«Όταν ήμουν φωτογράφος» (Quand j’ etais photographe, 1900) είναι ο τίτλος των απομνημονευμάτων του Φελίξ Ναντάρ (1820-1910), του σημαντικότερου πορτρετίστα του 19ου αι., του πρώτου που τράβηξε αεροφωτογραφίες καθώς και φωτογραφίες υπό τεχνητό φως.
Η πλήρης έκδοσή τους στην αγγλική (When I was a photographer, The MIT Press, 2015) κυκλοφορεί σε μετάφραση του Εντουάρντο Καντάβα, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, και της Λιάνας Θεοδωράτου, επίσης καθηγήτριας, και διευθύντριας του τμήματος Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Ταξίδι ολόκληρο η ανάγνωσή τους, σε μια εποχή που τα εργαστήρια της φυσικής, της χημείας, των άλλων θετικών επιστημών, έβραζαν από ιδέες που αποδεικνύονταν εμπράκτως, οδηγώντας σε συγκλονιστικές ανακαλύψεις.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. και μέχρι το τέλος του, μεταξύ άλλων, θα γίνει πραγματικότητα η φωτογραφική αποτύπωση, η τηλε-επικοινωνία (τηλέγραφος, τηλέφωνο), οι πτήσεις (με αερόστατα στην αρχή). Η ηλεκτροδότηση και οι μηχανές εσωτερικής καύσης θα αλλάξουν εντελώς τα δεδομένα στον επί αιώνες στάσιμο τρόπο ζωής των ανθρώπων.
Πολυτάλαντος, εξωστρεφής και κοινωνικός, συνέδεσε το όνομά του με το πλέον δημοφιλές φωτογραφικό στούντιο του Παρισιού της Belle Époque. Ενδεικτική του δαιμόνιου της προσωπικότητάς του είναι η πληροφορία ότι για μικρό διάστημα υπήρξε μυστικός πράκτορας της γαλλικής κυβέρνησης.
Παιδί της επιστημονικής εποχής, ένθερμος υποστηρικτής καινοτόμων ιδεών και πρακτικών, ο Φελίξ Ναντάρ (Gaspard-Felix Tournachon το κανονικό του όνομα) γεννήθηκε στο Παρίσι του 1820. Ο πατέρας του είχε μια μικρή εκδοτική /τυπογραφική επιχείρηση που εξηγεί τη στενή σχέση που είχε ο Ναντάρ καθόλη τη διάρκεια της ζωής του με τον κόσμο των εφημερίδων και των περιοδικών.
Χάριν της δημοσιογραφίας, άλλωστε, παράτησε τις σπουδές στην Ιατρική, ξεκινώντας από θεατρικές κριτικές που έγραφε, ενόσω σπούδαζε ακόμη, σε τρεις εφημερίδες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν θα διαπρέψει ως καρικατουρίστας, σκιτσογράφος πορτρέτων με σατιρική διάσταση, ιδιότητα που θα αποδειχθεί ιδιαιτέρως χρήσιμη όταν θα ασχοληθεί συστηματικά με τη φωτογραφία και δη με τα φωτογραφικά πορτρέτα.
Πολυτάλαντος, εξωστρεφής και κοινωνικός, συνέδεσε το όνομά του με το πλέον δημοφιλές φωτογραφικό στούντιο του Παρισιού της Belle Époque. Ενδεικτική του δαιμόνιου της προσωπικότητάς του είναι η πληροφορία ότι για μικρό διάστημα υπήρξε μυστικός πράκτορας της γαλλικής κυβέρνησης – ο ίδιος δεν γράφει τίποτα σχετικό.
H φωτογραφία υπήρξε αποτέλεσμα της προόδου της φυσικής και κυρίως της χημείας και ο Ναντάρ αναφέρεται με αγάπη και σεβασμό στους ανθρώπους που με τα πειράματά τους επέτρεψαν την αλματώδη εξέλιξη της φωτογραφικής τέχνης από τις πρώτες ατελείς αποτυπώσεις του Νιεπς εν έτει 1826, έως τις νταγκεροτυπίες του 1837.
Ο Νταγκέρ κατάφερε να κατοχυρώσει την τεχνική του, με χρήση ιωδιωμένωνπλακών από άργυρο, το 1839 και να την πουλήσει στο γαλλικό κράτος.
