Άννα Παπαέτη: «The Dark Side of the Tune»
Η εγκατάσταση που δημιουργήσαμε με τον Νεκτάριο Παππά (ο οποίος ειδικεύεται στον ήχο) έχει ως θέμα τη στέρηση ύπνου σε κρατούμενους της χούντας μέσα από τη χρήση της μουσικής και του ήχου. Μας ενδιέφερε η χρήση ενός συνδυασμού μεθόδων βασανισμού από το Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΑΤ/ΕΣΑ), οι οποίες περιλάμβαναν συνεχή υποχρεωτική ορθοστασία σε άδειο δωμάτιο, στέρηση ύπνου, στέρηση φαγητού και νερού, ξυλοδαρμούς και παρατεταμένη έκθεση σε συνεχείς δυνατούς ήχους και μουσική. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι ήχοι στα κρατητήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ περιλάμβαναν χτυπήματα στα κάγκελα και τις πόρτες, φωνές των δεσμοφυλάκων, κραυγές των βασανισθέντων, μουσική από τα μεγάφωνα και ήχους από «τεχνικά μέσα». Οι συνεντεύξεις που έκανα με πρώην κρατούμενους αλλά και έναν στρατιώτη της ΕΣΑ μου επιβεβαίωσαν πως λαϊκές επιτυχίες της εποχής παίζονταν δυνατά και επαναλαμβανόμενα από τα μεγάφωνα κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων αλλά και το βράδυ, μην αφήνοντάς τους να κοιμηθούν. Ακούγονταν τραγούδια όπως ο «Ταρζάν» του Θέμη Ανδρεάδη, τα «Παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά» του Γιώργου Κοινούση, το «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε» της Βίκυς Μοσχολιού και ο «Στέφανος» του Αντώνη Καλογιάννη. Επαναλαμβανόμενος ήχος υπήρχε και σε άλλα μέρη κράτησης, όπως το ηλεκτρικό κουδούνι που ακουγόταν ασταμάτητα στα τρία μικρά κελιά της Ασφάλειας του Πειραιά.
Αυτό που θέλαμε με τον Νεκτάριο ήταν να μεταφέρουμε το κλειστοφοβικό αλλά και φρικιαστικό συναίσθημα τού να είναι κανείς κλεισμένος σ' έναν πολύ μικρό χώρο, απομονωμένος, άυπνος κι ανελέητα εκτεθειμένος σε επαναλαμβανόμενο ήχο. Θέλαμε να αναδείξουμε ένα άγνωστο κομμάτι των βασανιστηρίων της χούντας, να δείξουμε πως η χρήση του ήχου και της μουσικής δεν ήταν απλώς ένας τρόπος να καλυφθούν οι κραυγές των βασανισθέντων. Αντιθέτως, ήταν μέρος ενός συστηματικού και προσεκτικά σχεδιασμένου προγράμματος βασανιστηρίων που ήταν σωματικά και ψυχικά επιβλαβές. Αυτό το πρόγραμμα συνδεόταν με διεθνή κέντρα εξουσίας. Βλέπετε, οι πρακτικές αυτές ήταν οι πλέον σύγχρονες μέθοδοι βασανισμού παγκοσμίως στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Είχαν αναπτυχθεί μέσα από ενδελεχή έρευνα (κυρίως ψυχολόγων) και είχαν χρησιμοποιηθεί και από τις δύο πλευρές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου – ενδεικτικό είναι το εγχειρίδιο «Kubark Counterintelligence Interrogation» της CIA (1963).
Νάνα Σαχίνη: «Μια ρυτίδωση σε λιμνούλα είναι ένα παράδειγμα (της μηχανής κυμάτων)»
Μια γλυπτική εγκατάσταση καλεί τον καθένα να γίνει μέρος της. Ένας τόπος κατασκευασμένος από ίχνη σωματικότητας, κομμάτια μνήμης από ένα προ-λογικό και προ-γλωσσικό παρελθόν, επινοήματα φαντασίας, θραύσματα επιστήμης κι επιστημονικής φαντασίας, μυθολογικών αφηγήσεων και κυρίως βιωμάτων που θα ήθελαν να είναι ή και να γίνουν κοινά.
Μια ατρακτοειδής κατασκευή φιλοξενεί έναν θάλαμο. Δεν είναι σίγουρο αν η κατασκευή είναι μάτι, αιδοίο, φωλιά, κούνια ή απλώς μια άτρακτος. Οι υπνικές άτρακτοι, λέει, λειτουργούν υπναγωγικά. Κάτι σαν το γάλα και το κούνημα στο βρέφος, τα υπνωτικά χάπια ή λίγο ποτό παραπάνω στον καθένα μας ή το «νάνι-νάνι, κούνια κάνει». Ο θάλαμος προορίζεται συνήθως για τη διαμονή περισσοτέρων του ενός ατόμων. Στην ανατομία είναι και χώρος του εγκεφάλου και του ματιού.
