«Λίγες οι πολύτεκνες οικογένειες σήμερα, όποιος αράδιασε από τρία παιδιά και πάνω είναι υποχρεωμένος, αλίμονό του, να βγει στην εκπομπή του Αυτιά», σαρκάζει στα βουβά ο 72χρονος Βαρδής Λιόδης, ένας από τους ήρωες του νέου μυθιστορήματος της Ιωάννας Καρυστιάνη, «Το φαράγγι», παραμονές μιας μάζωξης που την περίμενε πώς και τι. Αυτός ο κωτσονάτος φούρναρης απ’ τα Σφακιά, ο ριζωμένος στην Κρήτη, γόνος πολυπληθούς σογιού χωρίς φανταχτερές περγαμηνές κι επίσης πολύκαρπος, έχει οργανώσει στην εντέλεια μια εκδρομή για τους αδελφούς και τις αδελφές του – επτά οι Λιόδηδες κι όλοι εν ζωή. Διασκορπισμένοι σ’ Ελλάδα και Ιταλία, μπορεί κατά καιρούς να ψυχραίνονταν, αλλά οι γιορτές και τα μεγάλα ζόρια πάντα ενωμένους τους έβρισκαν. Εδώ και καιρό, από την κηδεία του πατέρα τους, είχαν δεσμευτεί να κατέβουν κι ένα φαράγγι παρέα, ν’ ανοίξουν ώριμοι τις καρδιές τους, αλλά κάτι γινόταν κι όλο το ανέβαλαν. Να όμως που τώρα, Μάιο του '14, ο Βαρδής, ο πρωτότοκος, τρέχει να τους υποδεχτεί.
Αντίστοιχα πολύτεκνοι υπήρξαν κι οι γονείς της Καρυστιάνη –«έκαναν εννιά παιδιά, εγώ είμαι η όγδοη, και σήμερα ζούμε τα επτά»- και μια ανάλογη υπόσχεση είχε δώσει κι εκείνη με τ’ αδέλφια της. «Όμως εμείς δεν την τηρήσαμε, έμεινε σαν ανέκδοτο. Κι επειδή ως ενοχική που είμαι το έφερα βαρέως, έγραψα μυθιστόρημα για να ...εξιλεωθώ». Στο «Φαράγγι» που μόλις κυκλοφόρησε από τον Καστανιώτη, σε πρώτο πλάνο δεσπόζει ένας συνδυασμός οικογενειακής ζεστασιάς και άσπιλης φύσης, κεντημένος από ιστορίες απλών ανθρώπων, όχι απαραίτητα απλές ή συνηθισμένες, όπως αποκαλύπτεται. Ο βενιαμίν των Λιόδηδων, για παράδειγμα, ο πάλαι ποτέ Τζέιμς Ντιν της οικογένειας, στα 52 του, δεν θυμίζει σε τίποτε τον ερωτιάρη κούκλο που όργωνε στα νιάτα του ωκεανούς. Κλειδαράς πια, αυτοεξόριστος στην Αλεξανδρούπολη επί δεκαετίες, έχει μεταλλαχθεί σ’ έναν μονόχνωτο, στυφό άντρα, αποφασισμένο να κρατήσει τον νταλκά του κρυφό. Μια από τις αδελφές του, επίσης, που μέχρι να χηρέψει ήταν έξω καρδιά και πάντα θετική, τώρα μαίνεται, απειλεί να γίνει Κουφοντίνας. Ενώ όμως φλέγεται να μοιραστεί το μυστικό της, ούτε αυτή ανοίγει το στόμα της.
Το «Φαράγγι» είναι μια επίσκεψη αστραπή σε μέρη οικεία: στον τόπο μου, τα Σφακιά, και στην οικογένεια, αυτήν την μινιατούρα κοινωνίας όπου σφυρηλατείται η πρωταρχική συλλογική μας ταυτότητα. Κι είναι η δική μου αντίδραση στο παραλυτικό κλίμα που ζούμε
Υπάρχει άφθονο σασπένς στο «Φαράγγι» κι ο θάνατος, πανταχού παρών, «διά της βίας απρόσκλητος όγδοος στη σύναξη», δεν αφήνει κανέναν να ησυχάσει. Υπάρχουν πολλά συγκλονιστικά που μαθαίνουμε στην πορεία και που στην εκδρομή μένουν ανείπωτα. «Σύμφωνοι», λέει η Καρυστιάνη, «το αναμενόμενο θα ήταν να μπουμπουνίσουν όλοι τον καημό τους και να ξεφορτώσουν ο ένας στον άλλον τα βάρη τους, αλλά δεν το θέλησα. Γιατί, σώνει και καλά, να γινόμαστε φύλλο και φτερό απέναντι στους δικούς μας ανθρώπους; Πολλές φορές, αυτή η υποχρέωση είναι εξουθενωτική. Τα όσα αποσιωπούνται, πάντως, δεν εξαφανίζονται». Όπως και να 'χει, δεν είναι μόνο το σασπένς που σε τραβάει στο βιβλίο. Η αντίθεση ανάμεσα στην επιβλητική ομορφιά του τοπίου και τις εσωτερικές φουρτούνες των ηρώων βγάζει σπίθες κι αυτό που σε γραπώνει κυρίως, όπως σε όλα τα έργα της Καρυστιάνη, είναι τα συναισθήματα που ξεχειλίζουν από τις σελίδες του. Τα πάθη των Λιόδηδων όπως ξετυλίγονται μέσα από αλλεπάλληλα πηγαινέλα στο χρόνο, λες και σε αφορούν προσωπικά. Κι η λαχτάρα τους να ξεσκαρτάρουν επιτέλους τα σημαντικά, τα τελείως απαραίτητα από τα ασήμαντα, γίνεται και για σένα επιτακτική.
