Υπάρχουν φαμίλιες κακές, ψυχρές κι ανάποδες, σωστά σκορποχώρια, υπάρχουν πάλι άλλες που αναπτύσσουν βαθιές σχέσεις κατανόησης, συνεργασίας κι αλληλοπεριχώρησης. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι Παπακωνσταντίνου: ο Θοδωρής και η Λίτσα, ένα αγαπημένο, δεμένο ανδρόγυνο που ανακάλυψε στην τέχνη τη συνταγή της ευτυχίας σαν το στρίμωξαν δοκιμασίες και ανάγκες, μαζί κι ο «καρπός» του έρωτά τους, η 71χρονη σήμερα Λήδα που έμελλε να εξελιχθεί σε μια σπουδαία αβάν γκαρντ εικαστικό με πλούσιο βιογραφικό και διεθνή αναγνώριση. Ξεκίνησε σπουδάζοντας γραφιστική και καλές τέχνες στην Αθήνα αλλά «ωρίμασε» πνευματικά και καλλιτεχνικά στο Λονδίνο, διακρινόμενη ήδη από τα τέλη της δεκαετίας όχι μόνο στην τέχνη της περφόρμανς που την έκανε ευρύτερα γνωστή αλλά επίσης στις εγκαταστάσεις, τη ζωγραφική, το βίντεο, το φιλμ και τη γλυπτική. Σήμερα, ένα χρόνο μετά τη συμμετοχή της στην Art Athina και το αφιέρωμα στο έργο της στην 5η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφει με μια ιδιαίτερη έκθεση-εγκατάσταση, μια υπόθεση «οικογενειακή».
Η τοποθεσία εξαίσια, οι συνθήκες στον πρότυπο πολυχώρο Φουγάρο ιδανικές, το πρότζεκτ της αειθαλούς, κοσμοπολίτισσας, αεικίνητης Λήδας, εντυπωσιακό: μέσα στα 300 τ.μ της γκαλερί έχει ξετυλίξει ως άλλη Αριάδνη από τοίχο σε τοίχο τα νήματα της κοινής πορεία των τριών τους μέσα στα χρόνια, με σημείο εκκίνησης τη γέννηση του πατέρα της το 1913. Είναι το πρώτο νήμα, το κόκκινο – το δεύτερο, το μπλε ξεκινά με τη γέννηση της μητέρας της (1922), το τρίτο, το κίτρινο με τη δική της. Ακολουθώντας τους μίτους βρίσκεις ανά διαστήματα καρφιτσωμένα και σημειωμένα χειρόγραφα με μολύβι 103 μικρά και μεγάλα γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις που καθόρισαν όχι μόνο εκείνους αλλά και την Ελλάδα του 20ού αιώνα. Ξεχωρίζει το μυθιστορηματικό στόρι του πατέρα της, πλωτάρχη που πολέμησε στον Β' Παγκόσμιο, γλίτωσε από τη βύθιση του αντιτορπιλικού Ύδρα (1941), συμμετείχε στην Κατοχή σε αντιστασιακή οργάνωση για να διωχθεί, να φυλακιστεί και παραλίγο να εκτελεστεί μεταπολεμικά «λόγω φρονημάτων» - εντέλει η ελληνική δημοκρατία τον παρασημοφόρησε το 1986.
"Ήταν βέβαια μεγάλη τύχη να βρεθώ στο Λονδίνο σε μια εποχή που συνέβαιναν τόσα τολμηρά και πρωτοποριακά πράγματα. Το καλό επίσης ήταν ότι, τόσο από καλλιτεχνική κατεύθυνση όσο κι από ιδιοσυγκρασία, τις Συμπληγάδες της «ελληνικότητας» - ένα πυροτέχνημα που πετιέται κάθε τόσο - δεν τις πέρασα ποτέ".
Την «περιπλάνηση» της αφήγησης συνοδεύουν εκατοντάδες μικρά και μεγάλα έργα τέχνης, ξυλόγλυπτα, εργαλεία, ζωγραφιές, μικρογλυπτά και μαζί διάφορα έγγραφα, βιβλία, φωτογραφίες, επιστολές, ενθύμια, προσωπικά αντικείμενα και διάφορα άλλα κομμάτια της ζωής των γονιών της – θησαυρός ολόκληρος διαλεγμένος και τοποθετημένος με σχέδιο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια - σε έναν δημιουργικό διάλογο με παλιότερα και νεότερα έργα της ίδιας (κατασκευές, μικροεγκαταστάσεις, προβολές κ.ά.), αποτυπώνοντας με δεξιοτεχνία, ευαισθησία κι ευγνωμοσύνη τις σχέσεις, επιδράσεις κι επιρροές που διαμόρφωσαν τελικά και την ίδια ως καλλιτέχνη και άνθρωπο.
