Υπήρξε μέσα στα χρόνια ελληνικό folk, acid-folk, folk-rock και τα λοιπά; Υπήρξε και υπάρχει… αν και θα πρέπει κάπως να το ορίσουμε. Τροβαδούροι, λοιπόν, που μπορεί να διασκευάζουν παγκόσμια folk τραγούδια, άλλοι που μπορεί να διασκευάζουν ελληνικά δημοτικά (ή και λαϊκά), άλλοι που δεν διασκευάζουν σώνει και καλά, παρουσιάζοντας πρωτότυπο υλικό, επηρεασμένοι όμως από τον Dylan και την Baez παλιότερα ή από τη σύγχρονη neo-folk κίνηση τώρα. Επίσης, αντίστοιχα συγκροτήματα, που μπορεί να διασκεύασαν για ηλεκτρική ορχήστρα (χρησιμοποιώντας συχνά και παραδοσιακά όργανα) δημοτικά, ρεμπέτικα ή λαϊκά… Γενικώς, το folk και, κυρίως, το folk-rock έχει «ψωμί» στην Ελλάδα και με την ευκαιρία ας θυμηθούμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις του…
Τροβαδούροι που μπορεί να διασκευάζουν παγκόσμια folk τραγούδια, άλλοι που μπορεί να διασκευάζουν ελληνικά δημοτικά (ή και λαϊκά), άλλοι που δεν διασκευάζουν σώνει και καλά, παρουσιάζοντας πρωτότυπο υλικό, επηρεασμένοι όμως από τον Dylan και την Baez παλιότερα ή από τη σύγχρονη neo-folk κίνηση τώρα.
Η Ευγενία Συριώτη είναι μία από τις πιο αξιοπρεπείς παρουσίες της σκηνής, και από τις πιο γνήσιες και παλαιότερες εκπροσώπους της folk μουσικής στην Ελλάδα (τουλάχιστον με τη σημασία που είχε ο όρος στις ΗΠΑ και την Αγγλία τη δεκαετία του ’60). Γεννημένη στην Αθήνα, η Ευγενία Συριώτη σπούδασε πιάνο και φωνητική εδώ και στο Λονδίνο, για να γίνει γνωστή στους μουσικόφιλους από τη συμμετοχή της στα έργα του Μάνου Χατζιδάκι «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» (1962/63) και «Όρνιθες» (1964). Έχει εμφανιστεί επανειλημμένως στο Ηρώδειο, στo πλαίσιo του Φεστιβάλ Αθηνών. Δίδαξε πιάνο και τραγούδι, ενώ διατήρησε, για μεγάλες χρονικές περιόδους, εκπομπές στην κρατική τηλεόραση («Τα τραγούδια του κόσμου», «Δύο τραγούδια κι ένα παραμύθι») με συνεργάτες τους Σταύρο Παπασταύρου, Κώστα Γεωργίου κ.ά. Ταξίδεψε στην Ευρώπη και στην Αμερική, όπου έδωσε σειρά συναυλιών, αποσπώντας κολακευτικά σχόλια. Η ίδια σημειώνει για τη folk διαδρομή της: «Όταν τελείωσα τις σπουδές μου, άρχισα τα ταξίδια μου στην Αμερική, όπου ζούσε ο αδελφός μου Αντώνης ήδη από το 1951. Με τον αδελφό μου ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Είχαμε μοιραστεί τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, τα παιδικά μας χρόνια στην Αγγλία και είχαμε την κοινή αγάπη της μουσικής. Εκείνος με έστρεψε προς τον δρόμο που είμαι ακόμη και σήμερα. Ο Αντώνης, ζώντας στην Αμερική, είχε ακούσει μουσική που ήξερε ότι θα μ’ ενδιέφερε και που στην Ελλάδα δεν είχα