Το «Φαράγγι» εκτυλίσσεται σε μια περίοδο όπου τα όνειρα «αυτό το ωραίο επίδομα της νύχτας», έχουν κοπεί μαχαίρι. «Αν οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται κάτι ξυπνητοί, δεν ονειρεύονται τίποτα και κοιμισμένοι» διαβάζουμε. Σε τι φάση βρίσκεται η ίδια η Καρυστιάνη; «Στη φάση που βρίσκονται οι περισσότεροι. Παλιά έβαζα κάτω τα γλωσσάρια και ξετίναζα την κάθε λέξη. Τώρα, απλώνω τους λογαριασμούς στο τραπέζι κάνοντας αλλόκοτους συνδυασμούς για το τι θα πρωτοπληρωθεί, χώρια τις άπειρες χαμένες εργατώρες στις ουρές, στις τράπεζες, στον ΟΑΕΕ. Τι να κάνω; Αρπάζομαι από τα σενάρια και τα βιβλία, για να μην αδειάσω τελείως. Ξεγελιέμαι, φουσκώνουν μέσα μου ελπίδες. Τελευταία ξαναδιάβαζα Πούσκιν, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι κι αναρωτιώμουν: πώς τα κατάφεραν και ανέλυσαν έτσι τη ρώσικη ψυχή; Πώς καταφέρνουν να μας αναστατώνουν τόσο πολύ ακόμα; Επειδή μιλούν για τα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης. Χωρίς αυτή τη γνώση, δεν μπορείς να συμμετέχεις συνειδητά στην εποχή σου».
Η τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί από κοντά ήταν το 2011, με αφορμή τα διηγήματα της συλλογής «Καιρός σκεπτικός». Πώς θα σχολίαζε συνοπτικά τα όσα μεσολάβησαν; «Αχ, δεν πρέπει να μιλάω για τα πολιτικά. Εγώ μιλάω γι’ άλλα, γι’ αυτά για τα οποία δεν έχω καταλήξει ακόμη και που με τη λογοτεχνία μπορώ να τα εκφράσω πιο εύκολα. Σίγουρα, έχουμε χωθεί βαθιά στον λαβύρινθο του νεοφιλελευθερισμού και η αριστερά –όχι μόνο εδώ, παντού!- δεν έχει φτιάξει ένα μίτο της Αριάδνης. Πάει, ξεχαρβαλώθηκαν οι αργαλειοί. Όμως ο κόσμος δεν αντέχει άλλο. Μέχρι πότε –μπήκαμε πια στον έκτο χρόνο- θα σέρνεται σε απανωτές κρίσεις πανικού; Πρέπει να ξαναπάρει μπρος και οικονομικά και ψυχολογικά. Αυτό προσπαθώ να πω γράφοντας: ότι στην ζωή μας υπάρχει και ομορφιά και έμπνευση. Ότι έχουμε ανάγκη τον έρωτα, την φιλία, τις ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις. Το «Φαράγγι» είναι μια επίσκεψη αστραπή σε μέρη οικεία: στον τόπο μου, τα Σφακιά, και στην οικογένεια, αυτήν την μινιατούρα κοινωνίας όπου σφυρηλατείται η πρωταρχική συλλογική μας ταυτότητα. Κι είναι η δική μου αντίδραση στο παραλυτικό κλίμα που ζούμε».
