μαλβίνας ήταν και οι εκπομπές μαγειρικής. Θυμάμαι σε μερικές είχε και τα παιδιά της στο πλάνο της κουζίνας ενώ μαγείρευε, τους πείραζε και πέφταν γέλια. Το γιατί και το πως δεν με ενδιεφεραν πλέον, είχα σταματήσει να την ερμηνεύω και απλώς την απολάμβανα. Ρουφούσα κάθε της ατάκα, έστω κι αν αυτή είχε να κάνει με μπεσαμέλ και σος ταρτάρ.
Με πόση άνεση πετούσε μπροστά στο φακό, όπου κι αν βρισκόταν, ακόμα κι ανάμεσα σε ζαρζαβατικά και αυγολέμονα. Κάποτε διάβασα πως καλούσε στο σπίτι της φίλους της και τους μαγείρευε, την έβρισκε με αυτό. Πόσες φορές δεν ζήλεψα τους φίλους αυτούς που είχαν την τύχη να φάνε από τα χεράκια της νοστιμιές και μαθήματα ζωής.
Όταν έμαθα για το θάνατό της, από μήνυμα στο κινητό μου, ήμουν στην Ολλανδία και χτυπιόμουν που δεν θα μπορούσα να παω να αφήσω έστω ένα λουλούδι. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουν τόσο μακριά, αλλά την ένιωθα τόσο κοντά μου, η αμηχανία με είχε ριμάξει.
Τελικά το είδα αλλιώς. Έκλαψα λίγο. Και μετά κατάλαβα το πόσο τυχερός ήμουν που έζησα την εποχή που η Μαλβίνα μεσουρανούσε. Την έζησα «από κοντά», άλλοτε κολλημένος στην TV για τις εκπομπές της (είχα σκυλιάσει στην αρχή που δεν πιάναμε SEVEN X στη Θεσσαλονίκη), κι άλλοτε υπερασπιζόμενος την απέναντι στους πασόκους γονείς μου που έβρισκαν τότε ότι ήταν too much η κριτική της για τον καθηγητάκο της συμφοράς. (Το ίδιο κάνουν τώρα και με το Λαζόπουλο).
Αμεσότητα, ντομπροσύνη, ειλικρινεια που καρφώνει και σταράτες κουβέντες. Και πολύ συμπόνοια. αυτά μου μάθε. Και λίγα καλιαρντά ακόμα.
Η Μαλβίνα αποτελεί ακόμα για μένα πυξίδα, μαζί με μερικούς ακόμη εκλεκτούς «φίλους» που με βοηθούν να προσανατολιστώ ως προς το τι σημαίνει τελικά ζωή, πως την διεκδικείς και πως την πίνεις μονορούφι ζώντας πληθωρικά το τώρα – αψηφώντας το αύριο και κόβοντας το χθες.
Αμεσότητα, ντομπροσύνη, ειλικρινεια που καρφώνει και σταράτες κουβέντες. Και πολύ συμπόνοια. αυτά μου μάθε. Και λίγα καλιαρντά ακόμα.
Όταν πέρασε το πρώτο σοκ του θανάτου της, ήθελα να βάλω κάτι στο σπίτι που να μου την θυμίζει κάθε μέρα. Να μου φτιάχνει τη διάθεση. Να βλέπω το χαμόγελο της και να κρύβω πίσω του τις σκοτούρες και τις έννοιες της μικρης ζωής μου. Κι έτσι έπεσα πάνω στα Μαλβινέζικα. Αυτό είναι!, σκέφτηκα. Το έστησα διπλα στην κουζίνα κι από τότε δεν έχει κουνηθεί απο ‘κει. Έιναι το εικονοστάσι μου - πως άλλοι βάζουν παναγίτσες και αγίους; Εγώ σε αγίους δεν πολυπιστεύω. Πιστεύω στη δύναμη των λέξεων, της εικόνας, του ακαταμάχητου λόγου, της πένας που δεν χαρίζεται σε κανέναν αφεντικό, της ελευθερης και καθαρής σκέψης και της αγάπης που μόνο αυτη μένει.
Εικόνισμα μου μοναδικό λοιπόν η Μαλβίνα με το τεράστιο χαμόγελο να κρατά ένα ακόμη πιο τεράστιο λάχανο στα δυο της χέρια. Δεν έχει φύγει από κεινο το σημείο τα τελευταια χρόνια, έχει λαδωθεί λιγάκι από πιτσιλιές και λεκέδες, δεν το χω χρησιμοποιήσει δεόντως, αλλά και τι μ’ αυτό;
Μερικοί από τους πιο κουλ τίτλους των Μαλβινέζικων πιάτων, τα οποία είναι όλα δικές της παραλλαγές από γνώστα εδέσματα, περιείχαν και σχόλια για την πολιτική επικαιρότητα.
- Πιπεριές Σίσυ
- Ζαρκάδι Άντερσεν
- Η κορμάρα με τα πέπλα
- Το παράπονο του γαϊδάρου στον κόμβο βιοκαρπέτ
- Η λαχτάρα του τρακτεριτζή
- Σαλάτα «Κατά που στράφτει»
- Πατάτες TV dinner
- Μπριζόλες Λούκυ Λουκ
- Η χαρά του Μίλτου
- Φρικασέ Μαϊμού
- Η λαχτάρα του Τζουμάκα
- Σαλάτα «Όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε»
Η ίδια σημειώνει στον πρόλογο του τσελεμεντέ της, απευθυνόμενη στον εαυτό της: «Κούκλα μου, είπα, δεν φτιάχνεις στιλ Ντεκό, αν δεν έχει προηγηθεί το Νουβό. Η μαγειρική, όπως και η ιστορία του επίπλου, πατάει πάντα πάνω στη γνώση της παράδοσης. Εμπέδωσε πρώτα την παράδοση και μετά σπάσε τις φόρμες. Έτσι με τα χρόνια, προέκυψαν τα Μαλβινέζικα.»
σχόλια