O Κωνσταντίνος Τζούμας μιλά για την ατσούμπαλη χαρά της ελληναρίας, το μεταπολιτευτικό ξεσάλωμα ηδονισμού, την οργασμική ιδεολογία της καταστροφής και τους μυαλοπώληδες που θα μας «σώσουν». Εξυπακούεται βέβαια ότι αυτές δεν είναι οι μόνες απόψεις του. Έχει κι άλλες. Παρατίθενται αποσπάσματα από τα βιβλία του «Ως εκ θαύματος», «Complete unknown» και «Πανωλεθρίαμβος» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
«Αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα κι έρχομαι». («Ως εκ θαύματος»)
— Τι είναι επαναστατικό σήμερα για εσάς;
Να κάνεις όσο μπορείς καλύτερα αυτό που κάνεις παρέα με άλλους, με όνειρα και χωρίς μυστικά.
— Πιστεύετε πως η λέξη «επανάσταση» έχει αδειάσει απ' το νόημά της;
Δεν την πήγα ποτέ μου αυτήν τη λέξη. Αν και την προσωπική μου επανάσταση την έκανα εκεί γύρω στα δεκαπέντε μου. Τότε που μου έλαχε να μείνω μόνος και να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου και στα πόδια μου, χωρίς να το κάνω θέμα. Δεν ξέρω ποια επανάσταση έχεις κατά νου. Δεν τη βρίσκω με εμφυλιακό μίσος, αφόρητη βεβαιότητα, βία, αίμα, υπερτροφικό εγώ και άμυαλους εξεγερμένους. Εξυπακούεται ότι αυτές δεν είναι οι μόνες απόψεις μου. Έχω κι άλλες.
«Κάποιοι διαστρεβλώνουν και παραμορφώνουν την πραγματικότητα και την παρουσιάζουν όπως τους συμφέρει και ζουν κιόλας πλουσιοπάροχα απ΄αυτήν την παραχάραξη... κάνουν περιουσίες, στρογγυλοκάθονται σε πόστα και στο πρόσωπό τους [...] έχει αράξει το χαμόγελο του επιτυχημένου κτήνους...». («Ως εκ θαύματος»)
— Θυμίζει περιγραφή της λέξης «ΚΔΟΑ», που χρησιμοποιείτε συχνά...
«ΚΔΟΑ» σημαίνει κτηνώδης δύναμη-ογκώδης άγνοια. Είναι ένας συνδυασμός αχτύπητος, όπως ακριβώς κι η βλακεία.
— Πώς θα περιγράφατε την σημερινή πραγματικότητα;
Χαοτική. Η εκδίκηση της αγαρμποσύνης σ’ όλη της την κουρελαρία. Το άγνωστο μας έχει περικυκλώσει αλλά έχουμε μάθει να χορεύουμε με το χάος...Δε μας τρομάζει.
«Αυτός ο κόσμος των μεγάλων...γεμάτος αδιαμφισβήτητη πείρα, αναντίρρητα πρέπει και απαγορευτικά μη. Πολύ χριστιανοπατριωτικά μας το παίζουν οι μεγάλοι, μας θέλουνε σαν στρατιωτάκια και μεις όλο να τους ξεγλιστράμε και να τους παραπλανούμε, να κρύβουμε τα αισθήματά μας, [...] να προσποιούμαστε τους αδιάφορους γιατί μας περικυκλώνουν βαριοί λεβεντομαλάκες, συγκαμένοι χριστιανοί και δυσκοίλιοι πατριώτες. Ασφυκτιούμε από πένθιμη βαρυγκωμιά, βουρκωμένα μάτια, άσχετη αντρειοσύνη...». («Ως εκ θαύματος»)
— Διανύουμε μια περίοδο πένθους όπου πενθούμε τη ζωή που χάσαμε ή ακόμη κι αυτήν που δεν προλάβαμε καν να ζήσουμε;
Και τα δύο. Εξαρτάται από την ηλικία και το χάρισμα μαζί με το μαστίγιό του, να κάνεις, δηλαδή, τον χαμένο χρόνο ξανακερδισμένο.