Ούτε οι άνθρωποι που ζωντανεύουν στο βιβλίο της πολιτικολογούν. Ένας και μοναδικός, άλλωστε, από τους ήρωές της εμφανίζεται ακλόνητος αριστερός από τζόβενο, έχοντας μια ζωή για ευαγγέλιο την ποίηση του Βάρναλη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη. Το χέρι του συγκεκριμένου, «κάποτε βαστούσε όπλο, μετά πανό, μετά τηλεκοντρόλ, τώρα το ποντίκι του υπολογιστή» και οι πολιτικές εξελίξεις, παρόλο που η αριστερά έχει προβάδισμα, τον βρίσκουν περίλυπο. «Περίμενε πως θα σήκωναν την ευθύνη πολλοί ώμοι. Πως θα έμπαιναν μπροστά οι πιο σωστοί, οι πιο συνεννοήσιμοι από όλες τις μπάντες. Πως οι ηγεσίες θα τα έβρισκαν, ως όφειλαν (....) Αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά, άρθρα, άρθρα, πολλά άρθρα, πολλοί ρήτορες, πολλοί γκουρού, που δεν καταδέχονταν να πονέσουν, πολλή η βία του εγωισμού, υπερωρίες στο χασομέρι της έχθρας, μπροστά στα μάτια τόσων ανθρώπων που είχαν χάσει το λογαριασμό της επιβίωσης».
Τελικά, «απ’ ό,τι φάνηκε, κι όσοι ονειρεύονται επανάσταση, στη Βουλή θέλουν να μπούνε» λέει η Καρυστιάνη. «Δες όμως τι γίνεται και στην Ευρώπη. Τι μοιραίοι ηγετίσκοι... Μόλις χτύπησαν οι πρόσφυγες την πόρτα τους, τα χρειάστηκαν. Εκεί ξεγυμνωθήκαν όλοι. Για να σταματήσει το κύμα των προσφύγων, πρέπει να σταματήσουν οι πόλεμοι που τους διώχνουν απ’ τον τόπο τους, το ξέρουμε. Τι συμβαίνει λοιπόν; Αναζητούνται τα ισοδύναμα για τα κέρδη που θα χαθούνε; Εμείς εδώ έχουμε 1,2 εκατομμύρια ανέργους. Και μόνο αυτός ο αριθμός αποτελεί ταφόπλακα στην επινόηση των μνημονίων. Μήπως βελτιώθηκαν τα πράγματα στην παιδεία, την υγεία, την καταπολέμηση της διαφθοράς; Γυαλιά καρφιά γίναν όλα και οι ευθύνες έχουν ταξικά, όχι εθνικά χαρακτηριστικά. Εντάξει, πρέπει να γνωρίζουμε τι έφταιξε, αλλά το να το μηρυκάζουμε αιωνίως αποτελεί άλλοθι απραξίας. Το επείγον των αναγκών επιβάλλει σ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις ν’ ανασκουμπωθούν, να σπάσουν το κεφάλι τους να βρουν λύσεις. Φοβάμαι την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, σε μια γεωπολιτική κρίση το ρίσκο είναι τεράστιο. Είναι όμως δική μου δουλειά, είναι δουλειά των συγγραφέων να σκέφτονται την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας; Δεν είναι».
Μήπως βελτιώθηκαν τα πράγματα στην παιδεία, την υγεία, την καταπολέμηση της διαφθοράς; Γυαλιά καρφιά γίναν όλα και οι ευθύνες έχουν ταξικά, όχι εθνικά χαρακτηριστικά. Εντάξει, πρέπει να γνωρίζουμε τι έφταιξε, αλλά το να το μηρυκάζουμε αιωνίως αποτελεί άλλοθι απραξίας.
Η Καρυστιάνη άργησε να δημοσιεύσει. Έπρεπε να πάθει καρκίνο –πάνε πια είκοσι χρόνια- για να πάρει την απόφαση. Την ημέρα που πήρε τ’ αποτελέσμα της αξονικής στα χέρια, την ίδια μέρα άφησε και στον Καστανιώτη τα χειρόγραφα της «Κυρίας Κατάκη», του πρώτου από τα εννιά βιβλία της. Ο τρόπος δε με τον οποίο δουλεύει, παραμένει αναλλοίωτος: ανοιχτή στις αφηγήσεις λαϊκών ανθρώπων, συγκεντρώνει σε μπλοκάκια ερωτήματα, εκφράσεις, διαλόγους –«οι διάλογοι αποτελούν μια σχεδόν καθημερινή άσκηση»- και γύρω από φράσεις κλειδιά οικοδομεί κάθε φορά την ιστορία της. «Ακόμα και στα διαλείμματα άλλων σχεδίων», λέει, «κρατάω σημειώσεις για οτιδήποτε με απασχολεί. Ειδικά για το «Φαράγγι», συγκέντρωνα υλικό επί μια δεκαπεντία». Η έντονη προφορικότητα των γραπτών της, θεωρήθηκε εξαρχής μέγιστο ατού της. Ωστόσο, «θα ΄θελα οι αναγνώστες μου να μπορούν να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στον γραπτό και τον προφορικό λόγο. Γιατί, ναι μεν τρυγώ από τα σταφύλια της προφορικότητας αλλά έχω μεγάλη έγνοια να ζυγίσω σωστά τα σουξεδιάρικα ελληνικά με τα διδάγματα των μεγάλων μαστόρων. Χρειάζεται ταπεινοφροσύνη και άσβεστη περιέργεια για το τι μπορεί να καταφέρει η γλώσσα. Η γλώσσα δεν φτιάχνει μόνο ατμόσφαιρα. Υπάρχουν λέξεις-νυστέρια που αποτελούν ατόφιο παράγοντα ουσίας».
