Θα μπορούσαμε να πούμε πόσο μεγάλη τύχη είναι να βλέπεις στην Αθήνα τη δουλειά ενός σημαντικού διεθνούς καλλιτέχνη όπως είναι ο Thomas Schütte παράλληλα με τη ρετροσπεκτίβα του στο MoMΑ της Νέας Υόρκης, αν η σχέση του με την Bernier/ Eliades δεν ήταν μακρόχρονη και ιδιαίτερα θερμή. Η καινούργια του έκθεση αποτελεί την όγδοη στη σειρά, καθώς η συγκεκριμένη γκαλερί συνδέεται μαζί του ήδη από τα πρώτα του βήματα στα μέσα της δεκαετίας του ’80, εξού και έχει το προνόμιο να παρουσιάζει για πρώτη φορά εντελώς νέα και πρωτότυπα έργα του. Οπότε, ακόμα και αν αποτελεί παλιό γνώριμο σε μέρος του αθηναϊκού κοινού, έχει κανείς κάθε λόγο να επιδιώξει να δει τη νέα του δουλειά.
Μπαίνοντας στην κεντρική αίθουσα της γνωστής γκαλερί της οδού Επταχάλκου, ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με ένα γυναικείο κεφάλι, ένα υπερμέγεθες, σχεδόν μνημειακό, μπρούντζινο γλυπτό, χρώματος πράσινου σμαραγδί. Πλησιάζοντας σού δίνει την αίσθηση ενός double-faced head με παραμορφωμένο το ένα από τα δύο πρόσωπα. Ως εκ τούτου, ο καλλιτέχνης σού βάζει το πρώτο αίνιγμα που πρέπει να λύσεις. Στην πιο ρεαλιστική πλευρά η γυναίκα έχει γαλήνια έκφραση, με τα μάτια κλειστά, σαν να αυτοσυγκεντρώνεται, αφήνοντας τον θεατή να ερμηνεύσει ο ίδιος την κατάστασή της. Γύρω από το γλυπτό, σε κυκλική συνομιλία μαζί του, σειρά επιτοίχιων οβάλ γλυπτών με απεικονίσεις απροσδιόριστων και μη κρυπτογραφημένων μορφών σε πριμιτίφ στυλ. Στην περίπτωση άλλωστε του Thomas Schütte, οι μορφές δεν είναι ποτέ απόλυτα αναγνωρίσιμες, ποτέ δεν είναι ξεκάθαρο τι απεικονίζουν. Το υπαινίσσεται χαριτολογώντας και σε μία από τις πιο χαρούμενες και πολύχρωμες ακουαρέλες του: «Reality vs. Phantasy»!
Σε αυτήν την έκθεση τα βασικά του μοτίβα είναι οι γυναίκες, οι άγγελοι και τα λουλούδια. Εμφανίζοντάς τα σε υδατογραφίες, κεραμικά και γλυπτά από μπρούντζο, πετυχαίνει μια πολυφωνία που αντιστοιχεί στη δική του ματιά επάνω στην κοινωνία των ανθρώπων, μια εικαστική ενατένιση της πολυπλοκότητας των αντιθέσεών μας.
Γεννήθηκε το 1954 και ως σπουδαστής στην Kunstakademie του Ντίσελντορφ μαθήτευσε δίπλα σε σημαντικούς καλλιτέχνες και διανοητές, όπως ο Gerhard Richter, ο Daniel Buren και ο Benjamin Buchloh, οι οποίοι τον έφεραν σε επαφή με τον αμερικανικό μινιμαλισμό, την Arte Povera και όλα τα ρεύματα της δεκαετίας του ’70. Στη μετέπειτα πορεία του απομακρύνθηκε από την εννοιολογική τέχνη και τον μινιμαλισμό, αναπτύσσοντας ένα πολύ προσωπικό στυλ, στο οποίο ενσωμάτωσε το διακοσμητικό στοιχείο και την τρισδιάστατη ψευδαίσθηση, συμβολικά στοιχεία με μια μεταμοντέρνα αισθητική. Δεν είναι τυχαίο ότι στα χρόνια που ακολούθησαν πειραματίστηκε με μια ευρεία γκάμα μέσων, όπως γλυπτική, εγκαταστάσεις, ακουαρέλες, κεραμική, χαρακτικά, αρχιτεκτονική.
Σε αυτήν την έκθεση τα βασικά του μοτίβα είναι οι γυναίκες, οι άγγελοι και τα λουλούδια. Εμφανίζοντάς τα σε υδατογραφίες, κεραμικά και γλυπτά από μπρούντζο, πετυχαίνει μια πολυφωνία που αντιστοιχεί στη δική του ματιά επάνω στην κοινωνία των ανθρώπων, μια εικαστική ενατένιση της πολυπλοκότητας των αντιθέσεών μας. Οι τίτλοι των έργων συχνά αποτελούν συμπληρωματικούς σχολιασμούς ενός προσωπικού σαρκασμού και κοινωνικής κριτικής όπου συχνά αποτυπώνεται η μελαγχολία και μια αίσθηση απώλειας.