Το περασμένο Σάββατο έτυχε να βρεθώ στα εγκαίνια που προσέλκυσαν πολλούς φιλότεχνους και μέσα στον «χαμό» κατάφερα να ξεκλέψω λίγο από το χρόνο της, πάντα πολύτιμο σε μια δουλειά σε διαρκή εξέλιξη που «μόνο της όριο είναι ο θάνατος», καθώς λέει.
— Πώς θυμάστε τους γονείς σας;
Ο Θοδωρής κι η Λίτσα υπήρξαν άνθρωποι συντροφικοί, ελεύθεροι και δημιουργικοί όχι μόνο στα εύκολα αλλά και στα πολλά δύσκολα που πέρασαν. Στάθηκαν για μένα σημεία αναφοράς όχι μόνο στην τέχνη αλλά και στη ζωή μου ολόκληρη. Τεσσάρων χρονών παιδάκι στη Σαλαμίνα θυμάμαι να με έχει αγκαλιά του ο πατέρας μου με το ένα χέρι και να μου αφηγείται καθώς σκάλιζε ή κρατούσε κάποιο εργαλείο με το άλλο ιστορίες διάφορες, την Ιλιάδα, την Οδύσσεια... Το σπίτι μας ήταν γεμάτο βιβλία, τέχνη, λογοτεχνία, φιλοσοφία, ποίηση, ενώ παίρναμε τακτικά τη βενζίνα να βγούμε στο Πέραμα κι από κει Αθήνα για να επισκεφθούμε την Ακρόπολη, το λόφο του Φιλοπάππου, το Αρχαιολογικό Μουσείο κι άλλα καλλιτεχνικά και ιστορικά αξιοθέατα, είχαμε δε ιδιαίτερη αδυναμία στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας που στεγαζόταν τότε στο Πανεπιστήμιο... Επιπλέον, εκείνη την εποχή συνέβαινε να γίνονται οι παιδικοί εμβολιασμοί στο υπόγειο της ΑΣΚΤ, στο εργαστήριο μαρμαροτεχνικής όπου, για να ξεχάσουμε τα μικρά τον φόβο της βελόνας, χαζεύαμε τα προπλάσματα και τα αγάλματα ένα γύρω... Χρόνια αργότερα ξαναβρέθηκα ως φοιτήτρια πια στον χώρο αυτό και τα αναθυμόμουν όλα αυτά χαμογελώντας!
— Μεγαλώσατε οπότε, τρόπον τινά, «μέσα στην τέχνη».
Ήταν από εκείνα τα ευτυχήματα που αναπάντεχα μπορεί να προκύψουν μέσα από ατυχίες. Γιατί και την απόφαση των δικών μου να γίνουν χειροτέχνες, η ανάγκη την έφερε – ο Παγκόσμιος Πόλεμος που είχε προηγηθεί και ο εμφύλιος που τον ακολούθησε στην Ελλάδα, οπότε ο πατέρας μου που πολεμούσε τέσσερα χρόνια τον εχθρό στη θάλασσα διώχθηκε και φυλακίστηκε, είχαν αναποδογυρίσει τις ζωές τους κι έπρεπε να τις ξαναστήσουν από την αρχή... Πράγμα που ωστόσο κατάφεραν με κόπο, υπομονή, επιμονή και, το κυριότερο, με τη χαρά της ανακάλυψης και της δημιουργίας, δίχως μιζέριες και γκρίνιες. Εγκαταστάθηκαν στις Σπέτσες, έκαναν όνομα και πρόκοψαν...
—Συγκρούσεις δεν είχατε μαζί τους ούτε στην εφηβεία σας; Δεν υπήρξε «χάσμα γενεών»;
Όχι, ποτέ δεν θυμάμαι να είχαμε κόντρες κι αντιδικίες, επικρατούσε ένα πνεύμα υπεύθυνο και κριτικό μεν, μέγιστης αλληλοσυναίνεσης κι αλληλοκατανόησης δε. Ξύλο; Ούτε για αστείο, απαγορευόταν διά ροπάλου στο σπίτι μας! Μεγάλωσα μαθημένη να αναλαμβάνω απόλυτα την ευθύνη της ύπαρξής μου, να διεκδικώ τα δικαιώματά μου χωρίς ταυτόχρονα να παραγνωρίζω τις υποχρεώσεις μου, κάτι που έβρισκα ορθό και δίκαιο . Η ίδια η έννοια της δικαιοσύνης με είχε, ξέρετε, απασχολήσει πολύ ήδη από παιδί, όταν ο πατέρας μου πέρασε Στρατοδικείο το '48 στη λεγόμενη δίκη (μια δίκη-παρωδία, βέβαια) του Ναυτικού - γλίτωσε τελευταία στιγμή το εκτελεστικό απόσπασμα και παρέμεινε έγκλειστος μέχρι το '56... Ναι, διατηρούσαμε μια σχεδόν παράδοξα αρμονική σχέση, ακόμα κι οι ρόλοι μας δεν ήταν αυστηρά καθορισμένοι, μπορεί να εναλλάσσονταν και να διασταυρώνονταν όπως συμβαίνει και στην έκθεση. Αυτή την υπευθυνότητα, ανεξαρτησία κι ελευθεροφροσύνη προσπάθησα να εμφυσήσω και στην οικογένεια που εγώ ύστερα δημιούργησα - κρίνοντας από τον γιο και τις εγγονές μου, μπορώ να πω ότι σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερα!».