Από τις πιο παλιές αποδείξεις του ενδιαφέροντος του Ναντάρ για την φωτογραφία είναι μια νταγκεροτυπία που τράβηξε του Μπαλζάκ, η οποία προφανώς δεν ευνοούσε το ναρκισσισμό του μεγάλου μυθιστοριογράφου. Εξ ου και ανέπτυξε μία θεωρία για τα πολλά επίπεδα που συνθέτουν την ανθρώπινη προσωπικότητα, τα οποία η φωτογραφία δεν μπορεί να αποτυπώσει.
Παρόμοιες ήταν οι αντιδράσεις κι άλλων ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Γκιστάβ Ντορέ, ο Ζεράρ ντε Νερβάλ και ο Θεόφιλος Γκοτιέ, οι οποίοι, σχολιάζει ο Ναντάρ, «αντιστάθηκαν στην απολύτως επιστημονική εξήγηση του μυστηρίου της δαγκεροτυπίας».
Όσο για τα επίπεδα της προσωπικότητας που χάνονταν στην φωτογραφική απότυπωση, ο Ναντάρ απαντούσε ότι στην περίπτωσή τους, καθότι όλοι ήταν ευτραφείς, η απώλεια ενός επιπέδου ή δύο, ήταν κάτι χωρίς συνέπεια!
Ο Ναντάρ στράφηκε στη φωτογραφία με τη σκέψη ότι θα διευκόλυνε τη δουλειά του σκιτσογράφου, που ήταν η βασική απασχόλησή του από το 1846 έως 1854, όταν πήρε μαθήματα της φωτογραφικής τεχνικής και άνοιξε το στούντιό του στο κέντρο του Παρισιού.
Τον ίδιο χρόνο, το 1854, είδε δύο παντομίμες του (Pierrot boursier και Pierrot ministre) να ανεβαίνουν στη σκηνή του Theatre de Fonambules και στο Follies-Nouvelles, από τον φίλο του, μίμο Charles Deburau. Με το λευκό πρόσωπο και το κοστούμι του Πιερό, ο Deburau θα γίνει μοντέλο της περίφημης σειράς φωτογραφιών που ο Ναντάρ εξέθεσε στην Διεθνή Έκθεση 1855 του Παρισιού (Exposition Universelle des produits de l'Agriculture, de l'Industrie et des Beaux-Artsde Paris), κερδίζοντας χρυσό μετάλιο.
Eξαιρετικά ευφυής στους τρόπους αυτοπροβολής, ο Ναντάρ είχε έναν ευρύτατο κύκλο γνωριμιών και φιλικών σχέσεων με συγγραφείς, συνθέτες, ζωγράφους, διανοούμενους. Φαίνεται πως ήταν πολύ ευχάριστος τύπος, αυτός ο ψηλός κοκκινομάλλης που συνήθιζε να υποδέχεται τους διάσημους φίλους του με κόκκινη βελούδινη ρόμπα.
Το κόκκινο ήταν το χρώμα του και επικρατούσε τόσο στο εξωτερικό όσο και στους εσωτερικούς χώρους του στούντιο του, που απλώνονταν σε δύο ορόφους του κτιρίου στο 35 της Boulevard des Capucines.
Το όνομά του, με κόκκινα γράμματα, κυριαρχούσε στην πρόσοψη με τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες από τις οποίες έμπαινε άφθονο φως. Γιατί η μικρότερη φωτοευαισθησία των πρώτων φωτογραφικών πλακών απαιτούσε να εκτεθούν επί μακρόν σε φυσικό φως.
Ο χρόνος που απαιτούνταν για την προετοιμασία της φωτογράφησης, η αρκετή ώρα που κρατούσε η πόζα μέχρι να γίνει η λήψη, εξηγεί την ιδιαίτερη ποιότητα του πορτρέτου που είναι ακόμη κοντά στη «ζωγραφική» αίσθηση – καμία σχέση με τις φωτογραφίες της εποχής που ακολούθησε, όταν πια η επικαιρότητα έγινε ο στενός κορσές της φωτογραφικής αποτύπωσης.
Την νταγκεροτυπία του Μπαλζάκ της δεκαετίας του 1840 ακολούθησαν πορτρέτα, μεταξύ άλλων, των Ντελακρουά, Ροσίνι, Λαμπίς, Δουμά, Φλωμπέρ, Παστέρ, Βέρντι, Λιστ, Κουρμπέ, Χέτζελ, Μισελέ, Εμιλ Λιτρέ, Καμιλ Κορό, Γκουνό, Μπερλιόζ, Ντεμπισί, Αλφόνς Ντοντέ, Γκιστάβ Ντορέ, Ιουλίου Βερν, Σάρας Μπερνάρ, Γεωργίας Σάνδη, Μαλαρμέ, Μονέ, Μανέ. Κάποιους, όπως τον Μποντλέρ, φίλο του από το 1842-3, την Σάρα Μπερνάρ και την κόμισσα Γκρεφίλ, τους απαθανάτισε αρκετές φορές.