Περνώντας στη δεύτερη αίθουσα, συναντάμε ακόμα περισσότερα οβάλ κεραμικά με λαμπερές επιφάνειες. Ανάμεσά τους το τρίπτυχο «Three flowers» με τα αγαπημένα του λουλούδια, άλλοτε ανθισμένα κι άλλοτε να φυλλοροούν. Στον απέναντι τοίχο, τοποθετημένες ψηλά, τρεις αράχνες, σχεδόν αξιαγάπητες ως κεραμικά με λαμπερή στιλπνή επιφάνεια, και στο κέντρο του χώρου μικρά μπρούντζινα γλυπτά, όχι απαραίτητα ρεαλιστικής απεικόνισης, προπλάσματα των πολύ γνωστών γλυπτών της σειράς «Frauen» με τα υπερφυσικά, παραμορφωμένα γυναικεία σώματα. Στα αριστερά της αίθουσας κυριαρχεί ένα ακόμα υπερμέγεθες κεραμικό μιας ιερατικής μορφής, καλυμμένο με ροζ βερνίκι, όρθιο σε βάθρο και με το αριστερό πόδι να ξεπροβάλλει κάτω από το μακρύ ένδυμα, αναφορά στα αρχαιοελληνικά αγάλματα, με τον τίτλο «Mother Earth».
Η έκθεση συνεχίζεται στην τελευταία αίθουσα, όπου πάλι μικρά μπρούντζινα γλυπτά γυναικείων κυρίως μορφών συνομιλούν με υδατογραφίες μιας εκρηκτικής χρωματογραφίας. Άνθη, ζώα, φρούτα, σκεύη κουζίνας, χέρια που προσομοιάζουν ανθρώπους και αγγέλους που επιδίδονται σε ανθρώπινες συμπεριφορές και κινήσεις, όπως ένα «ζευγάρι» μίσχων που χορεύουν τανγκό. Σε αντιπαράθεση, ένα «σκληρό» κεραμικό γαλάζιου χρώματος, ανθρώπινο κεφάλι από τη μια πλευρά και κεφάλι σκυλιού από την άλλη.
Στον εσωτερικό κήπο της γκαλερί, ένα γλυπτικό δίδυμο σκύλων έχει τον τίτλο «Double tribute to Moondog», αφιερωμένο στον Νεοϋορκέζο μουσικό Louis Thomas Hardin. Απέναντί τους ένα μικρότερο σε μέγεθος σκυλί με ράχη στρατιωτικό κράνος (τι ειρωνεία για το ζώο που θεωρείται φύλακας του ανθρώπου) προσεύχεται μπροστά σε ένα αναμμένο κεράκι. Τα τρία γλυπτά χαρακτηρίζονται από επιθετικότητα και τραχύτητα, αλλά και από ευαισθησία με χιούμορ, συνδυασμοί που παρατηρούνται σε όλα του τα έργα.
Τα εκθέματα ολοκληρώνονται σε ένα τμήμα της γκαλερί που σπάνια ανοίγει για το κοινό όπου ο καλλιτέχνης, ο οποίος, σημειωτέον, επιμελείται και φωτίζει πάντα ο ίδιος τις εκθέσεις του, παρουσιάζει μια σειρά μεγαλύτερων σε μέγεθος υδατογραφιών με παραμορφωτικές ζωόμορφες εικόνες. Για μια ακόμα φορά ο θεατής καλείται να τις αποκρυπτογραφήσει, καθώς δεν πρόκειται για ρεαλιστικές αναπαραστάσεις αλλά για απροσδιόριστα πορτρέτα αποτυπωμένα κι αυτά με ευφρόσυνη τρυφερότητα, αποκαλύπτοντας μια ακόμα προσωπική αγάπη του Thomas Schütte, συμπληρώνοντας το δικό του μικροσύμπαν που βρίθει από συμβολισμούς και υποδόριες αναφορές στον κόσμο μας, για τον οποίο πρέπει να τρέφει ανάμεικτα συναισθήματα. Μέσα από το σύνολο του έργου μοιάζει ταυτόχρονα αισιόδοξος και προβληματισμένος, αναζητώντας φωτεινά αδιέξοδα, δημιουργός μιας τέχνης που αγωνιά για τον άνθρωπο και το μέλλον του.
Ο Schütte, από τους πιο παραγωγικούς καλλιτέχνες, έχει εκθέσει από τη δεκαετία του 1980 σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς οργανισμούς διεθνώς: Moderna Museet, Fondation Beyeler, Serpentine Galleries, Museo Reina Sofía, Stedelijk Museum. Έχει συμμετάσχει επανειλημμένως στην Documenta, ενώ το 2005 έλαβε στην Μπιενάλε της Βενετίας τον Χρυσό Λέοντα. Έργα του πουλιούνται για επταψήφια ποσά, ενώ εκτίθενται στο Centre Pompidou, στο Museum of Modern Art, στο Hirshhorn Museum and Sculpture Garden, στην Tate και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά του δημιουργήματα, ο εκθεσιακός χώρος Skulpturenhalle, βασισμένος σε δική του αρχιτεκτονική μακέτα, βρίσκεται στη Neuss, στη δυτική όχθη του Ρήνου, απέναντι από το Ντίσελντορφ, και αποτελεί βασική δομή του Thomas Schütte Foundation.