Αν θέλεις, κοιμήσου σ' εμένα, κάποτε κι εγώ κοιμήθηκα σε κάποιον άλλον, άνθρωπο ή cyborg, ποτέ δεν το ξεκαθάρισα. Αναρωτιέμαι αν το έζησα πραγματικά ή ήταν παραίσθηση. Άραγε, κοιμόμαστε ποτέ πραγματικά ΜΑΖΙ; Και για το δωμάτιο-θάλαμο τότε δεν έχω μνήμη, μόνο αισθήσεις. Τα μάτια ίσα που διέκριναν μορφές. Τα χέρια ψηλαφούσαν όγκους. Ποτέ πλήρης ησυχία. Ενίοτε αναστάτωση. Συχνά συναγερμός.
Η εγκατάσταση αυτή θέλει να ψηλαφήσει ζητήματα όπως η σχέση του ύπνου με τη σωματικότητα, τα βιοπολιτικά ζητήματα που εμπλέκονται σε αυτή, η επισφάλειά τους, τι σημαίνει κοιμίζω κάποιον κάπου και κυρίως ποιοι και πώς είμαστε όταν κοιμόμαστε κι όταν είμαστε ξύπνιοι.
Η εγκατάσταση αυτή θέλει να ψηλαφήσει ζητήματα όπως η σχέση του ύπνου με τη σωματικότητα, τα βιοπολιτικά ζητήματα που εμπλέκονται σε αυτή, η επισφάλειά τους, τι σημαίνει κοιμίζω κάποιον κάπου και κυρίως ποιοι και πώς είμαστε όταν κοιμόμαστε κι όταν είμαστε ξύπνιοι.
Μια ελάχιστη πορεία σε έναν μαγικό χωροχρόνο, όπως ακριβώς και ο ύπνος.
Ας κοιμηθούμε τώρα, γιατί βλέπω διπλά. Φταίει, άραγε, το ξενύχτι ή εκείνη η αγκωνιά στο μάτι όταν έβλεπα το τρίτο όνειρο;
Ας κοιμηθούμε, λοιπόν, γιατί δεν νιώθω πια κανένα από τα μέλη μου. Φταίει η αϋπνία ή εκείνο το μελί, σαν ορείχαλκος, υγρό που πιέζει χαμηλά την κοιλιά;
Οι αρχιτέκτονες της Φάλαινας (γι' αυτό το έργο Ίρις και Λήδα Λυκουριώτη, Δάφνη Παπαδοπούλου, Vjosana Shkurti) συμμετέχουν με το έργο «Ο Τρελός Έρως / κοιτώνες ιμερολυκείου».
Το έργο μας είναι μια πρόσκληση να ασχοληθούμε ξανά με το μέλλον, με όχημα το μέσο που ύμνησε η νεωτερικότητα, δηλαδή την ουτοπία. Εδώ και δεκαετίες έχει εξοριστεί από τον δημόσιο λόγο και την πολιτική η συζήτηση για το μέλλον, λες και βρισκόμαστε ήδη μέσα σε αυτό. Εμείς διαφωνούμε και το αποδεικνύουμε αντιπαραβάλλοντας στο νεοφιλελεύθερο τεχνο-παρόν τον τρελό έρωτα, ώστε να δούμε τι είδους (ποιοτική όχι ποσοτική) δουλειά έχουμε ακόμη μπροστά μας.
Ο απολύτως παρεξηγημένος τρελός έρωτας –και τον εννοούμε όπως τον εννόησαν οι σουρεαλιστές– είναι η πιο ριζοσπαστική πολιτική πράξη. Είναι η γνήσια, αδιαμεσολάβητη, μη αλλοτριωτική σύνδεση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Αν αφεθεί να ευδοκιμήσει (και γι' αυτό σπανίως μπορεί), θα προβάλλεται διαρκώς και σε άλλες κοινωνικές σχέσεις, καταλαμβάνοντας τον χώρο τον οποίο συνήθως καλύπτουν τα εμπορεύματα, η θρησκεία, οι πατριαρχικές δομές.
Tα όνειρα γίνονται η πραγματικότητα και όχι το ανάποδο, που μας οδηγεί στον μυστικισμό. Αυτό ήταν το ριζοσπαστικό νόημα που ανέγνωσαν οι σουρεαλιστές κι εξύμνησαν στην ταινία την εποχή της κυκλοφορίας της: το όνειρο που μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Επειδή αγαπάμε πολύ τους ήρωες της λογοκρισίας, δηλαδή τους ανθρώπους που μπόρεσαν να φανταστούν αυτό το μέλλον και γι' αυτό τους αφαιρέθηκε ο λόγος, μπλέκουμε πολλές ιδέες από τα έργα τους κάτω από μία κεντρική αναφορά, τα ιμερολύκεια. Αυτά είναι τα εκπαιδευτήρια της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας, της ουτοπίας που φαντάζεται ο Ιούλιος Βερν, στη βιβλιοθήκη του μεγάλου υπερωκεάνιου, διαβάζοντας τον 5ο τόμο της Παγκοσμίου Γεωγραφίας του Malte-Brun και κοιτάζοντας γραμματόσημα, στο κεφάλαιο 61 του «Μεγάλου Ανατολικού» του Ανδρέα Εμπειρίκου. Φτιάχνουμε τους κοιτώνες των ιμερολυκείων, θέλοντας να τραβήξουμε την προσοχή του κοινού προς αυτήν τη μοναδική ουτοπία που βάζει στο επίκεντρο τον έρωτα και γι' αυτό παραμένει τελείως άγνωστη και παρεξηγημένη στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία.