Το ότι φωτογράφισε τόσους διάσημους ζωγράφους, συνθέτες συγγραφείς, ηθοποιούς, διανοούμενους της εποχής του Ναπολέοντα του Γ’, αποτέλεσε δέλεαρ για την εύπορη αστική τάξη που θα ζήσει την καλύτερη εποχή της μέχρι και την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Τρανταχτά ονόματα της καλής κοινωνίας φωτογραφήθηκαν στο στούντιό του.
Σε αντίθεση με τους φωτογράφους της σειράς, τα καλύτερα πορτρέτα του δεν έχουν στολισμένο βάθος ούτε διακοσμητικές κουρτίνες και κολώνες γύρω από το μοντέλο. Το φόντο είναι γυμνό και ξεθωριάζει (με χαμηλό κοντράστ) όσο το μάτι απομακρύνεται από το κέντρο προς το πλαίσιο της φωτογραφίας.
Όλη η δεξιοτεχνία του φωτογράφου κρίνεται στον τρόπο που φωτίζεται τα μοντέλο, συχνά με ισχυρό πλάγιο φωτισμό.
Για να πετύχει τις αναλογίες και τις αντιθέσεις που ήθελε, ο Ναντάρ ζητούσε από τους «πελάτες» του να φορούν κατά προτίμηση σκούρα ρούχα.
Επιδίωκε όλη την προσοχή να την τραβά το πρόσωπο γι’ αυτό και τραβά κυρίως μπούστο ή μέχρι τη μέση τα «θέματά» του π.χ. δεν φαίνονται συχνά τα χέρια των φωτογραφούμενων ενώ μέσω και της στάσης του σώματός τους συχνά κατορθώνει μια τρισδιάστατη εντύπωση.
Σε αντίθεση με τους φωτογράφους της σειράς, τα καλύτερα πορτρέτα του δεν έχουν στολισμένο βάθος ούτε διακοσμητικές κουρτίνες και κολώνες γύρω από το μοντέλο. Το φόντο είναι γυμνό και ξεθωριάζει (με χαμηλό κοντραστ) όσο το μάτι απομακρύνεται από το κέντρο προς το πλαίσιο της φωτογραφίας. Όλη η δεξιοτεχνία του φωτογράφου κρίνεται στον τρόπο που φωτίζεται τα μοντέλο, συχνά με ισχυρό πλάγιο φωτισμό.
O Ναντάρ εξήγησε κάποτε ότι είναι μάστερ αυτής της λεπτής, διαισθητικής τέχνης που είναι η φωτογραφία επειδή ασχολούνταν με την «ηθική νοημοσύνη του θέματός του». Προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το μοντέλο του ώστε να καταλάβει τον χαρακτήρα του, τις ιδέες και τις συνήθειες του.
Έτσι τα πορτρέτα του δεν ήταν αδιάφορες αναπαραγωγές με τεχνικά μέσα αλλά απέδιδαν πιο εσωτερικά και κρυφά χαρακτηριστικά του μοντέλου, μια ψυχολογική διάσταση της εικόνας του.
Σημαντική χρονολογία στην βιογραφία του ήταν το 1864-5, όταν επί τρίμηνο εργάστηκε στην πόλη κάτω από την πόλη, στις κατακόμβες και στο αποχετευτικό δίκτυο του Παρισιού.
Εκτός από το ενδιαφέρον και πρωτοποριακό για την εποχή θέμα (πηγή έμπνευσής του υπήρξαν ο υπόγειος κόσμος των «Αθλίων» του Ουγκω), η εν λόγω σειρά φωτογραφιών χάρισε στον Νανταρ την διάκριση του πρώτου φωτογράφου που τράβηξε με τεχνητό φωτισμό σ’ ένα χώρο δύσκολο, υγρό και σκοτεινό.
Οι δουλειές πήγαιναν μια χαρά και επέτρεπαν στον Ναντάρ να δαπανά μεγάλα ποσά στην μεγάλη αγάπη του, τα αερόστατα. Το ενδιαφέρον του για την τελειοποίηση των πτήσεων με αερόστατο θα του χαρίσει ανεπανάληπτες εμπειρίες και θα τον οδηγήσει, έπειτα από πολλές ατυχείς προσπάθειες, στην τεχνική της αεροφωτογραφίας.