ακούσει ζωντανά. Με πήγε παντού. Ακούσαμε spirituals, blues, την Judy Collins, την Joan Baez, τον Pete Seeger, τον Woody και τον Arlo Guthrie, τον Burl Ives, τον Willie Nelson, τη Mahalia Jackson. Κι έτσι άρχισε το ταξίδι μου στον κόσμο. Άρχισα να αναζητώ φολκλορικά τραγούδια, να επεξεργάζομαι, να μεταφράζω… Τα τραγούδια του κόσμου. Από το ’57 έως σήμερα τα δούλεψα, τ’ αγάπησα, τα τραγούδησα…».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά η Συριώτη θα ξεκινήσει μια σειρά κονσέρτων, κάνοντας γνωστά στο ελληνικό κοινό τραγούδια των Bob Dylan, Tom Paxton, Malvina Reynolds, Simon and Garfunkel, Leonard Cohen κ.ά. Σε εκείνα τα live πολύ συχνά τη συνόδευαν διάφοροι ροκάδες της εποχής, όπως ο κιθαρίστας Γιάννης Ψιμόπουλος (Blue Birds), ο πιανίστας Ντίνος Παπαβασιλείου (Idols), ο μπασίστας Λεωνίδας Λουλούδης (Blue Birds), ο ντράμερ Johnny Carr (Zoo) κ.ά.
Το πρώτο προσωπικό LP της Ευγενίας Συριώτη είχε τίτλο «Ταξιδεύοντας» (Rod Strofes, 1970) και περιείχε λιτές ατμοσφαιρικές μπαλάντες όπως και παραδοσιακά τραγούδια σε ιδιαίτερη folk ενοργάνωση από τον άξιο συνθέτη και κιθαριστή Βασίλη Τενίδη. Η Συριώτη και ο Τενίδης αποδίδουν στη γλώσσα μας σκοπούς από το Μεξικό, τη Χαβάη, τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Κύπρο, το Ισραήλ, την Αρμενία, την Αγγλία, την Ουαλία, την Περσία και την Ελλάδα. Το όλο κλίμα παραπέμπει στα αντίστοιχα folk duos της εποχής, και βεβαίως της αλλοδαπής, π.χ. στους David και Marianne Dalmour, με την Ευγενία Συριώτη να δίνει μερικές απροσδόκητες ερμηνείες – φέρ’ ειπείν στο χιώτικο «Πυργούσοι» ή στο «Τι κακό σου έχω κάνει», ένα folk-psych gem με σπηλαιώδη φωνητικά, ικανό να «χτυπήσει» τα καλύτερα της Shirley Collins και του Davy Graham. Το 1973 τυπώνεται το βιβλίο «Τα τραγούδια του Μπομπ Ντύλαν» (ibc Hellas/Διεθνής Λέσχη Βιβλίου, Αθήναι 1973) με τις μεταφράσεις της Συριώτη στο «ντυλανικό» songbook. Ήταν η πρώτη τέτοια ολοκληρωμένη (ελληνική) απόπειρα από μια μεγάλη fan του Αμερικανού τραγουδοποιού.
Το δεύτερο και τελευταίο LP της Συριώτη, το «Μια θάλασσα μικρή», κυκλοφόρησε στην ΕΜΙ το 1982. Το ρεπερτόριο της τραγουδίστριας… κλασικό. Τραγούδια των Σαββόπουλου, Μικρούτσικου, Σπανού, αλλά και παραδοσιακά από την Αγγλία, την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Σκωτία. Η εκδοχή της στο «The trees they grow (so) high» είναι για παγκόσμια ανθολογία. Το τραγούδι –βρετανικό folk του 18ου αιώνα– το έχουν τιμήσει, ανάμεσα σε άλλους, οι Martin Carthy, Joan Baez, Pentangle, Donovan, Bob Dylan… Εδώ, το duo της με τον Κώστα Γεωργίου «ξεφεύγει».