Όπως έχει παρατηρήσει προ πολλού η Καρυστιάνη, οι λέξεις που χρησιμοποιούμε κατά κόρον αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της ήττας που δέχτηκε η πραγματική μας ζωή. «Επενδύουμε» σε γνωριμίες, «διαχειριζόμαστε» το πένθος, βλέπουμε «έλειμμα» αγάπης- μιλάμε πια με οικονομικούς όρους. Στα σχολεία που επισκέπτεται διαπιστώνει ότι «τα παιδιά εκφράζονται με λέξεις του συρμού, του διαδικτύου, της τηλεόρασης, λέξεις περιοριστικές που στενεύουν και τους ορίζοντες της σκέψης». Όμως κι οι κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων, «όλες, οικονομίστικα θέματα έθεταν. Ακούγαμε για μοριοδοτήσεις, για κίνητρα, για επιδοτήσεις, αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο της παιδείας δεν απασχόλησε όσο θα έπρεπε. Έχει σημασία να μπορεί ένα παιδί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην κοινωνική καταξίωση και την κοινωνική αναρρίχηση... Θα ΄θελα πολύ κι οι κυβερνώντες να 'χαν πιο ανοιχτά μυαλά, να 'ταν βαθύτερα καλλιεργημένοι. Λένε και ξαναλένε πως ο πολιτισμός είναι το βαρύ πυροβολικό μας. Φούμαρα! Βαρέθηκα! Όλοι, ανεξαιρέτως, αντιμετωπίζουν τον πολιτισμό σαν μπελά».
Αυτά τα λάθη, τα βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας, επιμένει η Καρυστιάνη. «Οι ταινίες των νέων δημιουργών, στην καλύτερη περίπτωση, άντε να κόψουν τρείς χιλιάδες εισιτήρια. Κάποτε πήγαιναν να τις δουν οι φοιτητές, οι αριστεροί – αυτοί μάλιστα επαίρονταν ότι είχαν και την αποκλειστικότητα- ενώ σήμερα λές και δεν ενδιαφέρεται κανείς. Ελπίζω να μη φύγουν αυτά τα παιδιά, να μην μαραζώσουν, έχουμε ανάγκη τη φωνή τους. Και τα ίδια, όμως, έχουν πέσει σε γδούπο. Έχουν τεράστια άνεση να υποδεχτούν την ξένη κουλτούρα, ο κρίκος που τους κρατούσε στο χώμα που πατάμε έχει σπάσει. Κι έτσι, δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο να βρούνε τον δικό τους βηματισμό».
Την περασμένη χρονιά η ίδια επισκέφτηκε πάνω από πενήντα λέσχες ανάγνωσης και σχολεία. «Ειδικά στα σχολεία, όταν με καλούνε, δεν μπορώ να πώ όχι. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, υποκλίνομαι στην ευσυνειδησία των εκπαιδευτικών: από το βλέμα των παιδιών και μόνο, από τη δροσιά της έκφρασής τους, καταλαβαίνεις πως δεν είναι παπαγάλοι. Έχω όμως μπει και σε τάξεις όπου τα παιδιά έχουν κάνει φύλλο φτερό ό,τι συνέντευξη έχω δώσει, χωρίς να έχουν διαβάσει ούτε μισή σελίδα από βιβλίο μου. Αυτό είναι πρόβλημα, γιατί στις συνεντεύξεις δεν είμαστε πάντα ο εαυτός μας. Εμένα, αν μ’ αρέσει πολύ ένας συγγραφέας, θέλω να διαβάσω ένα ακόμη έργο του, όχι μια ακόμα συνέντευξή του...».
Κοιτάζοντας προς τα πίσω τι θα 'λεγε; Είναι ευχαριστημένη με τον εαυτό της; Καλά τα κατάφερε ως τώρα; «Είπαμε είμαι ενοχικό άτομο. Τι ν’ απαντήσω; Θα σου πω τι λέω σε μια καλή μου φίλη, ψυχίατρο. Στόχους δεν έβαλα αλλά τελικά, ούτε χώρισα, ούτε πλούτισα, ούτε ξέκοψα απ' τους παλιούς μου φίλους. Και με τ' αδέλφια μου, τα πάω μια χαρά».
Η Ιωάννα Καρυστιάνη διαβάζει ένα απόσπασμα από το Φαράγγι. Βίντεο: Ευάγγελος Λουκίσας