Στην αίθουσα κινηματογράφου του Nixon, πίσω από μια βαριά, κλειστή πόρτα βρίσκεται σε εξέλιξη το 7ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας SFFrated. Το βλέμμα του Blaine Reininger, που κάθεται στο μπαρ σχεδόν κάτω από μια φωτογραφία που απεικονίζει τον Ρίτσαρντ Νίξον να παίζει μπόουλινγκ, είναι σκοτεινό, σαν να βγήκε από το καρέ μια ερεβώδους ταινίας που διαδραματίζεται σ’ έναν πλανήτη από κάποιον άγνωστο γαλαξία. Πίνει κόκα-κόλα, έχει κόψει εδώ και χρόνια το τσιγάρο, το ποτό και τα ναρκωτικά. Είναι ένας ήρεμος άνθρωπος, μακριά από το «βιομηχανικό» τέρας στο οποίο μεταμορφώνεται στη σκηνή (παλαιότερα περισσότερο), που σου θυμίζει ένα alien με τρομακτική δύναμη, ικανό να συνθλίψει το βιολί του ή την κιθάρα του στο πρώτο ρεφρέν.
Το παιδί που γεννήθηκε στο Πουέμπλο του Κολοράντο, μια μικρή πόλη, που δεν τον χωρούσε ο τόπος, έφτασε να είναι ένας μεγάλος ροκ σταρ, να αυτοκαταστραφεί και να αναγεννηθεί από τις στάχτες του ίσως περισσότερες φορές απ’ όσες αναλογούν στον μέσο άνθρωπο σε αυτό τον πλανήτη (για τον δικό του δεν ξέρουμε). «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να φύγω από το Πουέμπλο. Η πρώτη αληθινή πόλη όπου πήγα ήταν το Σαν Φρανσίσκο και ήταν φανταστική.
Εκείνη την εποχή στην πόλη υπήρχε μία πολύ ενδιαφέρουσα ροκ σκηνή, πριν από την εμφάνιση του πανκ». Ήταν η περίοδος που ο Blaine διάβαζε φανατικά Ουίλιαμ Μπάροουζ, Κέρουακ και Samuel R. Delany. « Ήμουν πάντα φαν των βιβλίων επιστημονικής φαντασίας, αλλά κυρίως μου άρεσε ο Μπάροουζ. Κατασκεύαζε ολόκληρους μηχανισμούς παραγωγής λέξεων». To 1978 οι Tuxedomoon είναι άγνωστοι ακόμα, ώσπου οι Devo τους φωνάζουν για να ανοίγουν τις συναυλίες τους και οι πρώτες κριτικές για την παράξενη μπάντα από το Σαν Φρανσίσκο αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στον Τύπο της εποχής.
«Αυτό ήταν πριν οι Devo υπογράψουν συμβόλαιο με τη Warner και γίνουν πραγματικά “μεγάλοι”.
Εκείνη την εποχή στην πόλη ζούσαν πολλοί καλλιτέχνες και σκηνοθέτες, όπως ο Ντέιβιντ Λιντς, για παράδειγμα. Σκέψου ότι το Eraserhead έπαιζε μόνο σε ένα μικρό σινεμά στο Σαν Φρανσίσκο και ήταν σχεδόν άγνωστος σκηνοθέτης». Οι Tuxedomoon θ’ αφήσουν την Αμερική για το «άσημο» Ρότερνταμ το 1981 «γιατί πίστευαν ότι ο ήχος τους θα ταίριαζε καλύτερα στην Ευρώπη», σύμφωνα με τη Wikipedia, «γιατί ο Πίτερ, ο μπασίστας μας, ερωτεύτηκε μια Ολλανδή και μας έπεισε να μετακομίσουμε εκεί και να συνεργαστούμε με διάφορους μουσικούς της τοπικής σκηνής», σύμφωνα με τον Blaine. Σύντομα θα βαρεθούν το Ρότερνταμ και θα μετακομίσουν στις Βρυξέλλες. Την ίδια περίοδο ο Blaine άρχισε ν’ αποκόπτεται από την μπάντα - δεν μπορούσε να διαχειριστεί ακριβώς την επιτυχία της, δεν μπορούσε να εναρμονιστεί με τις ευρωπαϊκές συνθήκες, περνούσε και την άγρια εποχή του, βουτηγμένος στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά. «Οι δυνατότητές μας έφταναν ως ένα σημείο. Δεν ήμασταν και οι Duran Duran. Εκεί που είσαι φτωχός, άσημος και παλεύεις να κερδίσεις κάποια χρήματα, ξαφνικά είσαι διάσημος, πλούσιος, μένεις σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων, ταξιδεύεις σε όλο τον κόσμο, όλο αυτό σε μπερδεύει. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Είναι τρομακτικό. Και αν δεν έχεις τον κατάλληλο χαρακτήρα, ειδικά αν είσαι ευαίσθητος, κάτι τέτοιο μπορεί να σε γαμήσει. Όλοι παίρνουν ηλίθιες αποφάσεις όταν συμβαίνει αυτό. Και κάποιοι δεν συνέρχονται ποτέ. Κάποιους αυτό το πράγμα μπορεί να τους σκοτώσει. Όπως έγινε με τη Γουίτνι Χιούστον, για παράδειγμα.
