«ας έχει ασημένιους ήχους/ στη μνήμη του ο δρόμος»[1]
Σε βρώμικους δρόμους, στα πιο ξεχασμένα μονοπάτια της πόλης που το έδαφός της έχει εισχωρήσει στα οστά μου, που μπορεί να με προδώσει ακόμη και μετά από χίλια χρόνια.. Ακολουθώντας μια πορεία χωρίς πορεία, φορώντας τα ίδια πάντοτε παπούτσια, κάθε μέρα, με βήματα αργά, σε αποστάσεις ασφαλείας, πάντοτε. Είναι ξημερώματα και ένα σκουπιδιάρικο μαζεύει αδιάκριτα σκουπίδια, από φτωχούς και πλούσιους, δίκαιους και άδικους. Μ’ ένα παράδοξο τρόπο τα σκουπίδια συμβάλλουν στην ενότητα, αποτελούν κοινό γνώρισμα μιας πόλης που κατ’ εξοχήν μεροληπτεί, κοινό παρανομαστή όλων της των αντιθέσεων. Ενώνουν τους χωρισμένους κατοίκους με το χώμα, όπως τα ξεχασμένα δέντρα επιστρέφουν στον αέρα το οξυγόνο, ως μη οφειλόμενο αντίδωρο. Μοιάζει σα να πρέπει να ακολουθήσεις την νυχτερινή πορεία των απορριμμάτων για να καταλάβεις. Τα παπούτσια μεταφέρουν ίχνη ατέλειωτων χιλιομέτρων, την σκόνη εκείνη που μπορεί και σ’ ανεβάζει. Πάντοτε τα ίδια παπούτσια από φόβο μήπως κάποια ελάχιστα ίχνη χαθούν. Αόρατα ίχνη από διαδρομές, από την αναλώσιμη ζωή της πόλης. Τίποτα από τις μεγάλες ιδέες, από τις εικόνες του δημόσιου βίου δεν επιβιώνει σ’ αυτές τις προσωπικές περιπλανήσεις. Τις ανώνυμες διαδρομές που καταφέρνουν με ένα τρόπο -όχι μαγικό- να φροντίζουν τα εγκαταλελειμμένα δέντρα που ασφυκτιούν στις πίσω αυλές, στα στενά πεζοδρόμια. Τις ανώνυμες διαδρομές που καταφέρνουν με ένα τρόπο -όχι μαγικό- να συντηρούν τις παραμελημένες ανεπαίσθητες υπάρξεις, εκείνες που προσφέρουν τo ασήμαντο. Κι ας μη το νοιώθουμε. Τις διαδρομές που τις μαθαίνεις μόνο αν αφεθείς να χαθείς στα θολά παρακλάδια τους.
**
[Η πόλη ένα δάσος με κρυφές λέξεις στην καρδιά του.]
Σ’ ένα σκοτεινό στενό, σ’ έναν αδιέξοδο δρόμο.. τα μικρά και τα ευμετάβλητα, εκείνα που κάθε στιγμή είναι έτοιμα να αφανιστούν, διατηρούν συσσωρευμένη τη μνήμη της πόλης εντός μου. Εκείνα που αποκαλύπτονται και ζωντανεύουν κόσμους κρυφούς σαν αποθηκευμένα αντικείμενα από στιγμές όταν η ζωή αποφασίζει ξαφνικά να αλλάξει πορεία. Την πραγματική πόλη την ανακαλύπτω στην αταξία των αχαρτογράφητων γραμμών της απλωμένης παλάμης της, στα αόρατα σημάδια των δρόμων της μέσα μου. Γιατί όταν περιπλανιέσαι χωρίς λόγο τότε η πόλη σού χαρίζει το πολύτιμο αποτύπωμά της. Κι αντίστροφα όταν ακολουθείς με συγκεκριμένο σκοπό μια προκαθορισμένη πορεία, είναι σαν να προσπαθείς να ψηλαφήσεις τη ζωή φορώντας γάντια.
