Μέσα δεκαετίας του ’90. Στο καφενείο της οδού Φειδίου, εκεί πίσω από τη «μυστική» έξοδο του σινέ Ιντεάλ (απ’ όπου παλιά μπαίναμε τσάμπα, αντίστροφα απ’ τη ροή των θεατών που έβγαιναν από την προηγούμενη παράσταση), δημοσιογράφοι της (διαγωνίως απέναντι) «Απογευματινής», φοιτητές σε μετα-συνελευσιακές συζητήσεις, κλασικοί ηλικιωμένοι θαμώνες ετών και μια παρέα με αραδιασμέ- να βιβλία στα τραπέζια και ιντελεκτουέλ εμφάνιση. Στα πολυκαιρισμένα ηχεία (που τα πρίμα τα κάνουν να τρίζουν) ακούγεται η φωνή του Toμ Γουέιτς, ένα κομμάτι απ’ το μυθικό «Black Rider» (το σάουντρακ απ’ τη θεατρική συνεργασία του Μπομπ Ουίλσον με τον Ουίλιαμ Μπάροουζ) και η παρέα χορεύει μέσα στο ήσυχο καφενείο, σαν να βρισκόταν σε ντισκοτέκ.
«Άλλη μια φορά είχαμε έρθει εδώ με τον μουσουργό, τον Χάρη Βρόντο, ο οποίος είχε κάνει τους “Δαιμονισμένους” κι είχε μαζί του μια κασέτα μ’ ένα έργο που μόλις είχε γράψει και το βάλαμε στο κασετόφωνο του μαγαζιού να το ακούσουμε. Κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε». Είναι ένα ζεστό και ύγρο απόγευμα στη Φειδίου και ο Ίκαρος Μπαμπασάκης με περιμένει στο τραπεζάκι έξω, στο πεζοδρόμιο, διαβάζοντας τον Φόνο στο Κιμπούτς της Μπάτυα Γκουρ, ενώ από μέσα ακούγεται μια παρέα συνδικαλιστών που διαπληκτίζεται για το μνημόνιο και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα. Μέσα, στους τοίχους, καδράκια με αφίσες από ελληνικές ταινίες και φωτογραφίες από τους θαμώνες σε λίγο μεθυσμένα ενσταντανέ.
«Ο πυρήνας της παρέας μου ήταν ο Βακαλόπουλος, ο Αρανίτσης, ο μακαρίτης ο Ηλίας ο Λάγιος, ο Μανουσάκης, που έκανε τις εκδόσεις Ερατώ, ο Τάσος ο Γουδέλης από το “Δέντρο”, ο Βασίλης Καβαθάς ο δημοσιογράφος, ο Μάνος ο Στεφανίδης. Όλοι εδώ μαζευόμασταν. Άλλο μας στέκι ήταν ο Παπασπύρου στο Σύνταγμα, εκεί που είναι τώρα τα McDonalds, γιατί είχαμε μάθει ότι περνούσαν κατά καιρούς ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, o Γκρέγκορι Κόρσο και άλλοι της beat γενιάς και περιμέναμε μπας και τους πετύχουμε. Αυτοί έρχονταν γιατί έμενε εδώ ο Άλαν Άνσεν, ο οποίος αργότερα, που τον γνωρίσαμε, μας το επιβεβαίωσε κιόλας. Βέβαια, δεν πετύχαμε ποτέ κανέναν. Επίσης, πηγαίναμε στον Ιπποπόταμο στη Δελφών, στον Τιπούκειτο, όπου τραγουδούσε ο Λάκης ο Παππάς, σ’ ένα φοβερό γαλακτοζαχαροπλαστείο, το Ρεφραίν, στην Πατησίων, όπου μαζεύονταν αναρχικοί και είχε φοβερές κρέμες, στο Au Revoir, στο Galaxy, που τότε ήταν στην απέναντι πλευρά της στοάς, εκεί που ήταν οι εκδόσεις Ζαχαρόπουλος και τα παπούτσια Πέρλα, στον Λώρα στη Μαβίλη, όπου πηγαίναμε τα πρωινά και πίναμε παρέα με γιατρούς και δικηγόρους, και στον Μπόκολα στην πλατεία Κολωνακίου, όπου σύχναζαν χήρες αξιωματικών κι ήταν λογοτεχνικό στέκι πριν γίνει Da Capo».
Ο Ίκαρος είναι συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής, λένε τα βιογραφικά του -κι έτσι είναι-, αλλά είναι κυρίως ένας ζωντανός κινηματογραφικός ήρωας. Θα μπορούσε να είναι ο Χάρβεϊ Καϊτέλ από το Λίγος καπνός ακόμη (την ταινία που συνέγραψαν και συν-σκηνοθέτησαν ο Πολ Όστερ με τον Γουέιν Γουάνγκ) ή κά- ποιος χαρακτήρας από μια ταινία του Αντονιόνι (o Ντέιβιντ Χέμινγκς από το Blow Up;), ένας Έλληνας beat, φανατικός του Captain Beefheart, του σκακιού, των βουνών και της επιτραπέζιας αντισφαίρισης. «Από την εφηβεία μου έχω κάποια κολλήματα, τα οποία κρατάω. Μεγαλώνοντας κάνεις κύκλους, αλλά πάντα είσαι στο ίδιο θέμα. Είναι το νουάρ, οι μπίτνικς, οι καταστασιακοί, ο εμφύλιος της Ισπανίας, ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης, ο Πεντζίκης. Η δική μου η παρέα πέρασε ξώφαλτσα απ’ το πανκ, παρόλο που ξέσπασε πάνω στη δική μου γενιά. Ουσιαστικά, λόγω επαφής μας με την beat λογοτεχνία και την αγάπη για τον Παπαδιαμάντη, στραφήκαμε προς την τζαζ και τους τροβαδούρους, ακούγαμε Μπόμπ Ντίλαν, Λέοναρτν Κοέν, και μετά ανακαλύψαμε τον Τομ Γουέιτς και τον Νικ Κέιβ. Είχαμε φτιάξει μια α-λήτ, μια λαϊκή ελίτ, όπου γίνονταν ομηρικοί καβγάδες. Για μας ήταν ηλίθιος όποιος δεν διάβαζε Μπέκετ.
Έξω ο κόσμος ασχολιόταν με το "Καπνισμένο Τσουκάλι" του Λεοντή, με την ΚΝΕ, με τον Θωμά Μπακαλάκο που τραγουδούσε τα αγροτικά, με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, κι εμείς συζητούσαμε για τον αν ο Βιμ Βέντερς πρόδωσε την Πατρίτσια Χάισμιθ με τα νουάρ, όταν έκανε τον Αμερικανό Φίλο, ή αν υπηρέτησε το είδος». Ένας φίλος του Ίκαρου πλησιάζει το τραπέζι. Είναι ο νομικός του σύμβουλος, ο Γιώργος, ένας υπέροχος, ευγενικός κύριος. Πιάνουν κουβέντα για τον ορισμό της ευτυχίας. Έχει νυχτώσει. Ο Ίκαρος φοράει τα γυαλιά ηλίου του κι επιχειρεί μια χαμηλή πτήση πάνω από την Ομόνοια, εκεί, πάνω από την οδό Δεληγιώργη, όπου όταν ήταν 16 ετών μετακόμισε η οικογένειά του, γιατί ο πατέρας του ήταν αεροπόρος και γι’ αυτό τον είχε βαπτίσει Ίκαρο.
σχόλια