Γνώστρια του αμερικανικού folk από πολύ νωρίς, το 1966-67 συγκεκριμένα, ήταν και η Μαριάννα Τόλη, η οποία ακόμη και σήμερα, όταν βρει την ευκαιρία, θα τραγουδήσει τις παλιές αγαπημένες μπαλάντες της. Εκείνη την εποχή η… Marianna είχε παρουσιάσει ένα EP στη Zodiac του Αλέξανδρου Πατσιφά με τα τραγούδια «He was a friend of mine» (διασκευή Bob Dylan), «Four strong winds» (του Ian Tyson), «Cocaine Βlues» (διασκευή Dave Van Ronk) και «You were on my mind» (της Sylvia Tyson). Θυμάμαι, παλιά, σε μια εκπομπή της τηλεόρασης την εξαιρετική τραγουδίστρια, με τη γνωστή σε όλους μουσικοθεατρική καριέρα, να μιλά για την εποχή που ξεκινούσε στις μπουάτ, όπως και για την εκτίμηση που είχε προς εκείνην ο Πατσιφάς, παρουσιάζοντάς την (τότε) κάπως σαν τον θηλυκό Σαββόπουλο.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, επηρεασμένος από τον Brassens βασικά, ηχογραφεί στα μέσα του ’60 τα πρώτα τραγούδια του (στα δύο γνωστά EP) και προς το τέλος του ’66 το «Φορτηγό» του (όλα στη Lyra). Εν τω μεταξύ, έχει «γνωρίσει» καλύτερα και τον Dylan, τον οποίον διασκευάζει στην πορεία, δίνοντας με τον «Μπάλλο» (Lyra, 1971) ένα κλασικό folk-rock άλμπουμ. Τουλάχιστον…
Όταν ξεκινούσε ο Σαββόπουλος, ξεκινούσε πάνω-κάτω και η Αρλέτα. Η Αρλέτα είχε ακούσει Joan Baez και είχε επηρεαστεί ως έναν βαθμό. Μερικά τραγούδια της είχαν δε και μια αίσθηση «διαμαρτυρίας», αλλά η λογοκρισία της εποχής δεν επέτρεπε πολλά… Το ίδιο ισχύει και για τη Μαίρη Δαλάκου, που βρίσκει την ευκαιρία στον πρώτο της δίσκο, την «Απανεμιά» (Polydor, 1968), να τραγουδήσει «Sometimes I feel like a motherless child» και «Jamaica Farewell», ενώ από κοντά ακολουθεί και η Λήδα, που τραγουδά στο «Πιο Ψηλά» (Philips, 1967) το «Lullaby» των Argov/ Alterman, καθώς και το κλασικό αγγλικό folk song «Greensleeves».
Εντελώς ταιριαστός folkist ήταν, βεβαίως, και ο Νίκος Χουλιαράς, καθότι διασκευάζει στο πρώτο LP του (Zodiac, 1968), με τη βοήθεια του Νότη Μαυρουδή, έξι ηπειρώτικα παραδοσιακά, ερμηνεύοντάς τα με τον δικό του ξεχωριστό, «μπουατικό» τρόπο. Ο Χουλιαράς, δηλαδή, αναλογικά έπραξε ό,τι έπρατταν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί folkists όταν διασκεύαζαν τα δικά τους παλιά φολκλορικά τραγούδια για φωνή και κιθάρα.
Πέραν αυτών… σε folk-rock δρόμους κινούνται από τις αρχές του ’70 η Μαρίζα Κωχ, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας (με τους συνοδοιπόρους Ανάκαρα να διασκευάζουν, ως vocal γκρουπ κυρίως, παραδοσιακά μακεδονίτικα), το ντουέτο Λήδα - Σπύρος («Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Καραγκούνα»), οι Αγάπανθος (τραγουδούν, ανάμεσα σε δικά τους, κομμάτια του Neil Young και της Joni Mitchell), καθώς και οι Morka (με δικά τους άσματα και με αγγλικό βασικά στίχο, όπως στο αριστούργημά τους «Avenue Winter»).