Όπως υποστηρίζει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, τράβηξε την πρώτη αεροφωτογραφια το 1858, 80 μέτρα πάνω από το έδαφος κοντά στο χωριό Petit-Becetre ωστόσο η πρώτη αεροφωτογραφία του που έχει διασωθεί δείχνει το Παρίσι από ψηλά και είναι του 1866.
Το πρώτο αερόστατο το οποίο κατασκεύασε ιδίοις εξόδοις (στοίχισε 200.000 φράγκα) και με το οποίο πέταξε αρχές Οκτωβρίου του 1863, είχε το όνομα Geant (Γίγαντας) κι ήταν πράγματι τεράστιο: μπορούσε να μεταφέρει 24 ανθρώπους. Στην δεύτερη πτήση του ο «Γίγαντας» κατέπεσε στο Αννόβερο και τόσο ο Φελίξ όσο και η γυναίκα του Ερνεστίν, τραυματίστηκαν. Μικρό το κακό.
Ο Γίγαντας θα πετάξει μερικές φορές πριν ο Ναντάρ το πουλήσει, το 1867, όταν είχε ήδη προσανατολιστεί σε μικρότερες κατασκευές, με μεγαλύτερη ευκολία ανύψωσης. Την λειτουργικότητα των αεροστάτων είχε την δυνατότητα να μελετήσει κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσσικού πολέμου (1870-71).
Ασμένως δέχθηκε ν’ αναλάβει την οργάνωση και την λειτουργία μιας στρατιωτικής μονάδας αερόστατων, με στόχο την παρατήρηση θέσεων και κινήσεων των εχθρών και την μεταφορά αλληλογραφίας από το πολιορκημένο Παρίσι στη Νορμανδία. Επρόκειτο για την πρώτη ταχυδρομική αποστολή από αέρος.
Το 1873, όταν απαλλάχθηκε από τις τρέχουσες επαγγελματικές υποχρεώσεις του στούντιο, που ανέλαβε πλέον ο γιος του Πολ, ο Ναντέρ παρέμεινε δημιουργικός μέσω του συγχρωτισμού του με τους ανήσυχους δημιουργούς της εποχής.
Έτσι για έναν μήνα, από τον Απρίλιο έως το Μάιο του 1874, παραχώρησε (ή κατ’ άλλους νοίκιασε) το στούντιο του σε ζωγράφους του κινήματος που σύντομα θα ονομαστεί «ιμπρεσιονισμός».
Στα 165 έργα που εκτέθηκαν στους μοντέρνους χώρους του στούντιο στην Boulevard des Capucines, συμπεριλαμβάνονταν πίνακες του Μονέ, του Ρενουάρ, του Πισαρό, του Ντεγκά, του Σεζάν.
Μετά το τέλος της ο Ρενουάρ σχολίασε ότι τίποτα δεν βγήκε από την έκθεση αυτή, εκτός από το όνομα «Ιμπρεσιονισμός», που ο ίδιος σιχαινόταν.
Το όνομα του Ναντάρ συνδέθηκε και με μία ακόμη πρωτιά: το 1886 παίρνει συνέντευξη από το σπουδαίο χημικό Μισέλ Εζέν Σεβρέλ (1786- 1889), στα 100ά του γενέθλια. Τους δύο άντρες να συνομιλούν φωτογράφισε ο Πολ Ναντάρ. Η πρώτη φωτο-συνέντευξη ήταν γεγονός και δημοσιεύτηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1886 στην Journal Illustre.
Ο Ναντάρ πέθανε στα 90 του, το 1910, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της αγαπημένης συζύγου του. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του αφιέρωσε στη συγγραφή και στις εκθέσεις του σκιτσογραφικού και φωτογραφικού έργου του.
Το στούντιό του το κράτησε ο γιος του έως το θάνατό του, το 1939. Μετά πέρασε στα χέρια της κόρης του Μάρθας, που μπόρεσε να το κρατήσει λίγα χρόνια ακόμη.
Το 1950 το γαλλικό κράτος αγοράζει από την Άννα Ναντάρ, δεύτερη γυναίκα του Πολ, 60.000 αρνητικά του Στούντιο Ναντάρ. Το αρχείο του «μεγάλου πορτρετίστα και γι’ αυτό μεγάλου μυθολόγου της γαλλικής αστικής τάξης» (Ρολάν Μπαρν, «Ο φωτεινός θάλαμος»), διαχειρίζεται η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας.
Φωτογραφίες του κοσμούν συλλογές σημαντικών μουσείων, φωτογραφίας και άλλων, όπως το ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης ή η National Portrait Gallery , που διαθέτει περί τα 40 πορτρέτα του.