«How does it feel/ to be on your own/ with no direction home/ like a complete unknown/ like a rolling stone?». (Προμετωπίδα στο «Complete unknown».)
[…]
«Εδώ επιβιώνεις χωρίς να το κάνεις θέμα. Οι ιδιαιτερότητές σου δε διαφέρουν και πολύ από των άλλων. Αποκτάς το δικαίωμα στην αδιαφορία επιτέλους. Κι αυτή η ανωνυμία, τόσο ερωτική, να παίζεις όποιο ρόλο επιθυμείς, όπως στις μεταμορφώσεις της ελληνικής μυθολογίας...Τι δώρο! Να είσαι εντελώς άγνωστος. Ή για να γίνω κατανοητός, acompleteunknown...». («Complete unknown»)
— Λοιπόν, κύριε Τζούμα, how does it feel?
Η ανωνυμία είναι πιο συναρπαστική απ΄την επωνυμία και πιο ερωτική. It feels fine, αν έχεις παραμείνει ζωντανός...
— Οι περισσότεροι όχι μόνο δεν επιθυμούν την ανωνυμία αλλά δημοσιεύουν στο διαδίκτυο δεκάδες πληροφορίες για την καθημερινότητά τους...
Προφανώς, ο ναρκισσισμός έχει χτυπήσει κόκκινο και η ιδεολογία της καταστροφής χαρίζει οργασμό. Άσε που πρωταγωνιστείς στα δελτία ειδήσεων της πινακοθήκης των ηλιθίων.
«Οι μητροπόλεις έχουν αυτή τη δυνατότητα. Είναι υπεραγορές ονείρων. Δεν υπάρχουν εποχικά φρούτα, και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Βέβαια υστερούν σε γεύση. Αλλά μπρος στα κάλλη της εικόνας και στην ηδονιστική χαύνωση της φαντασίωσης που υλοποιείται, τι είναι ο πόνος για την απώλεια της γεύσης; Σημασία έχει ότι την στιγμή που γουστάρεις κάτι πάρα πολύ, μπορείς να το έχεις, έτοιμο, χωρίς κόπο. Αν μάλιστα ανήκεις στην κατηγορία των φυγόπονων ανθρώπων, κοινώς παυσίπονων, όπως εγώ, τότε σου 'ρχεται γάντι». («Complete unknown»)
— Πού πηγαίνει η επιθυμία μόλις εκπληρώνεται;
Στο χώρο του «δώρον άδωρον».
— Τι χάνει ο άνθρωπος όταν απωλέσει την γεύση;
Χάνει τη ζωή την ίδια απ' αυτήν την συμφορά, δηλαδή, απ' το πολύ μυαλό, την τελειομανία...
«Βγαίνω στο δρόμο πανάλαφρος. Πάει κι αυτό. Κάθε φορά που εγκαταλείπω οτιδήποτε, αισθάνομαι σαν να 'χω πετάξει από πάνω μου κάτι βαρύ που δε μ' άφηνε να είμαι ο εαυτός μου». («Complete unknown»)
[...]
«...μια αίσθηση ματαιότητας μ' έχει παραλύσει και δε μπορώ ν' αντιδράσω...μ' αρέσει και λίγο που βουλιάζω κι εγώ στο κενό...Όλα αυτά τα χρόνια άκουγα για ζευγάρια που πλήττουν, που φτάνουν στο αδιέξοδο των σχέσεων, στην αποξένωση των ταινιών του Αντονιόνι...κάπως έτσι είναι λοιπόν;». («Complete unknown»)
— Αυτό είναι το τίμημα κάθε ανθρώπινης σχέσης; Να χάνεις κάτι απ' τον εαυτό σου;
Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις…Μιλάμε πάντοτε για παίκτες.
— Η ιστορία αδικεί τελικά εκείνους που εγκαταλείπουν;
Απλά, ο χαμένος τα παίρνει όλα. Είναι πιο ελκυστικός εξ ου και... πανωλεθρίαμβος.