Εντελώς ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Πάνος Σαββόπουλος, στον οποίο ανήκει το μοναδικό acid-folk LP που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα (στην ίδια κλάση με τα ωραιότερα του εξωτερικού). Αναφερόμαστε, φυσικά, στο «Επεισόδιο» (Polydor, 1971) και σε κομμάτια όπως τα «Κίκος 70», «Βλέπω μορφές», «Ακροβάτης» και «Επεισόδιο (Lord Simson Dark)». Στο ίδιο κλίμα και τα τρία τραγούδια του από το «Διά Ταύτα» («Παρέλαση», «Τετραδάκος», «Φυγή») που ηχογραφήθηκαν το ’73, αλλά κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 2011 από την Anazitisi Records.
Κοντά στον Πάνο Σαββόπουλο θα τοποθετούσα τον όχι γνωστό Χάρη Βρούλη, κυρίως για το τραγούδι του «The train now…» από το 45άρι του «All Alone…» (Athena, 1971). Φοβερό κομμάτι! Ανακαλύψτε το…
Μια συνεπή και μοναχική περίπτωση αποτελεί και ο Τάκης Βούης, που ξεκίνησε να τραγουδά στα late sixties σε μικρές εταιρείες, πήγε αργότερα στη Σουηδία και ηχογράφησε εκεί ελληνικό folk, για να επιστρέψει στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, δίνοντας ενδιαφέροντα άλμπουμ, όπως το «… και τώρα τραγουδάμε» (EMI/ Regal, 1975). Μνεία, επίσης, αξίζει να κάνουμε και στον Νίκο Κυπουργό και στα τρία LP που ηχογράφησε νεότατος, στο διάστημα 1969-1971, στην εταιρεία Rod Strofes (από κει και το «Ταξιδεύοντας» της Ευγενίας Συριώτη, υπενθυμίζω). Το «Ταξίδι» του από το άλμπουμ «2» είναι… αξέχαστο.
Μια τάση του «έντεχνου» φλερτάρει με το folk, και αυτό το ξέρουν ήδη πολλοί στο εξωτερικό (χώνοντας φράγκα σε τέτοια ελληνικά άλμπουμ). Η αρχή ήταν ο «Καπετάν Μιχάλης» (Columbia, 1966) του Μάνου Χατζιδάκι με τον Γιώργο Ρωμανό, κάποια άλμπουμ του Σταύρου Ξαρχάκου σαν το «Διόνυσε καλοκαίρι μας» (EMI/Columbia, 1972), κάποια του Χριστόδουλου Χάλαρη, όπως ο «Τροπικός της Παρθένου» (EMI/Columbia, 1973), τα «Έρανα» (ΕΜΙ/Columbia, 1979) του Νίκου Τάτση κ.ά. Μερικά τραγούδια που έχει πει ο Μάνος Λοΐζος είναι επίσης ενδεικτικά του κλίματος, όπως το πασίγνωστο «Σεβάχ ο θαλασσινός» ή το όχι πολύ γνωστό «Κανένας δεν μου μίλησε» από το «Καλημέρα Ήλιε» (MINOS, 1974), ενώ το ίδιο ισχύει και για ορισμένα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου…
Σε ξεχωριστή κατηγορία θα εντάσσαμε τους singer-songwriters του εξωτερικού. Που έδρασαν, δηλαδή, στο εξωτερικό, ασχέτως αν είχαν ή όχι και κάποια ελληνική καριέρα. Τέτοιοι είναι: ο Alex Devezoglu, που έκανε στην Ιταλία το έξοχο άλμπουμ «Alex» (Ricordi, 1971) –για τον Devezoglu έχουμε γράψει ειδικό άρθρο εδώ στο Lifo.gr–, o Georges Marinos, που έκανε πολλές ηχογραφήσεις στη Δανία στα early seventies, ο γνωστός σκηνοθέτης Ανδρέας Θωμόπουλος, που έκανε στην εγγλέζικη Mushroom (εκεί όπου ηχογραφούσαν οι Magic Carpet και ο Simon Finn) δύο folk LP με πολιτικά μηνύματα (τα «Τραγούδια του Δρόμου» και το «Born out of the tears of the sun» το 1970-71), o Λάκης Καραλής, επίσης στην Αγγλία, με το αντιχουντικό, και άλλα πολλά, «Supermarket» (1971), ο TomMahairas στην Αμερική με τα χριστιανικά «Seekers of the Truth» (1972) και «Transformation» (1981), ο Παύλος Βακατάτσης ως PavloV (κι αυτός στην Αμερική) με το πολύ ενδιαφέρον «Strength of Materials» το 1979 κ.ά.