Ξεκίνησε να γίνεται διάσημη, άρχισε να παίρνει ναρκωτικά και κατέληξε να πεθάνει νέα. Είναι ένας πραγματικά ηλίθιος τρόπος για να πεθάνει κανείς. Αλλά κι εγώ εκείνη την περίοδο ήμουν χωμένος στο αλκοόλ. Μεθυσμένος όλη την ώρα. Έκανα τρελά πράγματα. Το Σαν Φρανσίσκο τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 ήταν μια πόλη γεμάτη ναρκωτικά. Ένα μεγάλο, τρελό πάρτι με κοκαΐνη, ηρωίνη και ποτό». Από το 1983 μέχρι το 1987 ο Blaine θα μείνει μακριά από την μπάντα και θ’ ακολουθήσει σόλο καριέρα (με τέσσερις σπουδαίες κυκλοφορίες), μέχρι που θα έρθουν στην Αθήνα για μια συναυλία στο Παλλάς. « Ήταν τόσο παρακμιακό αυτό το θέατρο... Αλλά τότε γνώρισα έναν νεαρό ραδιοφωνικό παραγωγό που τον έλεγαν Νίκο Τριανταφυλλίδη και ήταν αυτός που το 1991 με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε αν ήθελα να συμμετέχω σε μια ταινία του. Πάντα πίστευα πως είχα φυσικό ταλέντο στην ηθοποιία. Αν και δεν το κυνήγησα ποτέ, πάντα ήμουν εκείνος ο κλόουν που έκανε συνεχώς αστεία, προκειμένου να κάνει τους άλλους να γελούν. Η πρώτη ταινία που κάναμε λεγόταν Τα σκυλιά γλείφουν την καρδιά μου. Μετά έπαιξα στο Ράδιο Μόσχα και το Μαύρο Γάλα». Και τότε αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. «Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η ζωή μου στις Βρυξέλλες καταστρεφόταν. Δεν υπήρχε δουλειά, όχι μόνο για μένα αλλά και για πολλούς άλλους ανθρώπους. Δεν υπήρχαν ευκαιρίες στον χώρο της μουσικής. Ο ήχος μας ήταν ξεπερασμένος. Ποτέ δεν έκανα πολλά χρήματα με τους Tuxedo. Ήμασταν διάσημοι, αλλά δεν γίναμε ποτέ πλούσιοι. Πάντα ήμουν φτωχός, σε σημείο που ερχόταν η αστυνομία να με βγάλει απ’ το σπίτι. Κι έγινε παραπάνω από μία φορά στις Βρυξέλλες. Μου έκοβαν το ρεύμα και τη θέρμανση. Ήμουν ένα βήμα πριν καταλήξω στους δρόμους, άστεγος. Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, όλα είχαν γαμηθεί. Δεν είχα λεφτά να πληρώσω το νοίκι, η γυναίκα μου, η JJ, με την οποία ήμασταν μαζί 18 χρόνια, πέθαινε και δεν ήξερα τι να κάνω. Mου είπε “μη με αφήσεις να πεθάνω στις Βρυξέλλες”. Κι έτσι, μίλησα στον Νίκο, με τον οποίο είχαμε κρατήσει επαφή, προκειμένου να μπορέσω να φύγω από τις Βρυξέλλες. Με βοήθησε κι ένας άλλος Γερμανός φίλος. Τους άρεσε η μουσική μου και θεώρησαν πως έπρεπε να σωθώ. Έτσι, αυτός πλήρωσε έναν υπάλληλό του και μετέφερε τη γυναίκα μου οδικώς στην Ελλάδα. Χωρίς στάση. Λίγο πριν έρθει η αστυνομία να κατασχέσει όλα τα υπάρχοντά μου. Το 1998, λοιπόν, φτάσαμε στην Αθήνα. Ήρθαμε τον Μάιο και τον Ιούλιο η γυναίκα μου πέθανε σ’ ένα νοσοκομείο στα Μελίσσια. Και αυτό με σόκαρε. Η δουλειά που έκανα με τον Νίκο, η μουσική που έπρεπε να γράψω για το Μαύρο Γάλα, δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ήμουν συντετριμμένος. Αλλά βγήκε κάτι θετικό μέσα από αυτό, γιατί ο Νίκος με βοήθησε να βρω δουλειά ως ραδιοφωνικός παραγωγός στον Rock Fm κάθε Τετάρτη και Κυριακή. Μου άρεσε πολύ. Έπαιζα πολλή μουσική από τα ‘80s, που τότε δεν έπαιζε κανείς. Και μέσα από αυτό ανακάλυπτα μουσικές και μπάντες που δεν γνώριζα.