— Ο ερωτικός πόνος προσφέρει ηδονή; Τι είναι περισσότερο ηδονικό; Να είσαι ο θύτης ή το θύμα;
Ναι, συχνά. Τον πιο ηδονικό…Εξαρτάται από την ψυχανωμαλία που διαθέτεις και την φάση που περνάς. Έτσι κι αλλιώς, είμαστε όλοι όλα. Δεν έχω παίξει όμως τέτοιους ρόλους. Βαριέμαι.
«Κάνω ότι είναι να κάνω, πάω όπου είναι να πάω ή με πάνε, συμμετέχω όσο γίνεται, αλλά δε με τραβάνε αυτά που βλέπω κι ακούω, αυτά που μου συμβαίνουν. Είμαι μέσα κι έξω απ΄τις φάσεις. Θα 'πρεπε να 'χα βρει έναν άλλο τρόπο να πλήττω, χωρίς πολλές απώλειες, να αδιαφορώ για τις πληροφορίες που ενώ δε με αφορούν, “ποτέ δεν ξέρεις”, μου λείπει μια πιο γενναία κουβέντα, μια αναμέτρηση, κάτι να καίει». («Complete unknown»)
— Με ποιούς τρόπους αντιμετωπίζετε την πλήξη;
Με τους κλασικούς. Την ασφάλεια των άγονων ερώτων, τον αγέλαστο κόσμο της πρωτοπορίας και τη μοναξιά των υπερατλαντικών πτήσεων.
— Γιατί καθημερινά γινόμαστε αποδέκτες τόσων πληροφοριών που, στην πραγματικότητα, δε μας αφορούν; Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε ενήμεροι για όλα;
Έλα ντε, γιατί; Μπορεί να ψάχνουν τον επόμενο μυαλοπώλη, που φυσικά, θα τον εκλάβουν ως σωτήρα.
«Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν,
αλλά δε γύρισαν σπίτι
γιατί δεν υπήρχε πια σπίτι». (Προμετωπίδα στο «Πανωλεθρίαμβος»)
— Τι απέγινε το σπίτι και δεν μπόρεσαν τα παιδιά να γυρίσουν;
Ε, το γκρέμισαν οι ίδιοι, οπότε…
«Φαίνεται πως η απελπισία είναι δημιουργική, γιατί ένα
βράδυ με την Ειρήνη συνθέτουμε ένα τραγουδάκι με μελωδία
και φωνητικά σε στυλ μπλουζ 50’s, που έμελλε να γίνει το
σουξέ της καλοκαιρινής μας περιοδείας:
Ουά-ουά-ουά-ουά-ουά-ουά...
(λυγμικά φωνητικά)
έ-εενα πεπόοονι
θέλω πολύ
ένα πεπόνι (ουά-ουά-ουά)
για να μη μείνω νηστικός
και ούτε μόνη (ουά-ουά-ουά)
ένα πεπόνι
θέλω πολύ
ένα πεπόνιιι (ουά-ουά-ουά)
κάτι να φάω
μη μου πέφτει
το παντελόονι (ουά-ουά-ουά)
ε-ε-ένα πεπόνι (ουά-ουά-ουά)». («Πανωλεθρίαμβος».)
— Αν η απελπισία δεν είναι δημιουργική, πού μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο;
Μπορεί να θολώσεις και ν’ αρχίσεις να βγαίνεις στους δρόμους κι όποιον πάρει ο χάρος…
— Είναι υποτιμημένη η ελαφρότητα;
Είναι αλλά who cares?
«-”Αυτό είναι κανιβαλισμός”, ρίχνει η Βίκυ φουμάροντας.
“-Πολιτιστικός...”