Σ’ ένα σκοτεινό στενό, σ’ έναν αδιέξοδο δρόμο.. σπίτια ερειπωμένα σαν έρωτες μεγάλοι που από καιρό έχουν ξεφτίσει κι έχουν χάσει την πρώτη τους λάμψη, σαν παροπλισμένα πλοία, σφηνωμένα ανάμεσα σε μια σχισμή του χρόνου και της δειλίας των κληρονόμων τους, δε μπορούν να ξεφύγουν από τα περίεργα βλέμματα που πληγώνουν, που απειλούν. Εκείνα όλα τα αφανή που η πόλη απομνημονεύει επαναλαμβάνοντάς τα μέσα στις ατέλειωτες ανώνυμες ώρες της, στις ατέλειωτες ανώνυμες διαδρομές της, οι κρυφές γωνιές των μπαλκονιών που κανείς δεν νοιάζεται πώς δείχνουν, εκεί που ακουμπούν οι λησμονημένες θλίψεις.
Δρόμοι χωρίς το βάρος λέξεων και ονομάτων να επιβραδύνουν την αναπνοή. Κι όμως κάτι απόμακρο στη νυχτερινή λάμψη της πόλης, μια υποψία ιερότητας στις φοβισμένες ψυχές των ανθρώπων κάποιες φορές τις νύχτες στέκεται ανάμεσα κι εμποδίζει τα περάσματα. Μια παράξενη εκρίζωση της μνήμης που συντελείται υπόγεια: οι ‘αφρόντιστοι χώροι’ που σταδιακά ‘τακτοποιούνται’, τα κελύφη των κτιρίων που απομένουν σαν πετρωμένες μάσκες κρύβοντας πίσω τους ένα αποξενωμένο εαυτό. Μια αισθητική που στο βάθος της υπηρετεί ένα ύπουλο, έναν ανεπαίσθητο ολοκληρωτισμό.
Σ’ ένα σκοτεινό στενό, σ’ έναν αδιέξοδο δρόμο.. καθώς περπατούσα σα να τραβήχτηκε ένα ύφασμα απ’ τα μάτια μου και είδα: η πόλη ένα αόρατο κλουβί και όσοι βρίσκονται εντός του ετοιμάζονται κρυφά να δραπετεύσουν, και κείνοι πάλι που απ’ έξω το κοιτούν δεν θέλουν τίποτα άλλο παρά να βρεθούν φυλακισμένοι πίσω από τα συρμάτινα δίχτυα του.
Διαδρομές που προσωρινά παρηγορούν με την πρόσκαιρη μα βέβαιη αθανασία τους. Διαδρομές που παρακάμπτουν τους περιορισμούς της αρχιτεκτονικής, που γίνονται γόνιμη επίσκεψη στη σιωπή όλων όσων δεν έχουν εκφραστεί ακόμη με λέξεις. Τις επαναλαμβάνω για να μην νοιώσω την πόλη ξένη εντός μου - μια επίμονη άσκηση μνήμης στους ήχους των δρόμων.
Σ’ ένα σκοτεινό στενό, σ’ έναν αδιέξοδο δρόμο.. μέσα μου αναδύεται αργά μια άλλη πόλη έτοιμη για κάθε συνάντηση, έτοιμη για κάθε αποτυχία. Κάθε μέρα φορώντας τα ίδια πάντοτε παπούτσια στους βρώμικους δρόμους, στα πιο ξεχασμένα μονοπάτια της η Αθήνα απλώνεται μέσα μου τσαλακωμένη, μυστηριώδης, ενδιαφέρουσα, ζωντανή. Κι έτσι καθώς ως τα άκρα μου η χαρμολύπη της με κυριεύει μια άλλη, αόρατη πόλη μού ψιθυρίζει πώς να γευτώ καρπό από το δέντρο της ζωής.
[1] Στίχοι από το ποίημα του Κώστα Μαυρουδή, ‘Επιστρεψιμότητα ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ’, Τέσσερεις Εποχές, 2010.