Και η εκπομπή ήταν κάτι σαν ραδιοφωνικό πάρτι. Είχα και πολλά τηλεφωνήματα, τα οποία όμως δεν έβγαζα στον αέρα. Μάλιστα, μια φορά με είχε πάρει κι ένας τύπος που με άκουγε από τη φυλακή. Το κορίτσι του ήταν και αυτό στη φυλακή. Για ναρκωτικά και οι δύο. Και μου έλεγε “την αγαπώ” και της αφιέρωνε κομμάτια. Μια φορά ένας άλλος με πήρε από τον δρόμο και μου είπε “Βlaine, έχω χαθεί”. Του λέω “δεν την ξέρω την πόλη για να σε βοηθήσω”. Μου απαντά “δεν πειράζει” και μου ζητάει απλώς να παίξω μουσική για να βρει τον δρόμο. Έπαιξα ένα τραγούδι γι’ αυτόν και με πήρε μία ώρα μετά για να μου πει “ευχαριστώ, βρήκα τον δρόμο μου χάρη στη μουσική που έπαιξες”. Έπειτα γνώρισα πολλούς ανθρώπους, έκανα κάποιες επαφές κι έτσι δημιουργήθηκαν ευκαιρίες για μένα. Γνώρισα τον Μιχαήλ Μαρμαρινό κι έπαιξα τον Αγαμέμνονα, κάτι που ήταν σταθμός για μένα. Παίξαμε στο θέατρο, στο Θησείο, και μετά σε διάφορα θέατρα ανά τον κόσμο. Στο Καράκας στη Βενεζουέλα, στη Γεωργία στην Τιφλίδα, στη Ζυρίχη. Και ήταν τέλεια». Θα ακολουθήσουν συνεργασίες με σημαντικά ονόματα του χορού, του θεάτρου και της μουσικής, όπως η Αποστολία Παπαδαμάκη, η Άντζελα Μπρούσκου, ο Στάθης Λιβαθινός, η Τάνια Τσανακλίδου, η Έλλη Πασπαλά και ο Τηλέμαχος Μούσας, με τον οποίο παίζουν αυτό τον καιρό («Αυτός είναι από το ίδιο μέρος του σύμπαντος με ‘μένα»). Ο Blaine τα τελευταία χρόνια μένει στην πλατεία Κουμουνδούρου μαζί με τη σύντροφό του, την εξαιρετική ηθοποιό Μαρία Πανουργιά. «Η Αθήνα μ’ έναν τρόπο έχει επιστρέψει στη δεκαετία του ’80, σε μια χαοτική κατάσταση. Θυμάμαι, όταν είχα πρωτοέρθει στην πόλη, γινόταν μια μεγάλη απεργία των ταξί, σαν αυτές που γίνονται συνέχεια τελευταία. Και μετά υπήρχε μία περίοδος γύρω στη δεκαετία του ‘90 που άρχισαν τα πράγματα να κινούνται, ενώ για ένα μικρό διάστημα, την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν που είπα πως η Αθήνα έχει αλλάξει τελείως κι ότι γινόταν κάπως σαν τη Γερμανία. Ήταν τέλεια. Ήταν καλή χρονιά και για μένα. Άρχισα να βγαίνω με τη Μαρία και όλα τριγύρω ήταν λαμπερά. Καινούργιο μετρό, Αττική Οδός, καινούργια πράγματα. Και τώρα τα πράγματα έγιναν όπως πριν. Σαν όνειρο που έσβησε σιγά σιγά. Από την άλλη, έγραψα στο facebook λίγο πριν έρθεις “μόλις έφαγα σουβλάκι σ’ ένα μαγαζί που λέγεται Elvis και τώρα περιμένω έναν δημοσιογράφο για μία συνέντευξη σ’ ένα μαγαζί που ονομάζεται Nixon. Να μία παγκόσμια πόλη”».
σχόλια