Διακεκριμένος τραγουδιστής (και όχι μόνο τραγουδιστής) της δεκαετίας του ’70, ο Χρήστος Λεττονός (1949-1994) έχει ένα άλμπουμ από το 1982 που κάνει τη διαφορά. Ο λόγος για τα «Στρατιωτικά» (Εναλλάξ/Μουσικό Επίρρημα), που αποτελούν ένα από τα πιο υπερήφανα, θλιμμένα long plays της ελληνικής δισκογραφίας. Το «Σε θυμάμαι συχνά» (το «Chelsea Hotel #2» του Leonard Cohen), η «Πρώτη Έξοδος», το «Γενέθλια στο αναρρωτήριο», η «Σκοπιά στη Φλώρινα» και το «Σαν εκδρομή» είναι ανεπανάληπτα τραγούδια…
Πάντως, από τα χρόνια του ’80 και μετά είναι η Σαβίνα Γιαννάτου εκείνη που κρατάει τα πρωτεία με πολλά και καλά άλμπουμ που έχουν σοβαρό folk περιεχόμενο. Ανάμεσά τους τα «Νανουρίσματα» του 1985, κάποιες εγγραφές με τους Primavera en Salonico σαν το «Tutti Baci», που έγινε με τη συμβολή της Elena Ledda, και άλλα διάφορα. Σε αυτό το ύφος δεν πρέπει να λησμονηθούν και οι «Ιχνηλάτες του Ιούρα» (Lyra, 1993), με τη Γεωργία Συλλαίου να αποδίδει δώδεκα folk τραγούδια από τα νησιά των Εβρίδων, επιλεγμένα από τη συλλογή της Marjory Kennedy-Fraser (1857-1930), «Songs of the Hebrides». Οι ερμηνείες της Συλλαίου, οι ενορχηστρώσεις του Μιχάλη Σιγανίδη και, βεβαίως, τα παιξίματα των μουσικών (Θοδωρής Ρέλλος, Δήμος Δημητριάδης, Τάκης Κανέλλος κ.ά.) έχουν υπάρξει εξόχως αποκαλυπτικά.
Σήμερα;
Σήμερα υπάρχουν οι… Έλληνες-Κέλτες Iernis, που ηχογράφησαν πρόπερσι το θαυμάσιο «Beyond a far-off shore» (Music Corner), διασκευάζοντας τα κλασικά «Gloomy winters noo awa’», «Van Diemen’s land», «John Riley» και «So early in the spring», και ακόμη μια νέα γενιά τραγουδοποιών και συγκροτημάτων (αν και κάποια μπορεί να έχουν ήδη διαλυθεί) που επιχειρούν να προσεγγίσουν τις παλαιότερες, αλλά και τις πιο σύγχρονες (neo-folk) φόρμες, όπως είναι η Nalyssa Green, ο LogOut, οι Your Hand in Mind, οι Burgundy Grapes, η Etten και ακόμη ο Σείριος Σαββαΐδης με την «Πλανωδία» του, που δημιουργεί την πιο μεγάλη σύγχρονη έκπληξη…