— Πόσο καιρό απαίτησε η προετοιμασίας της έκθεσης-εγκατάστασης και πώς αποφασίσατε να εκθέσετε στο Φουγάρο στο Ναύπλιο;
Το στήσιμο χρειάστηκε ένα δεκαπενθήμερο, είναι όμως ένα έργο που το επεξεργαζόμουν μια τριετία τώρα. Στο Φουγάρο βρέθηκα ύστερα από πρόσκληση της ιδιοκτήτριας και καλής φίλης Φλωρίκας Κυριακοπούλου, η οποία γνώριζε τους γονείς μου από τότε που ζούσαμε στις Σπέτσες. Εκείνη μάλιστα προσέδωσε στο έργο έναν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα που αρχικά δεν είχα πρόθεση να δώσω. Επιπλέον, οι συνθήκες για να εργαστώ και να εκθέσω εδώ ήταν ιδανικές.
— Ήσασταν από τους πρώτους Έλληνες καλλιτέχνες που στράφηκαν στην περφόρμανς.
Ναι με είχε συναρπάσει γιατί τη δεκαετία του '60 ειδικά όταν πρωτοξεκίνησα ήταν ένας χώρος καινούργιος, βατός, αντισυμβατικός, αδέσμευτος που εξέφραζε καλύτερα τις μεγάλες πολιτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές τομές της εποχής. Ήταν βέβαια μεγάλη τύχη να βρεθώ στο Λονδίνο σε μια εποχή που συνέβαιναν τόσα τολμηρά και πρωτοποριακά πράγματα. Το καλό επίσης ήταν ότι, τόσο από καλλιτεχνική κατεύθυνση όσο κι από ιδιοσυγκρασία, τις Συμπληγάδες της «ελληνικότητας» - ένα πυροτέχνημα που πετιέται κάθε τόσο - δεν τις πέρασα ποτέ.
— Η «ελληνικότητα» τέθηκε κι από πολλούς εξ όσων ζητούσαν την παραίτηση του Γιαν Φαμπρ από το Ελληνικό Φεστιβάλ...
Θα προτιμούσα να μην σχολιάσω όλο αυτό που έγινε με τον Φαμπρ. Για την ελληνικότητα, μόλις σας είπα.
— Ακολουθώντας πάντως κανείς το νήμα της πορείας των τριών σας μέσα σε ένα διάστημα 103 χρόνων, κάνει ταυτόχρονα μια «μίνι» περιήγηση στην ελληνική ιστορία το ίδιο διάστημα.
Αυτό είναι κάτι που προέκυψε στην πορεία, δίχως να το έχω εξαρχής σχεδιάσει αλλά μήπως η ζωή καθενός μας δεν στοιχειοθετεί μια «μίνι» ιστορία του κόσμου; Υπάρχει επίσης ένας αναστοχασμός σε όλο αυτό. Φανταστείτε ότι μέχρι τελευταία στιγμή ξανάγραφα και ξανάσβηνα γεγονότα και περιστατικά του βίου των τριών Παπακωνσταντίνου, παραλείποντας πράγματα που τότε μου είχαν φανεί σπουδαία χωρίς εντέλει να είναι και προσθέτοντας άλλα που αποδείχτηκαν σημαντικότερα από όσο πίστευα. Ένα ξεδιάλεγμα που αποδείχθηκε ζόρικη δουλειά – δεν ήταν μόνο ο κόπος αλλά κι οι αμέτρητες αναμνήσεις που ξυπνούσε.
— Ενδιαφέρον είναι το ίδιο το τριαδικό σχήμα που έχετε υιοθετήσει στην αφήγηση.