Στα ιμερολύκεια παρακολουθούν τα παιδιά και οι ερωτογυμναστές, λίγο πριν κοιμηθούν, για νανούρισμα, την άγνωστη σήμερα χολιγουντιανή ταινία «Peter Ibbetson» (1935) του Henry Hathaway. Βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Georges du Maurier (1891), αναφέρεται στον τρελό έρωτα. Οι δύο τρελά ερωτευμένοι ήρωες, χωρισμένοι από τα κοινωνικά και τραγικά εμπόδια που απορρέουν από τη συμβατική ζωή που αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν, καταφέρνουν να ζήσουν στον κόσμο του ονείρου. Κοιμούνται και βλέπουν τα ίδια όνειρα. Τα όνειρα γίνονται η πραγματικότητα και όχι το ανάποδο, που μας οδηγεί στον μυστικισμό. Αυτό ήταν το ριζοσπαστικό νόημα που ανέγνωσαν οι σουρεαλιστές κι εξύμνησαν στην ταινία την εποχή της κυκλοφορίας της: το όνειρο που μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Τονίζοντας, τέλος, την δραματική έλλειψη συζητήσεων περί έρωτος στις μεγάλες πολιτικές μεταβολές που συμβαίνουν τα τελευταία πέντε χρόνια παγκοσμίως, σε αντίθεση με το αίτημα για ερωτική απελευθέρωση που μεσουράνησε τη δεκαετία του '60, μπλέκουμε λίγη ακόμη αντιπροσωπευτική βιβλιογραφία από εκείνη την ένδοξη εποχή, όπως το βιβλίο «Amour, Εrotisme et Cinema» του Άδωνη Κύρου. Το εξέδωσε ο περίφημος εκδότης της ερωτικής παρανομίας στη Γαλλία, των σουρεαλιστών και του περιοδικού «Positif», Eric Losfeld, και λειτουργεί για εμάς ως το τεκμήριο των συνδέσεων μεταξύ της ταινίας, του πολιτικού προγράμματος, του τρελού έρωτος και των προσώπων που τον βγάζουν από την αφάνεια.
Πάνος Κοκκινιάς: «Βόλακας»
Το σκηνικό του «Βόλακα», ένα τίποτα μέση του πουθενά, που θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε στην Ελλάδα, θυμίζει λίγο έργο του Μπέκετ, παραπέμποντας έτσι σε μια υπαρξιακή κατάσταση.
Ο άνθρωπος που κείτεται ανάσκελα πλάι στην αυτοσχέδια κολόνα φωτισμού μπορεί να είναι κοιμισμένος, μπορεί νεκρός. Μεθυσμένος ή βυθισμένος σε μια ενατένιση. Μπορεί να είναι ένας ντόπιος ανέστιος, εξόριστος της ζωής ή ξένος, εξόριστος από τον τόπο του. Ή απλώς ένα ρεμάλι, σαν αυτά του Reizer, μια κατάντια.
Δίπλα του, ένας φωτογενής σκουπιδοτενεκές διεκδικεί βραβείο δεύτερου ρόλου ως βασικός συντελεστής στη σύσταση του εννοιολογικού περιβάλλοντος. Κι ένα οδικό σήμα με γυρισμένη την πλάτη, ό,τι πρέπει για να αναρωτιέται κανείς. Λουσμένα όλα από ένα ανελέητο αλλά και υπερβατικό φως που, ως τέτοιο, αναδεικνύει το παράλογο της ζωής.
Το σκηνικό προϋπήρχε, η εικόνα σκηνοθετήθηκε. Αλλά δεν έχει σημασία ο τρόπος που φτιάχνεται μια εικόνα. Σημασία έχει αν ένας άνθρωπος θα μπορούσε να υπάρχει εκεί. Σημασία έχει εάν είναι ακόμα εκεί.
Το έργο δεν επιχειρεί έναν μονοσήμαντο συμβολισμό. Μπορεί να διαβάζεται σε σχέση και με σημερινές καταστάσεις, σαν ένα «σιγά, η πατρίδα κοιμάται», αλλά όχι αποκλειστικά. Ο ύπνος κι ο θάνατος έκαναν πάντα καλή παρέα.
Info:
Hypnos Project, έναρξη-εγκαίνια κεντρικής έκθεσης: 18/4, 20.00, Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, λεωφ. Συγγρού 107-109, Νέος Κόσμος, 210 9005800, διάρκεια ως 19/6, πλήρες πρόγραμμα sgt.gr
σχόλια