“-Καλέ, κανονικά, τι πολιτιστικός και πράσινα άλογα, α-
φού μου ήρθες φλιπαρισμένος απ’ όλο αυτό τον κανιβαλισμό
να νιώσεις τι θα πει χολή, μίσος, βία...”. («Πανωλεθρίαμβος»)
— Πώς θα περιγράφατε τον «πολιτιστικό κανιβαλισμό»;
Έχει να κάνει με την τρομοκρατία του καλού γούστου, την οραματική ηλιθιότητα περί πρωτοτυπίας και το γκροτέσκο χορό συγκαμένων φτωχοδιάβολων που είναι παραμυθιασμένοι ότι λειτουργούν με δημοκρατικές διαδικασίες.
«Ωραία περνάει η Αθήνα τη φάση της μεταπολίτευσης. Αφού πολιτικοκαπνιστήκαμε, τώρα ζούμε, είναι σαν να λέει. Φυσάει ένα θετικό αεράκι για να γίνουν πράγματα, να προχωρήσει το παιχνίδι, που ’χε λιμνάσει από τις χουντικές εκκενώσεις και κάτι αδιέξοδους ηρωισμούς, έχουν επιστρέψει πρόσωπα που εμπιστεύεσαι και γουστάρεις, κάτι γίνεται». («Πανωλεθρίαμβος»)
— Πώς θυμάστε εσείς την περίοδο της Μεταπολίτευσης, για τις συνέπειες της οποίας γίνεται σήμερα πολύς λόγος;
Επρόκειτο για ένα ξεσάλωμα ηδονισμού χωρίς σκέψη για τις συνέπειές του.
«Είμαι άραγε έρμαιο της εποχής μου; Έχω νιώσει τη μελαγχολία της αφθονίας και των εορταστικών αργιών, την αστρική μοναξιά των υπερατλαντικών πτήσεων, τη ζήλια για το πιάτο του διπλανού τραπεζιού στα εστιατόρια, τις ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες του shopping, την επιθυμία για σεξ στο ασανσέρ, στο αεροπλάνο, μέσα στη θάλασσα ή πάνω στην άμμο, με τους ερεθισμένους περαστικούς να απλώνουν χέρι για συμμετοχή... Τόσα πράγματα που είχαμε δει σε ταινίες, είχαμε διαβάσει σε μυθιστορήματα, είχαμε εικονοποιήσει από στίχους ροκ και τζαζ τραγουδιών, που κάποτε μας φαίνονταν μακρινά, εξωτικά και μυθικά και τώρα εδώ, γύρω μας, δίπλα μας, εντός μας...».(«Πανωλεθρίαμβος»)
— Υπάρχει μια κυρίαρχη αντίληψη σύμφωνα με την οποία, όλα τα παραπάνω οδήγησαν την «ελληναρία» στην σημερινή κρίση. Συμφωνείτε μ΄ αυτήν την άποψη;
Δεν έκανα ποτέ παρέα με την ελληναρία. Την απέφευγα.Για την ακρίβεια, την σνόμπαρα, την θεωρούσα μπανάλ. Σιχαίνομαι την άγρια, ατσούμπαλη χαρά.
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». («Τείχη», Κ.Π.Καβάφης, παραθέτει στίχους στο «Ως εκ θαύματος»)
— Πώς μπορεί κανείς να αρχίσει να σπάει τα Τείχη;
Δεν χρειάζεται να τα σπάσεις. Στήνεις τη δική σου κοινωνία δίπλα τους, με τη δική σου φυλή. Όσο κρατήσει η ουτοπία, καλά είναι. Τόσο όσο...
«κάθε μέρα επιθυμείς
να’ σαι μια μέρα ζωντανός
όχι βέβαια χωρίς να λυπάσαι
μια μέρα που γεννήθηκες». («Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες», Σ.Μπέκετ)
— Πώς πιστεύετε ότι θα σχολίαζε ο Μπέκετ την κατάσταση στην Ελλάδα, αν ζούσε;
Το κεφάλι ξεκόλλησε απ΄τον πολύ ευδαιμονισμό κι έκτοτε, αγνοείται η τύχη του. Αλλά επειδή απέτυχες, δεν είναι λόγος για να μην προσπαθήσεις ξανά. Πάλι και πάλι. Κάθε φορά. Να αποτύχεις καλύτερα.
σχόλια