Η δική μας τριάδα συνίστατο στο σχήμα Πατήρ-Μήτηρ-Κόρη, με τους ρόλους αυτούς να αναδιαμορφώνονται και να επανατίθενται διαρκώς, όπως προανέφερα. Υπάρχουν βέβαια και κάποια όρια απόλυτα σε αυτές τις σχέσεις, τα παιδιά παύουν να είναι κάποτε παιδιά αλλά οι γονείς παραμένουν γονείς για πάντα, κάτι που κι εγώ διαπίστωσα στην πράξη σαν έγινα μητέρα και γιαγιά. Είναι ένας δρόμος με πολλές δυσκολίες κι ευθύνες, σου δίνει όμως γι' αντάλλαγμα πολλές χαρές.
— Συνεχίζετε την καλλιτεχνική παράδοση στην οικογένεια;
Κατά μία έννοια, ναι. Ο γιος μου ο Λουκάς βέβαια σπούδασε θαλάσσια βιολογία ενώ επαγγελματικά ασχολήθηκε με τα ποδήλατα όπως έκανε κάποτε κι ο πατέρας, ένεκα μάλλον το DNA – να πω εδώ ότι όλοι οι Παπακωνσταντίνου υπήρξαμε δεινοί ποδηλάτες! -, έχει όμως συνεργαστεί μαζί μου ως κάμεραμαν σε βιντεοπαραγωγές. Μήπως το να μαστορεύεις ποδήλατα δεν είναι κι αυτή μια τέχνη; Η αλήθεια είναι ότι ως οικογένεια παρουσιάζουμε μεγάλη βιοποικιλότητα και μας αρέσει να καταγινόμαστε με πολλά, ο παππούς Θανάσης φαντασθείτε ήταν καθηγητής Φυσικής και Αστρονομίας αλλά επίσης μέλος της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών του Άγγελου Τανάγρα, εκτός από τα φυσικά τον ενδιέφεραν και τα παραψυχολογικά φαινόμενα.
— Εσείς είχατε ποτέ μεταφυσικές αναζητήσεις;
Εκείνο που με απασχόλησε περισσότερο και καλλιτεχνικά ήταν η σχέση Εκκλησίας-κράτους, η υπόθεση της πρακτικής εφαρμογής μιας ιδέας όπως είναι η θρησκεία. Η δική μου σχέση μαζί της δεν θα έλεγα ότι είναι η καλύτερη, λατρεύω όμως τη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και το ορθόδοξο τελετουργικό, εκεί μάλιστα ανιχνεύω περισσότερο τις καλλιτεχνικές μου ρίζες παρά στο τελετουργικό της αρχαίας τραγωδίας και του θεάτρου γενικότερα.
— Η περφόρμανς δεν είναι ένα είδος θεάτρου;
Ναι και όχι – η περφόρμανς ενέχει βέβαια κάποια στοιχεία από το θέατρο, είναι λάθος όμως να λειτουργεί σαν μια παράσταση θεατρική γιατί είναι καταρχήν μία εικαστική τέχνη, όπως άλλωστε κι ο χορός. Πάντως όχι, περφόρμανς δεν κάνω στην συγκεκριμένη έκθεση, την αφήνω για τους επισκέπτες!
— Τις εξελίξεις στη σύγχρονη τέχνη τις παρακολουθείτε;
Δεν παρακολουθώ τίποτε «καθ' έξιν», έχω όμως τις κεραίες της περιέργειας μου διαρκώς τεντωμένες και διαπιστώνω ότι ακόμα κι αν δεν τα «κυνηγάς», τα σημαντικά πράγματα φτάνουν εντέλει στον προορισμό τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
— Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το κατά πόσο οι άνθρωποι του πνεύματος κι οι καλλιτέχνες θα έπρεπε να παρεμβαίνουν περισσότερο στη δημόσια σφαίρα αντί να «σιωπούν».
Α, μα πρόκειται για μια καταπληκτική μετάθεση ευθύνης εμπρός στο αναπάντεχο παρόν. Καθόμαστε μακαρίως και περιμένουμε κάποιον σπουδαίο να έρθει να μας πει μια φοβερή σοφία που τάχα θα μας λυτρώσει. Όμως το ζητούμενο είναι ακριβώς το αντίθετο, να τολμήσει να αναλάβει θαρραλέα καθένας μας τις ευθύνες που του αναλογούν κι αντίστοιχα να πράξει, ατομικά και συλλογικά.
Info:
«3 Παπακωνσταντίνου, Θοδωρής, Λίτσα, Λήδα», πολυχώρος Φουγάρο, λ. Ασκληπιού 98 Ναύπλιο τηλ. 27520 47300, [email protected]., διάρκεια έως 15/5